Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

«Ακαρνανίας – Ξηρομέρου, εξαιρετικής βιολογικής ποικιλίας καπνός»



Το ΣΔΟΕ στην Δυτική Ελλάδα κόβει τα λαθραία «στριφτά» τσιγάρα. Ανοίγουν τραπεζικοί λογαριασμοί για να εξιχνιαστεί η διαδρομή του λαθραίου καπνού.

Ενας συνηθισμένος 35άρης, ένας απλός άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι γείτονας οποιουδήποτε, ήρθε κανονικά στο ραντεβού για την παράδοση του λαθραίου καπνού με το οικογενειακό του αυτοκίνητο. Παιδικό κάθισμα πίσω από τη θέση του, κατεβασμένο παράθυρο, μουσικούλα, αρκετή διάθεση για κουβέντα με τον άγνωστο πελάτη – και απεναντίας καμία όρεξη για οποιαδήποτε εκδοχή συνωμοτικού ύφους, καχυποψία ή μυστικοπάθεια.


Η «καπνοαπαγόρευση» του 2013, παρά τις ομοιότητες, διαφέρει πολύ από εκείνη που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα πριν από 130 χρόνια, τότε που οι χωροφύλακες αμείβονταν με 25 δραχμές για κάθε χρήστη λαθραίου καπνού που συνελάμβαναν. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά και διαφανή: πριν από μερικά 24ωρα ένα πακετάκι των 200 γραμμαρίων του χύμα καπνού για «στριφτά» άλλαξε χέρια αντί 15 ευρώ – δηλαδή σε μια τιμή ομολογουμένως «αλμυρή» για τα δεδομένα της συγκεκριμένης παράνομης αγοράς, η οποία διογκώνεται αλματωδώς τους τελευταίους μήνες.

Μια μίνι δημοσκόπηση μεταξύ γνωστών και φίλων δείχνει ότι οι τιμές του χύμα καπνού για στρίψιμο στη μαύρη αγορά κυμαίνονται συνήθως από 20 έως 40 ευρώ ανά κιλό. Ακόμη όμως και με 15 ευρώ για μόλις 200 γραμμάρια, η σύγκριση με το νόμιμο προϊόν καταδεικνύει πόσο μεγάλο είναι το πλεονέκτημα του λαθραίου διακινητή: μια τυποποιημένη συσκευασία του νόμιμου εμπορίου περιέχει 18-20 γρ. καπνού και πωλείται προς μία ελάχιστη τιμή 4 ευρώ, δηλαδή τουλάχιστον υπερδιπλάσια του λαθραίου. Γι’ αυτό και ο προαναφερθείς έμπορος δεν έχει κανένα λόγο να ανησυχεί, η πραμάτεια του παραμένει ελκυστική σε ένα κοινό που αναζητά επειγόντως φτηνό καπνό για στριφτά τσιγάρα.

Εξάλλου, ο λαθραίος προμηθευτής ήδη από την τηλεφωνική επικοινωνία είχε δείξει μεγάλη προθυμία όχι μόνο να εξυπηρετήσει τον υποψήφιο πελάτη του, αλλά και να τον διαφωτίσει περί τα καπνικά: «Ακου, φίλε, αυτός ο καπνός προοριζόταν για τον κίτρινο φάκελο του Old Holborn, αλλά δεν έγινε η συνεργασία και τον κρατήσαμε εδώ στην Ελλάδα να τον πουλήσουμε. Μιλάμε για ελληνικότατο καπνό, με ένα διακριτικό, ξεχωριστό άρωμα, που φτιάχνει ένα υπέροχο τσιγάρο. Είναι ο τέλειος καπνός, ό,τι καλύτερο υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα».

Οσο για την καταγωγή του, η αγγελία που βρέθηκε χωρίς μεγάλο κόπο στο Διαδίκτυο ήταν σαφής: «Ακαρνανίας – Ξηρομέρου, εξαιρετικής βιολογικής ποικιλίας, άριστης επεξεργασίας». Βέβαια, για να τηρούνται τα προσχήματα, η λέξη καπνός δεν αναφέρεται πουθενά. Αντ’ αυτής υπάρχει ο κωδικός «βιολογικά προϊόντα», καθώς όμως παρατίθενται χαρακτηριστικές ονομασίες ποικιλιών καπνού, όπως «Βιρτζίνια, Μπασμά, Τσεμπέλι», αυτός που ψάχνει χύμα «στριφτό» ξέρει αμέσως ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Το εάν αυτός ο δρόμος οδηγεί  όχι απλώς σε έναν καπνοπαραγωγό που αποφάσισε να διοχετεύσει απευθείας στην αγορά τα προϊόντα του αλλά στο κέντρο μιας λαθραίας και παράνομης αγοράς δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τις συναλλασσόμενες πλευρές. Ωστόσο, όπως πιστοποιεί η εκστρατεία που ξεκίνησε πρόσφατα με ολοσέλιδες καταχωρήσεις στις εφημερίδες και με το γενικό σύνθημα «Οχι στον παράνομο χύμα καπνό», το παρεμπόριο του καπνού για «στριφτά» απασχολεί αφενός τις καπνοβιομηχανίες που ζημιώνονται από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, αφετέρου το υπουργείο Οικονομικών λόγω των διαφυγόντων φόρων – και άρα το ΣΔΟΕ. Οπως εξηγεί ανώτερο στέλεχος του Σώματος: «Εάν υποτεθεί ότι συλλαμβάνουμε λαθρέμπορο με ένα φορτηγό γεμάτο καπνό -όπως π.χ. συνέβη πρόσφατα στο Πολύδροσο Φωκίδας-, κάνουμε λόγο για μια ποσότητα 10 τόνων. Το πρόστιμο που αναλογεί αγγίζει συνολικά τα 10 εκατ. ευρώ, ενώ στα συλληφθέντα άτομα θα απαγγελθούν κατηγορίες για λαθρεμπορία. Για τον δεδομένο όγκο λαθραίων προϊόντων τα αδικήματα θεωρούνται κακουργηματικά και οι ποινές που προβλέπονται υπερβαίνουν τα πέντε χρόνια φυλάκισης».

Το ΣΔΟΕ ανοίγει «καπνο-λογαριασμούς»

Κατά την εκτίμηση που επικρατεί στο ΣΔΟΕ, τη μαύρη αγορά του χύμα καπνού για στριφτά τσιγάρα λυμαίνονται πιθανότατα πολλοί μεμονωμένοι ερασιτέχνες έμποροι μικρού βεληνεκούς παρά οργανωμένα κυκλώματα λαθρεμπόρων. Παρ’ όλα αυτά, οι πράκτορες του ΣΔΟΕ δηλώνουν διατεθειμένοι να ανοίξουν ακόμη και τραπεζικούς λογαριασμούς προκειμένου να αναχαιτίσουν την εξάπλωση του φαινομένου: «Ηδη έχουμε ξεκινήσει ελέγχους μέσω του ΣΔΟΕ Δυτικής Ελλάδας προσπαθώντας να εξιχνιάσουμε τη διαδρομή που ακολουθεί ο λαθραίος καπνός. Το δόγμα “follow the money” δεν μπορεί να εφαρμοστεί ακριβώς στη συγκεκριμένη αγορά κατά τρόπο άμεσο, εφόσον η διακίνηση δεν είναι συστηματική. Γι’ αυτό ακολουθούμε την πρώτη ύλη, αναζητούμε την πηγή, από πού διοχετεύτηκε στην αγορά, από ποιους, με ποιον τρόπο κ.λπ. Το άνοιγμα λογαριασμών είναι απαραίτητο διότι οι αγρότες είναι απονήρευτοι και καταθέτουν τα χρήματα στις τράπεζες στο όνομά τους. Το ότι οι καλλιεργητές πέφτουν ενδεχομένως θύματα εκμετάλλευσης από τους λαθρεμπόρους είναι ένα ενδεχόμενο που δεν αποκλείουμε καθόλου».Από την πλευρά των καπνοβιομηχανιών που εκτός των έτοιμων τσιγάρων εμπορεύονται επίσης καπνό για «στριφτά», διατυπώνεται μια πολύπλευρη ανησυχία για την κατάσταση που διαμορφώνεται στην αγορά. Οπως υπογραμμίζει ο κ. Νικήτας Θεοφιλόπουλος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Παπαστράτος ΑΒΕΣ, η οποία και ανέλαβε την πρωτοβουλία της εκστρατείας ενάντια στον λαθραίο χύμα καπνό: «Οι πολίτες θα πρέπει να ευαισθητοποιηθούν.

Να αντιληφθούν ότι αυτοί που πωλούν παράνομα τσιγάρα και χύμα καπνό είναι μέλη εγκληματικών οργανώσεων, που αποκομίζουν τεράστια κέρδη και στερούν θέσεις εργασίας από έναν κλάδο ο οποίος απασχολεί 50.000 εργαζομένους και συνεισφέρει περίπου το 7% των εσόδων της χώρας». Σύμφωνα με εργαστηριακές αναλύσεις της Philip Morris International, του πολυεθνικού ομίλου στον οποίον ανήκει η Παπαστράτος ΑΒΕΣ, σε παραποιημένα προϊόντα καπνού έχουν ανευρεθεί, μεταξύ άλλων, τρίχες ζώων, φτερά πτηνών και κομμάτια πλαστικού. Η κυρία Μάη Σαμούρκα, υπεύθυνη Εταιρικής Επικοινωνίας της Japan Tobacco International, επισημαίνει ότι «τον Νοέμβριο του 2012 ο ελάχιστος Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης αυξήθηκε κατά 9% για τα τσιγάρα και 29% για τον καπνό (στριφτά). Παρά τις σημαντικές αυξήσεις των συντελεστών του ΕΦΚ, ο Προϋπολογισμός προβλέπει μείωση των εσόδων κατά 209 εκατ. ευρώ (ΕΦΚ+ΦΠΑ), δηλαδή -6,1%, το 2013 σε σχέση με τα πραγματοποιηθέντα έσοδα του 2012. Οι αλλαγές στη φορολογία οδήγησαν σε αύξηση για έναν φάκελο 20 γρ. καπνού κατά 1 ευρώ, ενώ σημειώνεται ότι ο καταναλωτής του καπνού επιβαρύνεται με τουλάχιστον 0,50 ευρώ για φίλτρα και χαρτάκια. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της βιομηχανίας, η κατανάλωση έχει ήδη μειωθεί κατά 11,4% στα τσιγάρα και 12,8% στον καπνό. Παράλληλα, το παράνομο εμπόριο τσιγάρων ανθεί αφού, σύμφωνα με μετρήσεις, τον Δεκέμβριο του 2012 είχε ήδη σκαρφαλώσει στο 17%. Οι υπέρογκες αυξήσεις των τιμών στον καπνό, αποτέλεσμα της υπερβολικής φορολόγησής του, είναι η βασική αιτία εξάπλωσης του φαινομένου του λαθραίου εμπορίου χύμα καπνού.

Μέχρι πρότινος ο καταναλωτής είχε σαν επιλογή τον καπνό για στριφτά τσιγάρα, που όμως γίνεται πλέον ασύμφορος και έτσι οδηγείται στην κατανάλωση του παράνομου χύμα καπνού. Η τελευταία εκτίμηση για το νέο αυτό φαινόμενο υπολογίζεται σε 500 τόνους καπνού για το 2013, ήτοι επιπλέον 77 εκατ. ευρώ χαμένα έσοδα για το Δημόσιο».

Ο πόλεμος του τσιγαρόχαρτου στην εποχή του Τρικούπη

Ο καπνός διαφέρει από, π.χ., τις πατάτες ή τις ντομάτες που διατίθενται στην αγορά εκτός κυκλώματος μεσαζόντων τόσο επειδή η χρήση του από τον καταναλωτή προϋποθέτει ειδική μεταποίηση και επεξεργασία όσο και διότι υπόκειται σε ειδική φορολόγηση. Ιδιαίτερα το δεύτερο στοιχείο έχει καθορίσει τη μοίρα του καπνού και του ρόλου που έχει διαδραματίσει διαχρονικά στην ελληνική κοινωνία.

Η δίωξη των λαθροκαπνιστών έχει τη δική της, επεισοδιακή και ενίοτε κωμικοτραγική ιστορία. Στις 27 Απριλίου του 1883 η κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη, στο πλαίσιο της απεγνωσμένης αναζήτησης εσόδων, επέβαλε για πρώτη φορά τη φορολόγηση του καπνού και κατά συνέπεια την κατάργηση του «χύμα». Μια χάρτινη σακούλα με δέκα δράμια προϊόντος συνοδευόμενη υποχρεωτικά από «σιγαρόχαρτα» για 25-30 τσιγάρα πωλούνταν προς «τέσσερα και ένα»: τέσσερα λεπτά της δραχμής για τον καπνό και ένα για τα χαρτάκια. Οι καπνοπώλες της εποχής κρέμασαν μαύρες σημαίες στα καταστήματά τους και καλούσαν το κοινό να «μαυρίσει» τον φορομπήχτη Τρικούπη στις επόμενες εκλογές. Οπως ήταν φυσικό, ο καπνός αμέσως άρχισε τη λαθραία του διαδρομή, για την κατανάλωσή του όμως υπήρχε το πολύ σοβαρό πρόβλημα των τσιγαρόχαρτων, για τα οποία δεν υφίστατο μαύρη αγορά αντίστοιχη του καπνού. Οι Ελληνες καπνιστές κατέφυγαν στα επιστολόχαρτα και τις εφημερίδες, στρίβοντας και «φουμάροντας» ό,τι και όπως μπορούσαν, εφόσον η διάθεση των τσιγαροχάρτων ήταν πλέον κρατικό μονοπώλιο. Η αυστηρή κηδεμονία των καπνικών θα διαρκέσει έως το τέλος του 1985, ενώ σε ορισμένες δύσκολες περιόδους της ελληνικής ιστορικής περιπέτειας το στριφτό τσιγάρο μοιραία μαρτυρούσε τις πολιτικές πεποιθήσεις εκείνου που το κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλά του λόγω του εφημεριδόχαρτου – κάτι που δεν ήταν πάντα ανώδυνο.

Ενα προνόμιο που είχε παραχωρηθεί ειδικά στους καπνοπαραγωγούς από τον Ιούνιο του 1927 ήταν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν για προσωπική τους χρήση και μόνο ένα ειδικό ροζ τσιγαρόχαρτο. Ωστόσο, τα όργανα της τάξης έκαναν διαρκώς εφόδους στα καφενεία ακόμη και απομακρυσμένων χωριών αναζητώντας δράστες λαθρεμπορίου και λαθροκαπνίσματος. Οποιος συλλαμβανόταν να καπνίζει στριφτό από το ειδικό, εκτός εμπορίου, «ρόδινου χρώματος σιγαρόχαρτο» μακριά από την έδρα του υποχρεωνόταν να πληρώσει βαρύ πρόστιμο ύψους έως και 125 δραχμών, ενώ τη δεκαετία του ’50 η αυστηρότητα του κράτους θα εξαντλούνταν σε πολύμηνες ποινές φυλάκισης και τσουχτερά πρόστιμα εκατοντάδων χιλιάδων δραχμών. Οι χωροφύλακες, οι επονομαζόμενοι υποτιμητικά και «25άρηδες» επειδή κατά τα πρώτα χρόνια της δίωξης ελάμβαναν μπόνους 25 δραχμών για κάθε κεφάλι λαθροκαπνιστή που συνελάμβαναν, δεν δίσταζαν να προβαίνουν σε σωματικό έλεγχο των υπόπτων. Προκειμένου να αποφύγουν τις στενές επαφές μαζί τους, κάποιοι χρήστες παράνομου καπνού και των συμπαρομαρτούντων του έφταναν να καταπιούν τα ένοχα ροζ τσιγαρόχαρτα που είχαν πάνω τους. Παρ” όλα αυτά, οι επίμονοι «25άρηδες» δεν σταματούσαν να ψάχνουν για τις ταμπακέρες των άτακτων Ελλήνων που ασχολούνταν με τα καπνά λίγο πέρα από τα όρια του νόμου. Και μολονότι το σύγχρονο λαθρεμπόριο χύμα καπνού προτιμά να χρησιμοποιεί πλαστικά αεροστεγή σακουλάκια, οι σημερινοί διώκτες των παρανόμων μπορούν αντί για τις τσέπες των υπόπτων να ρίχνουν μια ματιά στις ασυνήθιστες κινήσεις των τραπεζικών τους λογαριασμών. Διότι πέρα από οτιδήποτε άλλο, ο… λόγος για την ταμπακέρα παραμένει κυρίως οικονομικός.

protothema.gr
agriniopress
google page rank