Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΥΝΑ


ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ 
α)  Γενικά
Παλιότερα αλλά και σήμερα η κόρ(η) η ανύπαντρη και το παλληκάρ’ τ’ ανύπαντρο πρέπει νάναι προσεχτικοί για να κάνουν προκομμένο γάμο.  Και σήμερα το γαμπρό και τη νύφ’ για τα παιδιά μας τα διαλέγουμ’ εμείς.  Πάντα όμως έχουμ’ υπ’ όψη τη γνώμη των παιδιώνε μας.  Τα κορίτσια τα παντρεύουμ’ άμα μπορέσουμ’ μικρά, όμως από 17 χρονών κι’ απάνου.  Τα πδιά  (αγόρια) κανονίζουν μονάχα τους πότε θα παντρευτούνε.

β)  Προξενεία  και  μνηστεία
Τα συμπεθεριά (προξενιά) τα κάνει ένα τρίτο πρόσωπο κι’ η αμοιβή τ’ είναι η διασκέδασις στο γάμο και οι καλές ευχές που παίρνει απ’ τσού (τους) συμπεθέρους και τα νιογάμπρια.  Θα σ’ πω για ένα συμπεθεριό πούγινε πριν από 70 χρόνια.  Ένας έσιασε τη δλειά (δουλειά στο καφενείο (προξενητής) με δυό αδέρφια της νύφς και τρία αδέλφια του γαμπρού. 
Αφού συμφώνησαν το προικιό λεν’ στ’ αδέλφια του γαμπρού τα’ αδέλφια της νύφς ότι είναι έτοιμοι.  Συμφώνησαν χωρίς ούτε ο γαμπρός ούτε η νύφ’ να γνωρίζονται.  Περάσαν’ έξ μήνες και τότε μόνο κάλεσαν το γαμπρό στο σπίτι της νύφς και μετά γίνανε τα στέφανα.  Ο γαμπρός μέσ’ τους έξ μήνες είδε μια φορά τνα αρραβωνιστικιά του με φρύγανα στο κεφάλι.
Επειδή δεν βλεπόσαντε δεν έπρεπε ούτε η νύφ’ ούτ’ ο γαμπρός να πεισμώσει.  Ο γαμπρός ήτανε απ’ τη Κατούνα κι’ η νύφ’ απ’ ένα διπλαν’ό χωριό.  Σχεδόν το ίδιο έθιμο έχουμ’ στούτο το συμπεθεριό που έγινε πριν από 40 χρόνια και που ο γαμπρός ήμουνα εγώ..Αφού κανονίσαμ’ το προικιό, και πρέπει να πω ότι οι νυφάδες στο τόπο μας παίρνουνε πολύ προικιό και σε ρούχα και σε λεφτά σχεδόν όλες, εκτός απ’ τις πολύ φτωχές που είναι λίγες, πήγαμε στο σπίτι της νύφς 20 άνθρωποι και κάναμε αρραβώνες. 
Το βράδυ εφάγαμε στη νύφ’ εγλεντήσαμε κι’ ευχαριστηθήκαμε.  Αλλά δεν επιτρεπότανε να κάτσει η νύφ’ με το γαμπρό κι έτσι καθόμουν μακριά της.  Επειδή η νύφ’ ήτανε από διπλανό χωριό πάγαινα και την έβλεπα κάθε 15 μέρες.  Μια φορά που πήγα να τη δώ ήτανε μοναχή στο σπίτι.  Αμέσως τότε έκρινε της θειάς της.  Ήρθε η θειά της μου πήρε τ’ άλογο το έδεσε και βόηθησε τνά ανεψιά της να με περιποιηθεί.  Σήμερα τα συμπεθεριά είναι πιο απλά κι η νύφ κι ο γαμπρός είν’ ελεύθεροι να βλέπονται.

γ)  Έθιμα  προ  της  τελετής  του  γάμου.
Τον γάμο τον λέμε και στέφανα και χαρά.  Στο γάμο καλούνε όλους τους συγγενείδες ο γαμπρός τους δικούς του κι η νύφ’ τους δικούς της.  Πριν όμως απ’ το γάμο μία εβδομάδα ή και νωρίτερα η νύφ’ γιομίζει τα προικιά της δηλαδή γιουκιάζει τα ρούχα της.  Τη μέρα αυτοί οι καλεσμένοι γιατί η νύφ’ καλεί κόσμο πηγαίνουν σ’ αυτή δώρα.  Τα δώρα αυτά η νύφ’ τα βάζει σ’ ένα δωμάτιο κι’ όλοι οι καλεσμένοι τα βλέπουνε, όπως βλέπουνε και το γιούκο της και βάζουν ανάμεσα στα ρούχα λεφτά, ρίχνουν ρύζι και της εύχονται καλορρίζικα να είναι. Τη μέρα αυτή όλοι γλεντάνε μέχρι το πρωί.  Γάμοι δεν γίνονται το Μάη.

Αν ήτανε να γίνει ο γάμος την Κυριακή τότε την Τρίτη πριν από την Κυριακή στο σπίτι της νύφς έβαναν το σκαφίδι και κοσκίναγε μια κοπέλα αλεύρι  (τούτο γινότανε κυρίως τα πρώτα χρόνια, αλλά γίνονται και τώρα).  Μέσα στ’ αλεύρι ρίχνανε λεφτά.  Μετά το βράδυ ανάπιαζαν το προζύμι για να φτιάξουν τα κουλούρια για τον γάμο.  Το ίδιο πράμα γινότανε την Τετάρτη στο σπίτι του γαμπρού.  Το πρωί την Τετάρτη δηλαδή το πρωί στο σπίτι της νύφς και την Πέμπτη το πρωί στο σπίτι του γαμπρού έφτιαχναν τρία κουλούρια. Τα κουλούρια τάχανε για τον γάμο.  Όταν δε φτιάχνανε τα κουλούρια είτανε και γλυκά και γκυκίζονταν.  Την Πέμπτη κάλεγαν το νουνό με 1 κουλούρι και μία τσίτσα κρασί (ξύλινο μπουκάλι με αλυσίδες και κουμπί).  Το Σάββατο με μία τσίτσα κρασί περνούσαν και κάλεγαν το συγγενολόι, δηλαδή κέρναγαν μ’ ένα ποτήρι του συγγενείς κι έτσι τους κάλεγαν.
  Αυτό το έκανε και το σπίτι του γαμπρού και το σπίτι της νύφς.  Το Σάββατο το βράδυ πήγαινε το συμπεθεριακό στο σπίτι της νύφς κι’ εκεί έφτιαχνε νεραλατιά.  Έβαναν μετά μια πετσέτα απάν’ στη νύφ’ και τη ρένταγαν με νεραλατιά όλοι οι συγγενείς κι’ εκείνοι που ήσαντε στο σπίτι της νύφς κι εκείνοι που πήγανε μετά.  Τούτο το κάνανε για να γίνουν νερί κι αλάτι όλα, να ξεχαστούν δηλαδή όλα τα άσχημα.  Το Σαββατόβραδο γινότανε μεγάλο γλέντι και στο σπίτι του γαμπρού και στο σπίτι της νύφς.  Ακόμα το Σάββατόβραδο κι ο γαμπρός κι’ η νύφ’ είχανε τραπέζι τους δικούς του με επικεφαλής τον κουμπάρο, ο οποίος όμως έτρωγε στο σπίτι της νύφς. 
Κουμπάρος γίνεται εκείνος  πούχει βαφτίσει το γαμπρό.  Το προικιό της νύφς το παγαίνανε στο σπίτι του γαμπρού με τ’ άλογα (τώρα τα πηγαίνουν με αυτοκίνητα).  Όταν πηγαίνανε το προικό όλοι οι σπεθέροι τραγουδάγανε μέχρι να πάνε το προικιό στο σπίτι του γαμπρού.  Όταν φτάνανε στο σπίτι του γαμπρού οι σμπεθεροπούλες φριάχνανε το γιούκο και μετά όλοι μαζί άρχιζαν το γλέντι και το χορό.


Την ημέρα του γάμου πήγαιναν, όπως και σήμερα, κοπέλες στο σπίτι της νύφης και τη στόλιζαν.  Έντυναν και μικρά κοριτσάκια (2) για παρανύμφους.  Η νύφη έπρεπε νάχει φροντίσει ώστε να είναι φρέσκια – φρέσκια.  Ότι θα σ’ πώ τώρα γινότανε και τα πρώτα χρόνια, αλλά και σήμερα έτσι ακριβώς γίνεται.  Την ώρα λοιπόν που ξουρίζουν τον γαμπρό οι συγγενείδες λένε σχετικά τραγούδια όπως «ευχήσου με μανούλα μου τώρα στο ξύρισμά μου κι όλοι δίνουν λεφτά στα όργανα τα οποία έχει φέρει ο γαμπρός για να γλεντήσουνε μετά το γάμο.

δ)  Η τελετή του γάμου
Τα στέφανα κυρίως γίνονται πριν από το γιόμα.  Άμα η νύφη κι’ ο γαμπρός είναι από το ίδιο χωριό τότε παγαίνει ο κουμπάρος με το συμπεθεριό απ’ έξω από το σπίτι της νύφης και τραγουδάνε μέχρι να βγεί η νύφη έξω απ’ το σπίτι.  Τη νύφη τη βγάζουν έξω αγκαζέ τ’ αδέλφια της κι’ αν δεν έχει αδέλφια ο πατέρας της κι ο θείος της κι αν δεν έχει πατέρα οι αδελφές της.  Άμα έβγαινε έξω από το σπίτι η νύφη ο κουμπάρος με καμπόσους συμπεθέρους πηγαίνει στο σπίτι του γαμπρού τον παίρνει και τραγουδώντας όλοι μαζί συνοδεύουν το γαμπρό στην εκκλησιά.  Πρώτος φθάνει ο γαμπρός.  Οι υπόλοιποι συμπεθέροι απ’ άλλο δρόμο φθάνουν στην εκκλησιά με τη νύφη.  Εκεί ασπάζεται ο γαμπρός τη νύφη και μπαίνουν όλοι στην εκκλησία.  Άμα η νύφη ήτανε από άλλο χωριό κι’απ’ άλλο ο γαμπρός πάγαιναν πάντοτε οι σπεθέροι στο χωριό της νύφης που γινότανε ο γάμος. 
Σήμερα όμως γίνεται ο γάμος πολλές φορές και στο χωριό του γαμπρού.  Μέσα στην εκκλησιά ο παπάς κάνει τα στέφανα.  Τις λαμπάδες και το φόρεμα που πηγαίνει σα δώρο ο κουμπάρος στην εκκλησιά τα κρατάει ένα αγοράκι.  Όταν ο παπάς λέει τον Ησαία χόρευε όλοι ρίχνουν ρύζι και τριαντάφυλλα στους νιόνυμφους.  Όταν τελειώσει η τελετή όλοι ασπάζονται το γαμπρό και τη νύφη και παίρνουνε μπουμπουνιέρες. 

Μετά οι παντρεμένοι πιά πάνε στο σπίτι του γαμπρού.  Στο σπίτι του γαμπρού περιμένει η μάννα του, η οποία γύρισε γρήγορα στο σπίτι αμέσως μετά τη στέψη, ή μια προεστή με άσπρο μαντήλι χαϊρλίτικο.  Στο κατώφλι έχει βάλει (η μάννα) 1-2 ρόδια, σίδερο και τσεκούρι.  Όταν η νύφη φθάσει αφού ν’ ευχηθεί η πεθερά ανοίγει η νύφη το μαντήλι της. Μέσα στο μαντήλι έχει ζαχαράτα, μύγδαλα, φουντούκια, πορτοκάλια και τα πετάει δεξιά κι’ αριστερά για όλους.  Ακόμα μόλις η νύφη φθάσει στο σπίτι του γαμπρού (με το γαμπρό βέβαια) είναι πδί μ’ ένα πιάτο με ρύζι και διάφορα ζαχαρωτά τα ρίχνει στο κεφάλι της νύφης για να προκόψει και μετά πετάει το πιάτο πίσω στα κεραμίδια για να σπάσει απ’ ν’ άλλη μεριά του σπιτιού.  Τα παλιότερα χρόνια όταν πήγαινε η νύφη με τ’ άλογο στο σπίτι του γαμπρού της λέγανε  «πέζα νύφη» κι’ εκείνη έλεγε  «δεν πεζεύω, χάρισμα πολύ γυρεύω».  Αυτό το λέγανε 3 φορές κι άλλοι και η νύφη.  Μετά της έταζαν άλογο και η νύφη κατέβαινε ή της έταζαν γελάδα και τότε προσκύναγε.  Μετά το γάμο όλοι διασκεδάζουνε στο σπίτι του γαμπρού με τα όργανα που αυτός έχει φέρει.  Οι νιόνυφοι μετά το γλέντι ή κ’ αμέσως μετά το γάμο πηγαίνουν ταξίδι.  Στις 8 μέρες απ’ το στεφάνωμα όλοι οι συγγενείς του γαμπρού καλούνε το γαμπρό τη νύφη και τους φιλεύουνε ένα πιάτο, μαστραπά, σερβίτσιο.  Στις 15 μέρες τους καλούνε οι συγγενείς της νύφης και γίνεται το ίδιο.


Τα πρώτα χρόνια, σήμερα δεν γίνεται, μετά το γάμο την Τετάρτη άς πούμε άμα ο γάμος γινότανε Κυριακή, πάγαινε η νύφη με δυό άλλες γυναίκες στη βρύση και φίλευε τις άλλες γυναίκες που ήσαντε εκεί ή που ερχόσαντε για να πάρ(ου)νε νερό με λεφτοκάρυα και κουφέτα και κουλούρια.  Τη νύφη το πρώτο καιρό δεν την φωνάζανε με τ’ όνομά της, αλλά με τα’ όνομα του άντρα της.  Επίσης η νύφη έλεγε τον άντρα της αφέντη κι’ εκείνος την έλεγε κυρά.  Αυτά είναι τα σπουδιαότερα έθιμά μας γύρ’ απ’ το γάμο.