Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Ο Δοσίλογος

Ήταν Μάης του 1967.
Μετά από έναν χειμώνα όλο βροχές, συνηθισμένο φαινόμενο για το Αγρίνιο, η φύση είχε αρχίσει να ημερεύει, να χαμογελά. Όσο μπορούσε βέβαια να χαμογελά μ’ αυτά που συνέβαιναν τότε στην Ελλάδα.
Μόλις είχε περάσει το Πάσχα, το Πάσχα που όλοι εκεί στην γειτονιά το είχαν περάσει με αγωνία, φόβο, με νυχτερινές μυστικές  μαζώξεις από σπίτι σε σπίτι,  με φωτιές στις αυλές - και καλά ότι έβαζαν καζάνι για πλυσίματα. Αλλά στην πραγματικότητα έκαιγαν τα βιβλία του κυρ-Γιάννη, της θεια-Αριστέας, του μπάρμπα-Δήμου…
Απέναντι από το σπίτι της θεια-Λένης, σε ένα χαμηλό πέτρινο σπίτι με μια μεγάλη αυλή κι ένα πηγάδι στη μέση της, έμενε η κυρά-Μέλπω με τον γιό της.
Μικρόσωμη, γλυκομίλητη, φορώντας πάντα  μαύρα και  μαντήλι στο κεφάλι, έδειχνε μεγαλύτερη απ’ όσο πραγματικά ήταν.
Μια ζωή την θυμάμαι να πλένει στην σκάφη με τα ροζιάρικα, αποστεωμένα χέρια της, να απλώνει ρούχα, πολλά ρούχα και να σιδερώνει, να σιδερώνει…Παλιότερα το μαγκάλι έκαιγε μέρα-νύχτα, χειμώνα-καλοκαίρι για να έχει κάρβουνα για το σίδερο. Αργότερα αξιώθηκε και πήρε «ένα σίδερο της προκοπής», όπως έλεγε, όταν το αντικατέστησε με ηλεκτρικό.
Έτσι τον μεγάλωσε τον μοναχογιό της η κυρά-Μέλπω, πλένοντας ρούχα και καθαρίζοντας σπίτια. Παστρικιά, τα πάντα έλαμπαν στο σπίτι της και τα ασπρόρουχα που έπλενε λαμποκοπούσαν. Λουλακιασμένα και χιονάτα.
Και ο γιός της, ο Χρήστος της, της το αντάμειψε  με τον καλύτερο τρόπο. Πρώτος μαθητής στο σχολείο, φοιτητής μετά στην Ιατρική, με υποτροφία,  φαντάρος έπειτα  και τώρα έκανε το αγροτικό του κάπου στην Ήπειρο. Σχεδόν κάθε δεύτερο  Σαββατοκύριακο ήταν στο πατρικό του, να δει την μάνα του. Και η κυρά-Μέλπω δεν έπαιρνε πια δουλειά τα Σαββατοκύριακα. Εξάλλου την μάλωνε ο Χρήστος.
-Να σταματήσεις τώρα, δεν χρειάζεται να ξενοδουλεύεις.
Πού αυτή; Εκεί…πλύσιμο, άπλωμα, σιδέρωμα.
-Τη μέρα που θ’ ανοίξεις το γιατρείο σου, από ‘κείνη τη μέρα δεν θα ξαναδουλέψω, του ‘λεγε και τα μάτια της έλαμπαν.
Εκείνη την μέρα του Μάη,  η κυρά-Μέλπω περίμενε τον μονάκριβό της και η γειτονιά μοσχοβόλησε από τις πίτες της, το ζυμωτό ψωμί και τον χαλβά που λάτρευε ο Χρήστος της.
Παρά τη χαρά της όμως ένα βάρος την πλάκωνε, λες και κάτι κακό θα γινότανε. Σταυροκοπιότανε κάθε φορά που προσπαθούσε να διώξει το πλάκωμα με μια βαθιά ανάσα που κατέληγε σ’ ένα βαρύ αναστεναγμό.
Πριν καλά-καλά μεσημεριάσει, ένα μεγάλο γκρι αυτοκίνητο σταμάτησε στην γωνία του δρόμου. Ένας  καλοντυμένος άντρας βγήκε από την πόρτα του οδηγού, άνοιξε την πίσω πόρτα και με δυσκολία έβγαλε από το πίσω κάθισμα έναν μικρόσωμο γέρο. Κρατώντας τον από την μέση τον βοήθησε να σταθεί όρθιος, του έδωσε ένα μπαστούνι και τον συνόδευσε με αργά προσεκτικά βήματα, σέρνοντάς τον σχεδόν, μέχρι την αυλόπορτα της κυρά-Μέλπως.
Κοντοστάθηκαν στην σιδερένια αυλόπορτα και αφού ο γέρος κούνησε το κεφάλι του αρκετές φορές, δείχνοντας στον άλλον ότι αυτό είναι το σπίτι που έψαχναν, ο καλοντυμένος άντρας άνοιξε και τον έσυρε μέσα στην αυλή. Το τρίξιμο από την σιδερένια πόρτα της αυλής ακούστηκε σ’ όλη τη γειτονιά.
Οι γειτόνισσες πίσω από τα κουρτινάκια παρακολουθούσαν τους παράξενους επισκέπτες.
-Θέλει λάδωμα η ρημάδα, ακούστηκε η φωνή της  κυρά-Μέλπως που εμφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας,  σκουπίζοντας τα βρεγμένα χέρια της στην μπροστοποδιά της.
-Καλημέρα, Μέλπω, ψέλλισε ο γέρος.
Η κυρά-Μέλπω περιεργάστηκε τον γέρο και ξαφνικά τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Κι όταν, μετά από αρκετά λεπτά μπόρεσε να μιλήσει, η φωνή της  ήταν αγνώριστη. Η γλυκιά, σιγανή φωνή της μετατράπηκε σε τραχιά, άγρια κραυγή. Η μαζεμένη γυναίκα απλώθηκε, φάνταζε  δυό μέτρα ψηλή.
-Τι θες στο σπίτι μου;
-Μπορώ να περάσω μέσα; Ξέρω δεν είμαι ευπρόσδεκτος αλλά, αν γίνεται…σε παρακαλώ, Μέλπω…
Οι ψίθυροι από τα γειτονικά σπίτια… μελισσολόι.
- Ο Τσάκας, ο Τσάκας…Πω! Πω! Θα γίνει μεγάλο κακό!
-Το καθίκι! Ο χαφιές! Τι θράσος που το ‘χει!
Η κυρά-Μέλπω μέριασε και ο Τσάκας, όπως τον είπαν, πέρασε στην κουζίνα της. 
 Ο καλοντυμένος συνοδός του στεκόταν απ’ έξω, στην αυλή, όρθιος, με τα πόδια ελαφρώς ανοιχτά και τα χέρια του χαμηλά σταυρωμένα.
Η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο κυρ-Γιάννης, όλη η γειτονιά βγήκε στο δρόμο. Παρατάχθηκαν σχεδόν σε σειρά στο δρόμο, με σταυρωμένα τα χέρια τους  και  πρόσωπα αγριεμένα, απέναντι ακριβώς από την αυλόπορτα της κυρά-Μέλπως…
Στην μνήμη τους ήρθε η άγρια μορφή του Τσάκα, τότε στην Κατοχή, αγέρωχη, υπεροπτική. Ο φόβος και ο τρόμος  της γειτονιάς και όχι μόνο. Όλοι το ήξεραν ότι ήταν αυτός, που φορώντας την μαύρη κουκούλα, σήκωσε το χέρι και έδειξε τον Χρήστο, τον άντρα της Μέλπως, τον Θανάση, την Άννα…και τόσους άλλους.
Κι η Μέλπω, 17 χρονών κοπέλα, έγκυος τότε στον μονάκριβό της, δεν τον ξανάδε τον άντρα της, όπως και πολλοί άλλοι τους συγγενείς τους… Και στον γιό της, πέντε μήνες αργότερα, έδωσε το όνομα του άντρα της.
Τον Τσάκα είχαν να τον δουν από την απελευθέρωση. Εξαφανίστηκε. Δεν τον σήκωνε ο τόπος εδώ, βλέπεις.   
 Άλλοι έλεγαν ότι πέθανε, άλλοι ότι έφυγε από το Αγρίνιο για τον τόπο του. Δεν ήταν Αγρινιώτης, σώγαμπρος είχε έρθει εδώ.  Η γυναίκα του,  από την ντροπή για τον άντρα της, πήρε τα παιδιά της και έφυγε για την Αθήνα.
 Και τώρα, νάτος εδώ μπροστά τους, μισός πια, ράκος σωστό, να σέρνεται, αλλά εδώ. Και πού; Στο σπίτι της Μέλπως…
Αλήθεια τι ήθελε; Τι να λένε μέσα στο κουζινάκι της Μέλπως;
Το πανί που σκέπαζε την πόρτα της κουζίνας, τραβήχτηκε και ο Τσάκας πέρασε το κατώφλι προς την αυλή. Και η Μέλπω, με τραβηγμένο πρόσωπο, στάθηκε στο έβγα της πόρτας.
Ένα κουρέλι ανθρώπινο, ο Τσάκας, σέρνοντας τα πόδια του, βγήκε στο δρόμο, υποβασταζόμενος από τον συνοδό του.
Με χαμηλωμένο κεφάλι πέρασε μπροστά από την παραταγμένη γειτονιά. Μερικοί έφτυσαν στο διάβα του και μερικοί άλλοι τον αναθεμάτιζαν. Με βαριά, συρτά βήματα έφτασε στο αυτοκίνητο.
-Τσάκα, ακούστηκε η φωνή της Μέλπως  που είχε βγει στον δρόμο, αυτούς τους λογαριασμούς τους κρατάει ο Θεός. Απ’ Αυτόν να ζητήσεις συγχώρεση. Κι Αυτός θα κάμει τη δουλειά Του…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει το λέγει της και ο γέρος σωριάστηκε στο χώμα. Κανείς από τους γειτόνους δεν κουνήθηκε, μόνο ο καλοντυμένος συνοδός του έσκυψε από πάνω του και προσπαθούσε να τον σηκώσει.
Ξάφνου, στην γωνιά  του δρόμου εμφανίστηκε ο Χρήστος, ο γιός της Μέλπως. Πέταξε τον σάκο του κάτω κι  έσκυψε πάνω στον γέρο, προσπάθησε σαν γιατρός να τον συνεφέρει, αλλά μάταια…
Ο Τσάκας, άφησε την τελευταία του πνοή, στην γωνιά του δρόμου που πριν μερικά χρόνια, στεκόταν αγέρωχος και έδειχνε τα σπίτια του Χρήστου, του  Θανάση, της  Άννας…
Και πέθανε στα χέρια του γιού της Μέλπως.   

  Μελισσάνθη
agriniomemories