Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Έκανε εξορία και στην Κατούνα ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος

Προ ημερών πέθανε σε ηλικία 95 ετών το ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, στενός συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου και υπουργός των κυβερνήσεών του, Γιάννης Χαραλαμπόπουλος. O Γιάννης Χαραλαμπόπουλος είχε αναπτύξει έντονη αντιδικτατορική δράση, είχε φυλακιστεί στη Γυάρο, ενώ υπήρξε και αρχηγός του ΠΑΚ στην Ελλάδα.
Το www.tvxs.gr δημοσίευσε ένα αφιέρωμα στον Γιάνη Χαραλαμπόπουλο. Συγκεκριμένα  μια μαρτυρία του στο Στέλιο Κούλογλου όπου ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος περιέγραψε τις πρώτες αντιστασιακές κινήσεις πριν από τη δημιουργία του ΠΑΚ, τις εξορίες και τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Η μαρτυρία του είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση» που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Εστία. Στη μαρτυρία του αποκαλύπετι πως έκανε και εξορία στην Κατούνα. Αναλυτικά:
Η μαρτυρία του Γιάννη Χαραλαμπόπουλου
Το βράδυ του πραξικοπήματος είχα μια συγκέντρωση φίλων στο σπίτι μου, που ήταν τότε στην Βασιλέως Κωνσταντίνου, ακριβώς απέναντι από το άγαλμα του Τρούμαν. Και μείνανε οι φίλοι μου μέχρι τα μεσάνυχτα διότι την επομένη θα πήγαινα στη Μεσσηνία για να αρχίσει η προεκλογική μου περιοδεία. Κάθισα στο γραφείο μου, τακτοποιούσα ορισμένα χαρτιά, και κατά τις 2:00 η ώρα άκουσα θόρυβο. Πέρναγε ένα τάνκ μπροστά από το σπίτι και πήγαινε προς τα κάτω, προς το Στάδιο.  
Πάω να σηκώσω το τηλέφωνο, κλειστό το τηλέφωνο. Κατάλαβα ότι επρόκειτο περί πραξικοπήματος. Αφού κατέστρεψα ορισμένα χαρτιά τα οποία  εγώ θεωρούσα ότι δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια τους, έφυγα μέσα σε λίγα λεπτά και πήγα στη Ν. Σμύρνη, σε ένα φιλικό σπίτι. Έτσι, δεν συνελήφθηκα το πρώτο βράδυ. Διότι, μετά από λίγο, πήγαν στο σπίτι μου να με συλλάβουν. Και για ένα διάστημα, περίπου για ένα μήνα, πήγαινα από φιλικό σπίτι σε φιλικό σπίτι.
Κάποια στιγμή, είχα βρεθεί στην Λ. Αλεξάνδρας, σε ένα φιλικό σπίτι όπου εκεί ήρθε και με συνάντησε ο μακαρίτης τώρα, ο Τάσος Μήνης, για να συνεννοηθούμε για το πώς θα οργανωθούμε. Ήταν ένας γενναίος αξιωματικός έκανε πάρα πολλά με την οργάνωση που έφτιαξε κατά τη διάρκεια της αντίστασης εναντίον της δικτατορίας. Τον πρώτο μήνα συναντηθήκαμε και με άλλους φίλους της ομάδας του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως ήταν ο Αντώνης Λιβάνης, ο Λευτέρης Βερυβάκης, ο Παναγιώτης Κρητικός, ο Σάκης Πεπονής, ο Τάκης Κατσικόπουλος στο σπίτι του Σπύρου Νικολάου, στο τέρμα 3ης Σεπτεμβρίου, για να δούμε τι θα κάνουμε. Εκεί ιδρύσαμε την οργάνωση ΕΚΔΑ, το Εθνικό Κίνημα Δημοκρατικής Αντίστασης. Μου είχαν προτείνει να αναλάβω εγώ την ευθύνη της οργάνωσης αυτής, αλλά τους είπα ότι είναι καλύτερα να ηγείται μια πενταμελής ομάδα. Και πράγματι λοιπόν, εξελέγη μια πενταμελής ομάδα, ο Κατσικόπουλος, ο Δερυβάκης, ο Πεπονής, ο Λιβάνης κι εγώ, ως υπεύθυνοι αυτής της οργάνωσης. Εν τω μεταξύ, εμένα με συνέλαβαν, γιατί πήγα στο σπίτι νύκτα για να πάρω ορισμένα πράγματα και με περίμεναν.
…Έμεινα φυλακή ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, και μετά με έστειλαν εξορία στην Κατούνα της Αιτωλοακαρνανίας, όπου έμεινα μόνος μου εκεί για ένα χρόνο. Και μετά μας μαζέψανε τους μισ
ούς στην Μακρακώμη Φθιώτιδας και τους άλλους μισούς στο Θέρμο της Αιτωλοακαρνανίας. Το 1971, μας άφησαν τότε σχεδόν όλους από την εξορία, και το 1972 απεσύρθη ο Γιάννης Αλευράς από την ηγεσία του ΠΑΚ εσωτερικού για λόγους υγείας. Εγώ διατηρούσα μια επαφή με τον Ανδρέα Παπανδρέου μέσω της Αμαλίας Φλέμινγκ, η οποία ήταν στενή μου φίλη. Την είχαν απελάσει και είχε πάει στο Λονδίνο. Με είχε πάρει, λοιπόν, τηλέφωνο τότε και μου είπε ότι «ο Ανδρέας θα ήθελε να αναλάβεις την ηγεσία του ΠΑΚ εσωτερικού». Εγώ δέχτηκα και ανέλαβα  το 1972. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ, λόγω των μετέπειτα  εξελίξεων. …
..Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου εγώ είχα συλληφθεί βέβαια, είχε συλληφθεί και ο γιος μου και δεν γνώριζα ότι έπεσε ο Παπαδόπουλος, ήμουνα μέσα στην ΕΣΑ. Το έμαθα μετά ότι ανετράπη ο Παπαδόπουλος και ότι ανέλαβε ο Γκιζίκης, Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Ανδρουτσόπουλος πρωθυπουργός. Στην ΕΣΑ ήταν επικεφαλής, εκτός του Θεοφιλογιαννάκου, ένας Νικολόπουλος, ταγματάρχης. Εγώ όταν ήμουν στον στρατό, ήμουνα καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων, δίδασκα το μάθημα της Θερμοδυναμικής. 
Ο Νικολόπουλος λοιπόν, ήταν μαθητής μου. Εγώ ήμουν τότε ή ταγματάρχης ή αντισυνταγματάρχης και αυτός ήταν ανακριτής. Με καλεί στο γραφείο του για να με ανακρίνει. Αυτός καθόταν στην καρέκλα και μου λέει, «είμαι σε δύσκολη θέση που σας καλώ, σας είχα καθηγητή». Και άρχισε να με ρωτάει διάφορα. Εκεί, άρχισε να μου κατηγορεί τον Μαρκεζίνη και τον Παπαδόπουλο, χωρίς να μου πει όμως ότι έπεσε ο Παπαδόπουλος. Και μου λέει, «δεν θα αφήσουμε εμείς οι νέοι αξιωματικοί, που κάναμε την επανάσταση, να χαθεί αυτή η ευκαιρία για να αλλάξει η Ελλάδα. Και είμαστε διατεθειμένοι να σκοτώσουμε ακόμη και πέντε χιλιάδες ανθρώπους για να γλιτώσουμε την Ελλάδα από τους αναρχικούς και από τους κομμουνιστές και από τους Αριστερούς». Μου είπε αυτό το πράγμα σε μένα που ήμουν κρατούμενος, και καθηγητής του και βουλευτής και αξιωματικός.
Σε μια στιγμή, μου λέει, «πώς σας φέρονται εδώ;». Εγώ του είπα για τα βασανιστήρια που μου κάνανε. Αυτοί στέλνανε αργά τη νύχτα, στις 2:00 ή στις 3:00, τέσσερις με πέντε ΕΣΑτζήδες, ανοίγανε την πόρτα του κελιού και κτυπάγανε όπου βρίσκανε. Με κτυπήσανε στο κεφάλι πολλές φορές. Δεν μου κάνανε ατομικό βασανιστήριο όπως κάνανε στον γιο μου, αλλά με έδερναν μέσα στη νύκτα τρεις, τέσσερις, δήθεν μεθυσμένοι, και με βρίζανε. Το κάνανε αυτό τέσσερις με πέντε φορές. Όταν του το είπα, λέει, «λοιπόν, θα καλέσω τον αρχιφύλακα και θα του πω να σέβεται τον κ. Συνταγματάρχη» και κάτι τέτοια. Το ίδιο βράδυ, ήρθαν και με κτυπήσανε πάλι. Δηλαδή, με κορόιδευε. Που σημαίνει ότι τα βασανιστήρια που γίνονταν στον καθένα ατομικά, ήταν κατόπιν διαταγής, κατόπιν εντολής.
Ο γιος μου ήταν φοιτητής της Νομικής και στην ηγεσία του φοιτητικού κινήματος. Αλλά η χούντα είχε τότε διακόψει την αναβολή σε πενήντα περίπου συνδικαλιστές φοιτητές, μεταξύ των οποίων και στον γιο μου. Και ήταν φαντάρος κάπου στα σύνορα. Αλλά όταν ήρθε ο Μαρκεζίνης, τους απέλυσε αυτούς ώστε να ξαναέρθουν στα πανεπιστήμια. Έτσι, δεν πρόλαβε να φθάσει στο «Πολυτεχνείο» ο γιος μου, ήταν καθ’ οδόν, ερχόταν από τα βόρεια σύνορα προς την Αθήνα όταν έγινε η εξέγερση.

Ένα βράδυ, λοιπόν, ήρθαν εδώ πέρα να τον συλλάβουν. Εγώ όμως τον είχα ειδοποιήσει, κι ένας συγγενής μου τον περίμενε στο σταθμό του τρένου, τον πήρε και τον έκρυψε. Δεν τον βρήκαν. Την πρώτη βραδιά, λοιπόν, ήρθαν για τον γιο μου και τη δεύτερη βραδιά ήρθαν για μένα. Μπήκε μέσα ένας ταγματάρχης με το πιστόλι στο χέρι και με πήραν και με πήγαν στην Ασφάλεια. Μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα, έβλεπα από μια σχισμή της διαβρωμένης πόρτας του κελιού μου, ότι φέρνανε σωρηδόν παιδιά από το «Πολυτεχνείο», τα κτυπάγανε, τα κλωτσάγανε, τους βάζανε και γλείφανε το πάτωμα και τα λοιπά. Τους φέρνανε κατά ομάδες, να τους τρομοκρατήσουν. Αυτοί ήταν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Πέρασαν πάρα πολλοί και μια μέρα βλέπω και τον γιο μου, τον οποίο κτυπάγανε και βρίζανε, μπροστά στα μάτια μου. Δηλαδή, εγώ ήμουνα μέσα αλλά τον έβλεπα από τη χαραμάδα.
Για μια στιγμή λοιπόν, κάποιος από αυτούς με πήρε χαμπάρι και μου ανοίγει την πόρτα. Διότι υπήρχε κι ένα συρτάκι που το ανοίγανε αυτοί απέξω και βλέπανε τι κάνεις εσύ μέσα. Ανοίγουν, λοιπόν, το συρτάκι και με βλέπουν εμένα που είχα κολλήσει το μάτι στη σχισμή της πόρτας, και μπαίνουν μέσα, δεν με κτυπήσανε βέβαια, αλλά με βρίσανε, μου δώσανε μερικές κλωτσιές. Αυτή ήταν η επαφή με τον γιο μου στην Ασφάλεια. Να τον βλέπω να τον βασανίζουν. Δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω καθόλου με τον γιο μου στην Ασφάλεια. Ούτε φυσικά να τον συναντήσω.
Τον βασανίσανε δε τόσο πολύ που τον είχαν υποχρεώσει να υπογράψει δήλωση ότι με απαρνείται εμένα και τις ιδέες μου. Και βρέθηκε σε μια πίεση άνευ προηγουμένου μετά από τα βασανιστήρια. Στην ΕΣΑ της Νέας Φιλαδέλφειας βρήκε στην τουαλέτα μισό ξυραφάκι από αυτά που βάζαμε για να ξυριστούμε, και τραβάει μια ξυραφιά, κάπου οκτώ εκατοστά σε μήκος και δυο εκατοστά σε βάθος, ως εκ θαύματος ζει, δηλαδή. Έτρεχε το αίμα, προχώρησε αυτός, βγήκε έξω από την πόρτα τής τουαλέτας κι έπεσε κάτω. Κι ευτυχώς, βρέθηκε κάποιος από τους φύλακες, είδε το αίμα, τον πήρανε και τον πήγανε στο νοσοκομείο όπου τον υπέβαλαν σ’ εγχείρηση. Τον κρατήσανε αρκετό καιρό.
Εγώ δεν ήξερα τίποτα, γιατί εγώ ήμουν τότε στην Γυάρο, όπου με έστειλαν στις 23 Δεκεμβρίου του 1973. Εκείνη τη μέρα ήρθε η γυναίκα μου και μου έφερε μια βαλίτσα. Λέω, θα με πηγαίνουν στον Κορυδαλλό για δίκη για το ΠΑΚ, γιατί μου το είχε πει καθαρά ο Νικολόπουλος. Αλλά δεν με πήγανε για δίκη. Με πήρανε το βράδυ και με πήγανε στην Ασφάλεια, στον Περισσό, όπου εκεί είχαν φέρει μερικούς από τις στρατιωτικές φυλακές του Μπογιατίου, μεταξύ των οποίων, ο Νίκος Κιάος, ο Σαγιάς, ο Μανιός, ο γιατρός και άλλοι μεγαλύτεροι. 
Και με βάλανε σ’ ένα κελί, τι κελί δηλαδή, δεν είχε ούτε κρεβάτι ούτε τίποτα, όρθιος ήμουν, με τους εμετούς κάτω στο πάτωμα, με τέτοια πράγματα Και κατά τις 4:30΄ το πρωί, μας πήρανε, μας βάλανε σε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο, αλλά δεν μας περάσανε από κάποιο γνωστό σημείο ώστε να καταλάβω που μας πάνε, μας πηγαίνανε προς την κατεύθυνση του Κορυδαλλού αλλά δεν πήγαμε στον Κορυδαλλό, τελικά πήγαμε στον Πειραιά. Όπου εκεί, τα ξημερώματα περίπου, μας βάλανε σε ένα μεταγωγικό του στρατού. Ήμασταν όλοι-όλοι 26 και μας βάλανε κάτω στο αμπάρι. Σε αθλία κατάσταση όλοι, άλλοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν όπως ο Κιάος που ζαλιζόταν, τον είχαν τσακίσει στα βασανιστήρια. Ήταν και άλλοι μεγάλοι του ΚΚΕ, όπως ο Γιώργος Τρικαλινός, ο παλαιός δικηγόρος από τον Βόλο. Του λέω, «Που μας πάνε;». 
Δεν ξέρανε, αλλά με τις ώρες που προχωρούσε το καράβι, κατάλαβε ο Τρικαλινός και οι άλλοι ότι πάμε μάλλον στη Γυάρο, γιατί αυτός είχε εξοριστεί και άλλη φορά στη Γυάρο. Ήταν η δεύτερη ή η τρίτη φορά που πήγαινε στη Γυάρο ο Γιώργος Τρικαλινός.
Εγώ αρρωσταίνω στη Γυάρο, στράβωσε το στόμα μου και αναγκαστήκανε να με πάνε στο νοσοκομείο της Σύρου, στην Ερμούπολη. ..Έρχομαι λοιπόν στην Αθήνα συνοδεία αλλά αυτοί δεν με πήγανε στο νοσοκομείο αλλά στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Και είχα κι ένα μικρό σημείωμα, το οποίο έπρεπε να το δώσω για να φύγει προς το εξωτερικό, και μόλις είδα ότι παίρνουμε το δρόμο από την αμερικάνικη πρεσβεία για να πάμε στην ΕΣΑ, το βγάζω με τρόπο, του δίνω μια κλωτσιά – ήμουνα στο πίσω μέρος και δεν ήταν άλλος – και έφυγε, να μην το βρουν επάνω μου αυτό. Με πάνε λοιπόν στην ΕΑΤ-ΕΣΑ και με βάζουνε πάλι στο νούμερο μηδέν, το πρώτο όπως μπαίνεις δεξιά είναι το νούμερο μηδέν και αριστερά είναι του αρχιφύλακα. Με το φως αναμμένο, μου παίρνουν τα κορδόνια από τα παπούτσια, μου παίρνουν τη ζωστήρα, είχα κι ένα βαλιτσάκι με μερικά φάρμακα μέσα, γιατί έπαιρνα χάπια για το κεφάλι μου και για την πίεση, και με βάλανε μέσα.
Περνάει μια μέρα, περνάνε δυο μέρες, τίποτα. Την τρίτη ημέρα εμφανίζεται ο Κόφας, ο περιβόητος γιατρός, ο οποίος με είδε και μου λέει, «θα σας πάμε στο νοσοκομείο». Περνάνε δυο ημέρες, δεν με πάνε. Την τρίτη ημέρα, με πάνε στο νοσοκομείο της Αεροπορίας όπου εκεί με βάλανε σε ένα δωμάτιο το οποίο ήταν γύρω-γύρω επενδεδυμένο με λάστιχο. Εκεί βάζουν δηλαδή αυτούς που είναι ψυχοπαθείς για να μη χτυπήσουν, για να μην «τρώνε» το κεφάλι τους στον τοίχο. Είχαν βάλει απ’έξω φρουρούς της ΕΣΑ. Με αφήσανε δυο ημέρες σε αυτό το δωμάτιο και μετά με πήγανε σε άλλο. Πάλι κλεισμένη η πόρτα, πάλι δυο ΕΣΑτζήδες με πολιτικά απέξω. 
Μου κάνανε καρωτιδογράφημα που ήταν πολύ επικίνδυνο, από ότι έμαθα εκ των υστέρων, μήπως υπήρχε κάποια βλάβη στον εγκέφαλο, αλλά ευτυχώς δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα, και με ξαναγυρίσανε πάλι στην ΕΣΑ μετά από λίγες ημέρες. Εκεί λοιπόν, πρέπει να το πω αυτό, για να δείξουμε ότι υπήρξαν και άνθρωποι τολμηροί την εποχή εκείνη, ήταν ένας γιατρός νευρολόγος, αρχίατρος την εποχή εκείνη, ο Αγγελίδης, ο οποίος όταν μπήκε μέσα να με εξετάσει λέει, έτσι αιφνιδίως, στον έναν ΕΣΑτζή που καθόταν δίπλα μου, «Πήγαινε φέρε μου, δεν ξέρω τι. Και για μια στιγμή απομακρύνθηκε ο ΕΣΑτζής. Μου λέει τότε ο γιατρός, «Ο γιος σας είναι καλά και άμα θέλετε, μπορείτε μέσω εμού να στείλετε μήνυμα στην οικογένειά σας».
Εγώ από το κεφάλι υποφέρω ακόμα. Έχω κάνει τα πάντα, αλλά υποφέρω,ιδίως όταν αλλάζει ο καιρός . Διότι με κτυπήσανε πίσω πολλές φορές, κτυπάγανε όπου βρίσκανε αδιακρίτως, φως δεν υπήρχε μέσα, μπαίνανε μέσα και κτυπάγανε. Αλλά ο λαός δεν ήταν μαζί τους ποτέ. Βέβαια, τι μπορούσε να κάνει; Και αυτό που έχει σημασία είναι ότι την πλήρωσαν ανώνυμοι άνθρωποι. 
Δεν μιλάμε για τους επωνύμους, γιατί εγώ ήμουνα  βουλευτής, μπορεί να πει κανείς ότι υπήρχε και ένα έννομο συμφέρον, αλλά ένας απλός άνθρωπος γιατί να ρισκάρει να υποστεί βασανιστήρια, να πάει φυλακή; Εκεί φαίνεται το μεγαλείο της ζωής. Στους ανώνυμους. Όχι στους επώνυμους, σε μένα. Δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν. Τελικά, καταλήγει κανείς ότι αν δεν χυθεί αίμα δυστυχώς, αγώνες δεν γίνονται, αυτής της μορφής δηλαδή εναντίον μιας δικτατορίας. Εάν δεν υπάρξουν και αυτοί που θα πληρώσουν με τη ζωή τους ακόμα.

http://www.tvxs.gr