Του ΕΚΤΟΡΑ Γ. ΧΟΡΤΗ
Το μοναδικό μπακάλικο – καφενείο στεγαζόταν σε ένα παλιό ισόγειο χαμηλό σπίτι με μέτωπο προς τη δύση και με ενιαίο τον εσωτερικό του χώρο, για να εξυπηρετεί τις βασικές λειτουργίες του, αφού ήταν ο χώρος του καφενείου και ταυτόχρονα χώρος εμπορικής συναλλαγής.
Η πόρτα του ήτανε σιδερένια με αραιά κάγκελα, ενώ υπήρχε κι ένα παραθύρι, που έβλεπε στον στρωμένο με χοντρό χαλίκι αμαξιτό επαρχιακό δρόμο. Ο εξοπλισμός του εσωτερικού χώρου ήταν στοιχειώδης. Μερικά ράφια από σανίδες, ο πάγκος με το πέζο και τα σταθμά (οκά, μισή οκά, τέταρτο, δράμια), ένα μεγάλο τραπέζι και δυο μικρά και μερικές καρέκλες. Στα ράφια έβλεπε κανείς από μακαρούνια και νιόκο ως κασέτες με σπίρτα, πετρόλαδο, κλωνές, βαφές, ξεροσαρδέλες, μερικές σάκινες, με το λαβούτο σ’ εκείνη με το ρύζι, το μπρίκι, το πετρογκάζ … Ένα σύνολο ετερόκλητων πολύχρωμων πραγμάτων με ποικίλες μυρουδιές, όπου κυριαρχούσαν οι μυρουδιές του τυριού και του ρέγγου.
Τασάκια και λοιπά είδη … πολυτελείας δεν υπήρχανε.
Οι υπόλοιποι τοίχοι ήταν σχεδόν γυμνοί, με κάποιους πεσμένους στο σαλίτζο σοβάδες. Μόνο στον απέναντι απ’ τα ράφια τοίχο κρεμόταν μια αφίσα με δύο παραστάσεις: στα δεξιά «Ο πωλών τοις μετρητοίς», ντυμένος στην τρίχα και με τα «δεκαοχτώ του» σε ένα περιβάλλον – υπερπαραγωγή, και στα αριστερά «Ο πωλών επί πιστώσει», σύννους και κατηφής σε ένα παρακμιακό περιβάλλον (Η αφίσα για τη δακοκτονία είναι μεταγενέστερη).
Πέρα ακούεται η φωνή κάποιου χωριανού να βρίζει τη γαϊδούρα του: «Χα, ορή! Απάνου, διάολε! Στραβωμάρα έχεις;». Στο βάθος, λαγοκοιμάται ακουμπισμένος στο τραπέζι, όπου πριν από λίγο επαίζανε πρέφα, ο μπάρμπα Κλεψύδρας, γκρίζος με τα λεριά σκουτιά και τα ψαρά μαλλιά του. Στο διπλανό τραπεζάκι παίζουνε πικέτο, όπως σχεδόν κάθε μέρα, ο γερο- Άλφα με το γερο- Βήτα.
Ο γερο – Άλφα εκέρδαινε σταθερά δύο λουκούμια τη μέρα, κι ακόμα δεν επλήρωνε ποτὲ καφέ. Ο Βήτα δε θυμάμαι να κέρδεσε ποτέ του.
Ο συμπαίχτης του ήτανε αυτό που λένε «φίδι κολοβό». Αν μάλιστα εύρισκε κατάλληλη παρέα, έπαιζε και πρέφα, όχι όμως καπίκι. Εμάντευε – ήξερε σε ποιες χαρτωσές θα αγόραζε. Λένε, μάλιστα, πως δεν υπήρξε παρτίδα στην οποία να μην έβαλε άνθρωπο «μέσα» ή «σολαρία». Έπρεπε να γυρίσουνε τ’ απάνου κάτου, για να χάσει στην πρέφα.
Στο ίδιο τραπεζάκι επαίζανε «ρώμη» κάθε Κυριακή απόγιομα ο μπάρμπα Πόφλης με το μπάρμπα Κανίμα απ’ το Μανάση, σε έναν τιτάνιο αγώνα προσωπικής αξιοπρέπειας (τα ντέρμπι Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού ωχριούν μπροστά στη συγκεκριμένη τιτανομαχία), με σχολιαστή τον μπάρμπα Αναστάση, τον πιο καυστικό σχολιαστή του χωριού. Έξω απ’ το καφενείο, στο κοίλωμα ενός βράχου υπήρχε το υπαίθριο ουρητήριο για τους θαμώνες του καφενείου.
Το πρωινό είναι βροχερό. Στο μαγαζί επικρατεί απραξία κι ακούγονται μόνο οι χαρτοπαικτικοί όροι και το μέτρημα των πόντων στο πικέτο. Την ησυχία σπάει η θεία «Μαύρα» που μπαίνει μέσα μπουρμπουλωμένη και φουριόζα, με νια μποτίλια στο ’να χέρι και με το παιδάκι της στο άλλο, μουρμουρίζοντας για την κακή της μοίρα που την κατατρέχει.
Το μπακάλικο, βέβαια, σήμερα δεν υπάρχει, «δεν το λέει». Για μένα όμως θα παραμείνει εσαεί μπακάλικο και θα «το λέει» μέσα μου όσο ζω.