Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ. ΑΧΕΛΩΟΣ - ΑΡΑΧΘΟΣ - ΛΟΥΡΟΣ - ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ - ΚΑΛΑΜΑΣ



Από ανέκαθεν οι ποταμοί λατρεύονταν σαν θεοί, όχι μόνο γιατί αποτελούσαν πηγή κάθε εφορίας, αλλά και για τις ιαματικές ιδιότητες των νερών τους, που τις απέδιδαν στις Ναϊάδες νύμφες, που ζούσανε στις πηγές.                       

Στις αρχαίες γεωγραφικές γνώσεις και στον Όμηρο,   πληροφορίες αναφέρουν, πως τα ποτάμια ήταν παιδιά του Ωκεανού, απ τον οποίο έπαιρναν τα νερά τους και για το λόγο αυτό, τα ξαναγύριζαν πάλι σ αυτόν. 


          ΑΧΕΛΩΟΣ - ΑΡΑΧΘΟΣ - ΛΟΥΡΟΣ - ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ - ΚΑΛΑΜΑΣ



Ο ΑΧΕΛΩΟΣ 



Πρώτος γιος του Ωκεανού, ήταν ο Αχελώος, γνωστός απ τον αγώνα του με τον Ηρακλή, που του παρουσιάστηκε με σώμα γίγαντα και κεφαλή ταύρου. 

Τον Αχελώο, αγάπησε μια Μούσα, που γι άλλους μεν ήταν η Τερψιχόρη, γι άλλους δε η Μελπομένη, απ την οποία γεννήθηκαν οι Σειρήνες. 

Κόρες του Αχελώου ήταν και οι Νύμφες, που ζούσαν στα νερά και στις πηγές του.
Στις πηγές αυτές πήγαιναν να πάρουν νερό γονιμότητας, όσες επρόκειτο να έρθουν σε γάμο και προσέφεραν ως ανάθημα, χάλκινο βάτραχο.






Χαρούμενος συνοδός των Νυμφών, ήταν ο γιος του Ερμή, ο τραγοπόδαρος Πάνας, ο φύλακας των γιδοβοσκών, των κυνηγών και των τσομπαναραίων. 







Με τις καλαμένιες φλογέρες του,έπαιζε ολημερίς στα δάση γλυκές μελωδίες και ήταν πάντα ερωτευμένος, με τη μια ή την άλλη Νύμφη.  

   


Κατοικούσε στις άγριες κακοτοπιές, στα φαράγγια και τα τσουγκάνια και με τα άγρια χουγιαχτά του, κατατρόμαζε αυτούς που είχαν την απερισκεψία, να περάσουν απ τα μέρη του. 



0 Αχελώος, είναι ένας απ τους μεγαλύτερους ποταμούς της Ελλάδας και το μήκος του ξεπερνά τα 220 χιλιόμετρα.

Οι πηγές του είναι αμέτρητες και βρίσκονται χαμένες πάνω στους ορεινούς όγκους του Λάκμωνα, του Κότζιακα, στα Βαρδούσια, στα Άγραφα, στον Τυμφρηστό και στα Τζουμέρκα. 



Το ρέμα του Κρανιώτη και του Χαλικιώτη που κατεβαίνουν απ τους Καλαρίτες και την Κρανιά, ενώνονται με τον Τριπόταμο και λίγο πιο κάτω, συναντούν το ρέμα Καμνάϊ, που κατεβαίνει απ το Αυγό. 

Περνώντας το ποτάμι ανάμεσα στις αλυσιδωτές χαράδρες των βουνών της Πίνδου και ακολουθώντας την τεκτονική  κατεύθυνσή τους, κυλά Ν.Δ 

Απ το βουνό Γαύρογου και κάτω, το ποτάμι μπαίνει στην Αιτωλ/νία και ορίζει με τα νερά του τα σύνορα, μεταξύ των νομών Άρτας, Καρδίτσας και Ευρυτανίας. 






Αφού περάσει τη γέφυρα της Τέμπλας και τις χαράδρες που βρίσκονται κοντά στο Σακαρέτσι και τον Εμπεσό, χάνει τη ροή του και μπαίνει στην τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών, όπου εκβάλουν και τα ποτάμια Αγραφιώτης και Ταυροπός. 






Απ τη γέφυρα της Επισκοπής, μέχρι τη γέφυρα της Τατάρνας και το Φράγμα, η λίμνη πιάνει μια έκταση, 80 τετραγωνικών χιλ/τρων.

  







Τα νερά, κατεβαίνοντας το βαθύ φαράγγι των Κρεμαστών, και μαζεύονται στη δεύτερη τεχνητή λίμνη του Καστρακιού, για να χρησιμοποιηθούν ξανά στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και την άρδευση των εκτάσεων της Αιτωλ/νανίας. 



Κάτω απ το Καστράκι και τη σιδερένια γέφυρα της Σπολάϊτας και μέχρι χαμηλά που περνά ο κεντρικός δρόμος Αντιρίου - Ιωαννίνων, τα έργα προχωρούν για την κατασκευή και τρίτης τεχνητής λίμνης. 

Μετά, το ποτάμι διακλαδίζεται δεξιά και αριστερά, και περνώντας ανάμεσα στις λίμνες Οζερού και Λυσιμαχείας καταλήγει στην Κατοχή και εκβάλει στο Ιόνιο.  








       





 Παλιότερα, στη γύρω περιοχή του Αχελώου υπήρχαν απέραντα δάση, που ξεκινούσαν απ τα ψηλά με κουμαριές, μυρτιές, πλατάνια και Ιτιές κι έφταναν στα χαμηλά για να γεμίσουν τους βάλτους με αρμυρίκια, καλαμιώνες και βουρλιές. 















Στις μέρες μας, ολόκληρο το δέλτα του Αχελώου έχει 
υποβαθμιστεί απ τα αρδευτικά αυλάκια και τους αγροτικούς δρόμους, που σε φέρνουν σε κάθε απόμερη γωνιά, του απέραντου βάλτου του. 




Αναλογιέμαι κοιτάζοντάς τον, αν αυτός ο ταυροκέφαλος γιος του Ωκεανού, θα αντέξει στην τεχνολογική εξέλιξη του καιρού μας, για θα χαθεί μαζί με τους μύθους και τους θρύλους του,   στα κανάλια των κάμπων,,, ξεδιψώντας την αχόρταγη γη...







Ο ΑΡΑΧΘΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ



0 Άραχθος,,, ή ποταμός της Άρτας, μαζεύει νερά από πολλές πηγές της Πίνδου. 






Οι βορινότερες βρίσκονται στο Λάκμωνα. 




Περνώντας τα νερά αυτά νότια του Μετσόβου, ενώνονται με το Βάρδα, Παραπόταμο και Ζαγορίτικο, που κατεβαίνουν απ τα Ζαγόρια και το Μιτσικέλι.


Μικρά ποτάμια στην αρχή, ενώνονται με τον Καλαρητινό πού κατεβαίνει απ τούς Καλαρίτες και τα Τζουμέρκα. 

Απ τη συμβολή αυτή και κάτω, το ποτάμι παίρνει το όνομα Άραχθος και περνώντας μέσα από άγρια φαράγγια, ξεχύνεται στη μικρή κοιλάδα της Πλάκας. 





Εδώ βρίσκεται το ιστορικό Γεφύρι της Πλάκας, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα πέτρινα γεφύρια των Βαλκανίων.




Είναι φτιαγμένο με καλντερίμι και σκαλιά, για να μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν με σιγουριά -στο τόξο των 40 μέτρων του- άνθρωποι και ζώα.










Εδώ έγινε στις 29 Φλεβάρη του 1944. η συμφωνία Άρη Βελουχιώτη και Ναπολέων Ζερβα, για την ανατίναξη, της γέφυρας του Γοργοπόταμου. 




Θεωρείται η ωραιότερη γέφυρα των Βαλκανίων και η τρίτη στην Ευρώπη. 









Το πέρασμα αυτό, ένωνε παλιότερα την ορεινή περιοχή των Τζουμέρκων, με τα Γιάννενα. 



Λένε πως το γεφύρι, το έχτισε ο πρωτομάστορας Κων/νος Μπέκας το 1866. 





Δεν αποκλείεται όμως να είναι έργο των Δεσποτών της Ηπείρου ή και παλιότερο.



Ίσως να το έχτισαν   Ρωμαίοι γεφυροποιοί, που ήταν άριστοι τεχνίτες, στις πέτρινες θολωτές γέφυρες. 


Χαμένο μέσα στην παρθένα φύση, αναρωτιόσουν πώς γλύτωσε απ το χρόνο και τους πολέμους.

Στις 3-3-2015 τα ορμητικά νερά του Άραχθου αγρείεψαν. 

Η βροχή που έπεφτε ασταμάτητα για μια βδομάδα φούσκωσε τα νερά του ποταμού και το πανέμορφο γεφύρι της Πλάκας δεν άντεξε. 





Αφήνοντάς το πίσω μας, ανηφορίζουμε να βρούμε τις πιο ψηλές πηγές του Άραχθου. 


Το μεγαλείο της φύσης και τα βουνά των Τζουμέρκων, είναι στο δρόμο μας. 



Σ αυτά τα άγρια και απλησίαστα αυτά βουνά, κατοικούσαν άλλοτε οι Αθαμάνες. 








Σήμερα, λίγα αγώνα χωριά με ελάχιστους κατοίκους, απαγιάζουν στις πλαγιές των βουνών, πνιγμένα στο πεύκο και το έλατο, που εναλλάσσεται στις κατηφοριές με καστανιές, κέδρα, φτελιές και πουρνάρια.

Οι πυκνοφυτεμένες λαγκαδιές, τα απλησίαστα τσουγκάνια, οι καταρράχτες και τα φαράγγια, είναι απ τους χώρους της άγριας φύσης, που δύσκολα μπορεί, να απολαύσει κανείς.


Η άγρια βλάστηση, χωρισμένη σε υψομετρική κατανομή, απλώνει με αγριλιές, πουρνάρια, και αργές στα χαμηλά, με αείφυλλα, πλατύφυλλα και χαμηλά δάση πεύκου μέχρι τα 700μ, και ανεβαίνει με καστανιές, κέδρα και έλατα μέχρι τα χίλια μέτρα. 


Πάνω απ τα έλατα, αρχίζει ο αλπικός όροφος με χαμόκλαδα, τούφες, βούρτσες και πιτούλια, που κάνουν τις γύρω βουνοκορφές να φαίνονται γυμνές.



Το μονοπάτι που πήραμε, περνώντας μέσα από άγριες κακοτοπιές, ανεβοκατεβαίνει πολλές φορές σύριζα σε γκρεμούς, στηριγμένο με πέτρινες μάντρες και χάνεται πολλές φορές, μέσα στην άγρια φύση. 







0 τόπος ολόγυρα κρατά ασβούς, κουνάβια, αρπαχτικά πουλιά, εξαγριωμένες γίδες, και μαζί μ αυτά  λύκους, αγριογούρουνα, και πολλά τρωκτικά που εξαφανίζονται τρέχοντας, μέσα στις πυκνές συστάδες των δέντρων.  









Στο βάθος, υψώνεται η κορφή της Κακαρδίτσας με τα 2,5 χλμ ύψος και δίπλα της η Μπισκεύτιανη και ο Καταραχιάς που σχεδόν στην κορυφή του αναβίζουν οι πιο ψηλές πηγές του Άραχθου.





Δεν είναι συνηθισμένο φαινόμενο να βλέπει κανείς στην κορφή ενός βουνού σε 2200μ, να ξεπηδά μέσα απ τα σπλάχνα της γης, τόσο πολύ νερό. 



Οι πηγές βρίσκονται συνήθως σε χαμηλά μέρη, στις πλαγιές και στους πρόποδες των βουνών. 

Εδώ ξεχειλίζουν κατάκορφα. 



Θαυμάζεις τη φύση, καθώς βλέπεις ολόγυρά σου το νερό να ξεχειλίζει πεντακάθαρο και λαχταριστό, να μουρμουρίζει περνώντας ανάμεσα σε πέτρες, φτέρες, τούφες και πιτούλια,,, και να γίνεται τραγούδι βουερό το κατρακύλημα του, στους καταρράχτες.









Στις υγρές όχθες, η χλωρίδα είναι πλούσια, και η παρουσία των ενδημικών φυτών παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.












 Τα περισσότερα σπάνια και ενδημικά φυτά, φυτρώνουν κατά κανόνα στην αλπική και υπό-αλπική ζώνη και ανθίζουν συνήθως, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. 














Στην πλαγιά του γκρεμού, το γραφικό Ματσούκι το πιο 

ορεινό χωριό της περιοχής, απαγιάζει χωμένο στο γούπατο και τριγυρισμένο από αντάρες και σύννεφο-σκεπασμένες κορυφογραμμές. 




Χτισμένο με την ίδια του την πέτρα, οι άριστοι Ηπειρώτες χτίστες, το στόλισαν με μια ξέχωρη αρχιτεκτονική ευαισθησία, που εξυπηρετεί και βολεύει τις ανάγκες των κατοίκων.   


Τα σπίτια τα στέριωσαν γερά και με πελεκημένη πέτρα, για να αντέχουν στο βάρος του χιονιού και στο πέρασμα του χρόνου. 

Οι πέτρινες λιθοδομές τα γιοφύρια και τα καλντερίμια, συμπληρώνουν το σύνολο. 









Όμως, σε κάθε στροφή, νιώθεις τη μοναξιά και την απομόνωση.







Κτηνοτρόφοι οι κάτοικοί του, παλεύουν μια ζωή με τα στοιχεία της φύσης, και συνήθισαν σαν τα αποδημητικά πουλιά, πριν πέσουν τα πρώτα χιόνια, να παίρνουν τα κοπάδια τους και να κατηφορίζουν για τα πεδινά. 

Μέχρι να κλείσει ο καιρός, το χωριό έχει αδειάσει. 
Με τις πρώτες βροχές, θα πέσει η παγωνιά κι απ τον Οκτώβρη, θα σκεπαστεί με χιόνι. 



Όσοι ξέμειναν, άνθρωποι μεγάλης ηλικίας και μικρού εισοδήματος, κλείνονται στα σπίτια τους μέχρι να καταλαγιάσει ο καιρός και νάρθει ξανά η άνοιξη, που θα φέρει τους βοσκούς, με τις φαμίλιες και τα κοπάδια τους, απ τα χειμαδιά. 







Το καλοκαίρι, γεμίζουν τα καλντερίμια απ τα τρεχαλητά και τις φωνές των ξενιτεμένων,,, και μέχρι το δεκαπενταύγουστο, έχουν φτάσει και οι πιο μακρινοί, για να γιορτάσουν την Παναγιά τη Βίλιζα, την προστάτιδά τους. 







Δυο ώρες πορεία για το ξωκλήσι, σε μονοπάτι σκαμμένο στο βράχο του γκρεμού, αμείβεται με πατροπαράδοτα καλοψημένα φαγητά, φρέσκο ψωμί απο το σπιτίσιο φούρνο, και κατσίκι στη γάστρα. 



Αφήνοντας τον παρθένο βουνίσιο κόσμο, με την ιδιαίτερη γοητεία του, κατηφορίζουμε για τα πεδινά. 





Όλο το νερό του ποταμού, μαζεύεται στη θέση Πουρνάρι, 4,5 χιλ. Β.Α. της Άρτας, όπου έχει σχηματιστεί τεχνητή λίμνη 23.000 στρεμμάτων. 




Η λίμνη αυτή, έχει χωρητικότητα 865 εκ. κυβικά μέτρα νερού και χρησιμεύει για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. 







Μετά, τα νερά του Άραχθου περνώντας το γεφύρι της Άρτας ξεχύνονται στον Αμβρακικό σχηματίζοντας ατέλειωτους βαλτότοπους και λιμνοθάλασσες. 








Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΛΟΥΡΟΣ 

Μετά τον Άραχθο, σειρά έχει ο Λούρος, που είναι ένα ακόμη ποτάμι της Ηπείρου, που χύνεται στον Αμβρακικό.
Λόγιοι Ηπειρώτες του Ι7° αιώνα, αναφέρουν πώς το όνομα του ήταν Όρουρος και το ερμήνευαν, σαν το ποτάμι που ρέει εκ των Ορέων. 




Στη διαδρομή του το ποτάμι δέχεται τα νερά των πηγών που βρίσκονται στη κοιλάδα της Δωδώνης και στα χωριά Αλποχώρι- Θεριακίσι, Μηλιγγίσι, καί Μανωλάσσα. 













Μικρά ρυάκια στην αρχή, ενώνονται σιγά-σιγά και σχηματίζουν το Λούρο, που περνώντας μέσα από κατάφυτους πλατανιάδες, συναντά τα νερά των πηγών του Τέροβου, που αναβλύζουν στην μικρή λιμνούλα του. 

Απ τη λίμνη του Τέροβου και κάτω, το ρέμα του ποταμού ακολουθώντας Ν.Α. κατεύθυνσή, παράλληλη με το δρόμο Ιωαννίνων - φιλιππιάδας, πέρνα απ τα κατάφυτα κλεισορέματα κι ενώνεται με τα νερά των πηγών του Αι-Γιώργη, πού βρίσκονται στο έμπα της μικρής κοιλάδας του.  




Κάτω απ το καμπαναριό της εκκλησία, που έδωσε το όνομα της και στο χωριό, βρίσκονται, οι κύριες πηγές του Λούρου. 

Τα νερά των πηγών του Α-Γιώργη, λένε πώς έρχονται από υδροφόρα στρώματα, που βρίσκονται έξω από την λεκάνη απορροής του και δεν αποκλείεται να είναι τα ίδια με τα νερά του Καταραχιά, απ όπου πηγάζει ο Άραχθος και ο Αχελώος. 
Οι πηγές του Αι-Γιώργη υδροδοτούν πέρα απ τα χωριά του κάμπου την Φιλιππιάδας, την Αρτα, την Πρέβεζα, και τη Λευκάδα. 







Από εδώ έπαιρνε το νερό και η αρχαία πόλη της Νικόπολης στην Πρέβεζα, που κατά τον Στράβωνα στην ακμή της, μετρούσε 300.000 κατοίκους. 








Μεγαλόπρεπο υψώνεται ακόμη κάτω απ τον ΑΙ-Γιώργη το γεφυροτό Ρωμαϊκό κατασκεύασμα, που πάνω του περνούσε το νερό. 




Δίο-τρία χιλιόμετρα πιο κάτω, τα νερά αρχίζουν να λιμνάζουν και να δημιουργούν ένα καινούργιο βαλτότοπο, με το αργό γέμισμα της μικρής τεχνητής λίμνης, απ τα φερτά υλικά του ποταμού. 


Αυτή η τεχνητή λίμνη, έγινε το 1951 για την παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και είναι η πρώτη στην Ελλάδα. 

Άρχισε να λειτουργεί το 1954, με δύο μικρές μονάδες παραγωγής 5000 κιλοβάτ, που ηλεκτροδοτούσα αποκλειστικά, την Άρτα και τα Γιάννενα. 

Παλιότερα ή περιοχή αυτή είχε πολλούς βάλτους, δάση, υγρά λιβάδια και βοσκοτόπια, με πολλά κοπάδια ζώων. 
Κατά την παράδοση, το όνομά της ή Φιλιππιάδα, το πήρε απ τα πολλά κοπάδια ίππων που τρέφονταν στον κάμπο της και τι φιλία που είχαν οι κάτοικων της, γι αυτά. 
Τότε οι κάτοικοι, ζούσανε σε σπιτο-κάλυβα, πλεγμένα με βεργόξυλα και σκεπασμένα με σάλμα, καλάμια, φτέρες και άχυρα, που μάζευαν απ τους γύρω βάλτους. 

Ολόκληρη ή γύρω περιοχή, ήταν ένας παράδεισος άγριας ζωής, που έφτανε σε βάθος 20 χιλ απ τις ακτές του Αμβρακικού και κρατούσε πολλές και πλούσιες αποικίες από ερωδιούς, κύκνους, πελεκάνους και Πελαργούς. 








Όταν τα γύρω ψηλά δέντρα κόπηκαν, οι πελαργοί φώλιασαν πάνω στις στέγες των σπιτιών, στους στύλους της Δ.Ε.Η. και στα καμπαναριά. 



Κάτω απ τήν Φιλιππιάδα, και περνώντας το ποτάμι τη γέφυρα του Καλόγερου, ξεδιπλώνεται στον κάμπο, και δέχεται τα νερά και άλλων πηγών που βρίσκει στο δρόμο του. 

Επτά χιλιόμετρα νοτιότερα της Φιλιππιάδας και πριν το ποτάμι μπει στα βαλτοτόπια του, αρχίζει να γίνεται πλωτό σε μικρά πλεούμενα. 






Κοντά στο χωριό Κερασούντα και πάνω απ το ποτάμι, υψώνονται σε ένα μικρό γήλοφο τ απομεινάρια του κάστρου των Ρωγών, με τη μακρόχρονη ιστορία του.



Το κάστρο αυτό, μαζί με της Ελάτριας στον Παλιόλοφο, και της Πανδαισίας στον Αχέροντα, είναι απ τα αρχαιότερα σωζόμενα τείχη της Κασσωπαίας. 





Στα καλοδιατηρημένα τείχη, εύκολα ξεχωρίζει κανείς, τις κατασκευές, επεκτάσεις και επισκευές, που έγιναν απ τους κλασικούς χρόνους μέχρι τους τελευταίους χρόνους του Βυζαντίου, του Δεσποτάτου της Ηπείρου και του Μεσαίωνα. 

Σαν μυθικός χτίστης του κάστρου αυτού, αναφέρεται ο Βουχέτας, ο γιος του Εχέτου, του σκληρού βασιλιά της Ηπείρου.
Απ τα κτίσματα της μεσαιωνικής πόλης, το μόνο που έχει σωθεί είναι ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, που χτίστηκε στη θέση του ναού του Ευαγγελιστή Λουκά, που περιγράφει ο περιηγητής Κυριακού απ την Αγκώνα, που επισκέφτηκε το κάστρο με καΐκι, το 1440.


Το κάστρο, μνημονεύεται σαν επίνειο, του αποικιακού κράτους των Ηλείων στον Αμβρακικό, που είχαν πρωτεύουσα τους την Πανδοσία, στην κοιλάδα του Αχέροντα. 

0 Φιλοστέφανος, αναφέρει πως τα Βούχετα, χρωστούν το όνομά τους στη θεά Θέμιδα, που ήρθε μέχρι εδώ καβάλα σ’ ένα ταύρο, τα χρόνια που έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. 

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως η λατρεία της Θέμιδος στα Βούχετα και στην Ήπειρο, ήρθε απ την Ολυμπία, μιας και η περιοχή αυτή. ήταν τότε αποικία των Ηλείων. 

Στους πρόποδες του λόφου, απλώνεται το ψαροχώρι της Στρογγυλής κι ολόγυρα, η απεραντοσύνη μιας μόνο μικρής έκτασις του δέλτα του Λούρου.


Μια περιπλάνηση στα Βούχετα, που δημιούργησε με τις προσχώσεις του ο Λούρος, μας δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουμε πως οι ελώδεις εκτάσεις, οι βάλτοι, και οι τυρφώνες, αποτελούν μοναδικούς χώρους, άγρια ζωή.  

Απ’ τους βάλτους αυτούς και κάτω, ο Λούρος ξανοίγεται ανάμεσα στην Σαλαώρα και στον όρμο της Νικόπολης, και σχηματίζει τη ρηχή λιμνοθάλασσα της Ροϊδιάς, που σοδιάζει στο Τσουκαλιό, που είναι ένα απ τα μεγαλύτερα φυσικά ιχθυοτροφεία του Αμβρακικού. 
H περιπλάνηση στα ακρογιάλια, στους πανέμορφους όρμους και στα φυσικά ιχθυοτροφία του Αμβρακικού, είναι μια μοναδική απόλαυση. 
                      
                           Δες το  <Αμβρακικός... Αυτός ο βιότοπος>




Ο ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΤΑΜΟΣ 




Η Ελληνική γη, αυτή που συχνά τη λέμε ξερή και άγονη, έχει μια χλωρίδα που κατατάσσεται ανάμεσα στις ωραιότερες και πλουσιότερες της Ευρώπης.









Η ποικιλία και η ομορφιά των φυτών που βρίσκουμε μέσα σε λόγγους, χαράδρες, ρουμάνια και ριζιμιά, είναι ατέλειωτη και διαρκεί ολόκληρο το χρόνο. 








6000 διαφορετικά είδη φυτών, σκαρφαλώνουν στις απότομες βουνοπλαγιές, στους βράχους, και στα φαράγγια κι ανασαίνουνε βαθιά, τη πνοή της θάλασσας. 






Ανάμεσά τους, υπάρχουν σπάνια, αγριολούλουδα και βότανα, που ένα στα δέκα, είναι μοναδικά στον κόσμο. 




Πέρα από μερικές δεκάδες δέντρα και λίγους μεγάλους θάμνους όλα τα άλλα είδη της Ελληνικής χλωρίδας, είναι φυτά μονοετή ή πολυετή, ποώδη και χαμόκλαδα, που κάνουν ωραιότατα λουλούδια. 















Η χαράδρα του Βίκου, το φαράγγι της Σαμαριάς, οι πλαγιές του Παρνασσού, και οι απότομοι γκρεμοί του Αχέροντα, είναι μερικά, απ τα πλουσιότερα σε φυτά και βότανα, μέρη του τόπου μας. 

Τρεις ώρες με τα πόδια, απ τη Γλυκή στο Σούλι, σε φέρνει ένα στενό μονοπάτι χαραγμένο στο βράχο της δεξιάς πλαγιά του φαραγγιού του Αχέροντα, προσκυνητή στη φύση... 








Ολόγυρα, ορθό-πλαγιές, γκρεμοί και ρουμάνια, είναι κατάφυτα από δέντρα και θαμνώδη βλάστηση. 



Ανάμεσά τους, την πρώτη θέση κατέχουν τα βότανα, που το όνομά τους το πήραν απ το βοτανίζω, ή μαζεύω φυτά ενός είδους, σε ορισμένη εποχή. 




Στην αρχαιότητα, βότανα λέγανε όλα τα φυτά που στο μάσημα τους, παρουσίαζαν πικράδα, γλυκάδα, ή αρωματική γεύση και πίστευαν, πως είχαν μαγικές ικανότητες και ανακούφιζαν ή θεράπευαν αυτούς που τα έπαιρναν. 





Το μονοπάτι που πήραμε, ανεβοκατεβαίνει πολλές φορές στην απότομη χαράδρα, μέχρι να φτάσει χαμηλά, εκεί κάτω, στην κοίτη του ποταμού.



                 Μέσα στο βουητό του νερού, ο στρατοκόπος, αποκοιμήθηκε στην όχθη του Αχέροντα. 

Και τι να πρώτο-ονειρευτεί, σε τούτο τον τόπο... 

Τους άλογά-ανθρώπους και τους τραγοπόδαρους που κυνηγούσαν ολημερίς Ορειάδες και Δρυάδες νύμφες, για τη ζωή του κάτω κόσμου, με τα βρύα, τους ασφοδέλους, το Ραδάμανθο, το Μίνω ή τον Αίακα....





0 Αχέροντας ποταμός, που το όνομά του σημαίνει νερό που τρέχει, -Άχη Ρέων- πηγάζει στα βουνά του Σουλιού και χύνεται στο Ιόνιο, κοντά στο χωριό Πλάντζα, νότια της Πάργας. 



Στους αρχαίους χρόνους, το όνομά του, είχε γίνει συνώνυμο του Άδη και το ποτάμι, ο δρόμος απ όπου περνούσαν οι ψυχές, να πάνε στο κάτω κόσμο. 









Ρυτιδιασμένα πετρώματα και γλιστερά βράχια παράξενα διαβρωμένα με πολύμορφα σχήματα, σε γεμίζουν φόβο και δέος. 











Τα σκοτεινά σπήλαια, μέσ απ όπου ξεπηδούν με βουητό τα νερά, μαζί την απλησίαστη αγριότητα του τοπίου και τα απόκρημνα φαράγγια, έγιναν αφορμή να λένε, πως κάπου εδώ γύρω, ήταν οι πύλες του Αδη. 





Κάτω απ το γκρεμό της σκάλα της Τζαβέλαινας, υπάρχει η κυριότερη πηγή του Αχέροντα -στους πρόποδες του βουνού Γκορίλας- που ξεπηδά το νερό με βουητό μέσα απ τα σπλάχνα της γης .








Κατά την τοπική παράδοση, ζούσε άλλοτε δράκοντας εδώ, που μόλυνε τα νερά της πηγής και τάκανε πικρά και θανατηφόρα.



Το Δράκοντα αυτόν, τον σκότωσε ο Άγιος Δονάτος και για να μην ξεχαστεί το γεγονός, όλη η γύρω περιοχή μαζί με την πόλη της Παραμυθιάς ονομάστηκε Αιδονάτη,,, κι επειδή τα νερά της πηγής ξανάγινα γλυκά και πόσιμα, το κοντινότερο χωριό, ονομάστηκε Γλυκή.




Δεξιά και αριστερά στις όχθες του ποταμού, έχουν χτιστή ξωκλήσια αφιερωμένα στον Άγιο Δονάτο, που είναι ο μόνος διασωθείς με χριστιανικό όνομα, χθόνιος θεός των αρχαίων, Αϊδωνευς και η μνήμη του τιμάται στις 30 του Απρίλη.



Λίγο πιο κάτω απ το χωριό Γλυκή, το ποτάμι ξαπλώνει και δέχεται τα νερά του Βουβού, σχηματίζοντας λίμνη. 



Η άγρια βλάστηση ριζωμένη στις όχθες, ρουφά απ τη γη φώσφορο, θειάφι και άζωτο, παράγοντας πρωτεΐνες, που είναι απαραίτητες, σε ανθρώπους και ζώα. 

Οι βλαστοί, μεταφέρουν τροφή και νερό στα φύλλα, που ασχολούνται με τη θαυμαστή φωτοσύνθεση. 

Στην πυραμίδα της ζωής τα φυτά, έπαιξαν και παίζουν τον κυριότερο ρόλο... 






Δημιούργησαν το φυσικό περιβάλλον, που θα δεχόταν πρώτα τα ζώα κι αργότερα τον άνθρωπο και με το λουλούδι, επινόησαν το σύστημα της αναπαραγωγής με αρσενικά και θηλυκά στοιχεία, που συνεργάζονται μεταξύ τους, για τον πολλαπλασιασμό του είδους. 


Η ωριμότητα για πολλαπλασιασμό, εκδηλώνεται με έντονο άρωμα, με ωραία χρώματα, ή και με γεύση ακόμα, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σ ένα ολόκληρο μικρόκοσμο να στριφογυρίζει γύρω τους. 












Αυτός ο μικρόκοσμος, εργατικός, αδιάκριτος και έξυπνα καμουφλαρισμένος μέσα στο φυσικό περιβάλλον, βρίσκοντας την τροφή του, μεταφέρει από φυτό σε φυτό τη γύρη, για τον πολλαπλασιασμό τους.. 



Το λουλούδι όταν γονιμοποιηθεί χάνει το άρωμά του και όλη του η προσοχή στρέφεται στον καρπό, που αρχίζει να φουσκώνει. 

Αυτό το ασήμαντο πράγμα, έχει μέσα του τη δυνατή να δημιουργήσει ένα ολόκληρο καινούργιο φυτό, που μέσα στο οικοσύστημα, θα πάρει και θα δώσει τα στοιχεία εκείνα, που διατηρούν την ισορροπία στη φύση. 












Πιο κάτω το οικοσύστημα αλλάζει.. Άλλα φυτά και άλλα ζώα.
Τα φυτά εδώ λέγονται υδροχαρή, γιατί αγαπούν το νερό. 


-Τι άραγε νάνε αυτά; Ρώτησα ένα μικρό... 
-Οι ψυχούλες των νεκρών, μου απάντησε. 
-Τριγυρίζουν εδώ, μέχρι να πάνε στον κάτω κόσμο. 

Ο κάτω κόσμος, είναι ένας ακαθόριστος τόπος, που κατοικείται από σκιές.
Το μονοπάτι που οδηγεί εκεί -λέει ο Βιργίλιος- αρχίζει εκεί  που ο Αχέροντας, ο ποταμός των δακρύων, δέχεται τον Κωκυτό, τον ποταμό των στεναγμών. 
Εκεί είναι και ο Φλεγέθων, ο ποταμός της φωτιάς, η Στίγα, ο ποταμός του απαράβατου όρκου που δίνουν οι θεοί,,, και η Λήθη, ο ποταμός της λησμονιάς. 
Ένας γερο βαρκάρης, ο Χάροντας, μεταφέρει τις ψυχές των νεκρών, στην απέναντι όχθη, που βρίσκεται η αδαμάντινη πύλη του Τάρταρου. 
Στη βάρκα του θα δεχτεί μόνο τις ψυχές αυτών, που έχουν ταφεί κανονικά και που στα χείλη τους, έχουν αφήσει οι συγγενείς, την αμοιβή του. 




Τριγύρω,σκοτεινιά και κρύο....

Υπάρχουν απέραντες ερημιές με παράξενα ωχρά σαν ίσκιους λουλούδια και λιβάδια γεμάτα με ασφόδελους.



Μέσα στον Αδη, είναι το παλάτι του Πλούτωνα, αλλά κανείς δεν το περιγράφει. Λένε μόνο, πως έχει πολλές πύλες και είναι γεμάτο από αναρίθμητους επισκέπτες. 

Απ την περιοχή της Παραμυθιάς και το βουνό Σελιάνης, απ όπου πηγάζει και ο Κωκυτός ποταμός, -που σήμερα τον λένε βουβό- διασχίζει στη μέση τον κάμπο της Παραμυθιάς, και λίγο πιο κάτω, συναντά τον Αχέροντα. 




Εκεί που τα δυό ποτάμια συναντιούνται και σχηματίζουν την Αχερουσία λίμνη, βρίσκεται και το μαντείο των νεκρών. 



Αραδιασμένα τ απομεινάρια του, πάνω στην κορυφή του μικρού λόφου, μαρτυρούν αλήθειες και θρύλους, μιας άλλης εποχής. 




Σ’ αυτό το νεκρικό μαντείο, ερχόταν φίλοι και συγγενείς των νεκρών, να ζητήσουν απ αυτούς, χρησμό για τα μέλλοντα. 


Οι επικαλούμενοι χρησμό, κοιμόταν πάνω στα δέρματα ζώων που θυσίαζαν, και πίστευα πως το είδωλο του νεκρού, θα εμφανιζόταν στον ύπνο τους.

Οι ιερείς που ζούσαν μόνιμα εδώ, φρόντιζαν για την επικοινωνία αυτή, δίνοντας τους βότανα και κρασιά, που τους οδηγούσαν σε έκσταση. 
Ανέβαζαν τον δήθεν νερό με αυτοσχέδια μηχανήματα κι αυτός, έδινε χρησμούς για τα μέλλοντα, γι αρρώστιες, και πιο συχνά. οδηγίες για το πως να βρουν, κάποιο χαμένο θησαυρό. 




Κάτω απ το μαντείο, απλώνεται η Αχερουσία λίμνη, με τα βαλτοτόπια, τα βρύα, και τους ασφοδέλους.  



Σήμερα, απόμειναν λίγα υδρόβια φυτά να χορεύουν μέσα στο ρέμα του νερού, πανάρχαιους ρυθμούς κι ολόγυρά τους οι ψυχούλες των νεκρών.







Στα τελευταία χιλιόμετρα της ροής και πριν το ποτάμι χυθεί στο Ιόνιο, το ποτάμι γίνεται πλωτό, κι ευχάριστό για μια βόλτα, με βάρκα. 









Δεξιά και αριστερά, φυτρώνουν καλαμιώνες, αρμυρίκια, λεύκες και ιτιές, με κρεμασμένα στα κλωνιά τους φωλιές αηδονιών. 

















Στις εκβολές εκεί που το κύμα της θάλασσας ξεψυχά στα ήσυχα νερά του ποταμού, οι προσχώσεις, σχημάτισαν ένα σίγουρο αραξοβόλι, για τα θαλασσο-δαρμένα τρεχαντήρια και τις ψαροπούλες του Ιονίου. 

Τούτες τις ώρες, που ο ήλιος γέρνει στη δύση του, νοιώθει κανείς. πιο έντονα τη μαγεία που εξασκεί η φύση πάνω του.



Ο Αχέροντας με την ομορφιά του τοπίου του,πέρα απ το ότι είναι ένας σπουδαίος βιότοπος,  είναι μια πρόκληση γι’ αυτούς που έρχονται και φεύγουν, χωρίς να γνωρίσουν, την ομορφιά της φύσης. 











Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΚΑΛΑΜΑΣ


0 Καλαμάς που λέγεται και Θύαμις, απ την παλιά ονομασία της επαρχίας Θυάμιδος, είναι ένα απ τα ωραιότερα ποτάμια της Ελλάδας. 



0 Θουκυδίδης, ιστορεί πως με τη ροή του, όριζε τα βόρεια σύνορά της Θεσπρωτίας που ξεκινούσαν απ τον Αχέροντα και τέλειωναν εδώ. 




Πηγάζει απ τα βουνά της Ηπείρου και χύνεται στο Ιόνιο, βόρεια του όρμου της Ηγουμενίτσας. 



Όλη η περιοχή που διασχίζει το ποτάμι είναι ορεινή, με ποικιλόμορφο ορίζοντα και κατακόρυφο διαμελισμό. 





Μαζεύει νερά από δεκάδες μικρές πηγές που βρίσκονται σκορπισμένες στα βουνά της Παγωνιανής, των Φιλιατών στη Μουργκάνα, και τον Κατσιδιάρη.



Οι πρώτες πηγές του, βρίσκονται στο όρος Νεμέρσκα και κατηφορίζουν προς τα δυτικά, με το τοπικό όνομα Λαπάνσης. Μετά δέχεται και τα νερά απ τις πηγές της κάτω Μερόπης και παίρνει το όνομα Τόρμος. 

Ο Τόρμος ακολουθώντας Ν.Δ. κατεύθυνση και περνώντας ανάμεσα στα βουνά Κασιδιάρη – Γράμπαλι - και Μιτσικέλι, ενώνεται με τα νερά που έρχονται απ τις κυριότερες πηγές του ποταμού, που βρίσκονται στην περιοχή Βέλα – Καλπάκι-και Δολιανά. 


Στις πηγές αυτές και στα γύρω ρυάκια φυτρώνουν πολλά καλάμια, απ τα οποία πήρε και τ όνομά, Καλαμάς. 




Η περιοχή των πηγών Βελλάς - Καλπάκι και Δολιανών είναι αξιοπρόσεχτη σαν ο κύριος βιότοπος του ποταμού, που πέρα απ τα καλάμια του, φροντίζει μια πλούσια ποικιλία ζώων, δέντρων, φυτών και θάμνων. 












Τα λουλούδια της ημιορεινής ζώνης του Καλπακίου, αν όχι σπάνια, είναι αξιοπρόσεχτα και προκαλούν το θαυμασμό αυτών που έρχονται απ τη νότιο Ελλάδα. 



Όλη η γύρω περιοχή, είναι ένας παράδεισος λουλουδιών, που θα μπορούσε κανείς να τη συγκρίνει, με ένα εργαστήρι έρευνας και παρατήρησης. 


Αλλού τα λουλούδια, λίγο τα προσέχει κανείς.
Στην Ελλάδα όμως, που είναι η χώρα της πέτρας του βράχου και των απότομων βουνών, η παρουσία του ζωηρόχρωμου λουλουδιού, έρχεται σαν έκπληξη. 








Στα πολύ παλιά χρόνια, τότε πού οι μύθοι έπαιρναν τη μορφή τους, οι άνθρωποι ένοιωθαν τη ζωηρόχρωμη ανθοβολή των λουλουδιών σαν θαύμα και τη συσχέτισαν κατά κάποιο μυστηριακό τρόπο, με τις ουράνιες δυνάμεις, που τα δημιούργησαν. 


Πίστευαν πως κάθε όμορφο λουλούδι δεν ήρθε από μόνο του στη γη, αλλά πως κάποιος θεός το δημιούργησε, για δική του χρίση. 
Έτσι οι πρώτοι μυθοπλάστες, έφτιαξαν όμορφες ιστορίες, για την ύπαρξη των λουλουδιών. 




Πολλά απ τα λουλούδια πίστευαν πώς γεννήθηκαν από ένα δάκρυ που έπεσε στη γη ή από μια σταγόνα αίμα. 

Άλλα πάλι, πως ήρθαν με τον άνεμο η τα έφερε ένα αστέρι και άλλα πως φύτρωσαν από μόνα τους, για να θρηνήσουν το θάνατο ενός νέου. 






Οι μύθοι του Νάρκισσου, του Άδωνη, του Υάκινθου, του Ζέφυρου, της Ανεμώνας και τόσων άλλων, είναι στημένοι έτσι, ώστε να έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το χαρωπό λουλούδι, που δικαιώνει το θάνατο. 

Από εδώ και κάτω, το ποτάμι ακολουθώντας την τεκτονική γραμμή της περιοχής και περνώντας τις χαράδρες που βρίσκονται κάτω απ τη Βύσσινα, κατευθύνεται νότια μέχρι να φτάσει στη γέφυρα της Νεράιδας. 
Σε όλη τη διαδρομή του, το ποτάμι πλαισιωμένο από ιτιές, πλατάνια και καλαμιές στριφογυρίζει πότε δεξιά και ποτέ αριστερά μέχρι να φτάσει στην κυριότερη γέφυρα που ενώνει τους Φιλιάτες με την Ηγουμενίτσα και είναι η σιδερένια γέφυρα της Βρυσέλας -όπως τη λένε- απ το χωριό πού βρίσκεται κοντά της. 

Απ τη γέφυρα της Βρυσέλας και κάτω το ποτάμι χάνει τελείως τη ροή του και μπαίνει σε μια στενόμακρη τεχνητή λίμνη που σχηματίστηκε απ το φράγμα που είναι το πρώτο αντιπλημμυρικό έργο, που έγινε μεταπολεμικά στην Ελλάδα. 

Παλιότερα το ποτάμι ξέσπαγε κάθε χειμώνα και με τα νερά του προκαλούσε μεγάλες καταστροφές, στη γεωργία της περιοχής. 




Με την κατασκευή του έργου, τα νερά κρατιούνται στο φράγμα και η στάθμη της λίμνης ανεβοκατεβαίνει στις όχθες της, ανάλογα με την ποσότητα του νερού. 



Με το φράγμα αυτό, άλλαξε και η κοίτη του ποταμού που μέχρι τότε χυνόταν Β.Δ. του όρμου της Ηγουμενίτσας και το ποτάμι ξαναγύρισε στην παλιά του θέση, εκεί που ήταν πριν από 350 χρόνια. 



Τα ιβάρια Βόντας, Λούτσας, Καλάγκας και Βατάσας, οφείλουν την ύπαρξή τους στην κοίτη του ποταμού που πριν από 35 χρόνια χυνόταν εδώ. 
Στις εκτάσεις των ιβαριών και στα ρηχά, το κύμα της θάλασσας και το ρέμα του ποταμού, σχημάτισαν λουρίδες γης, που σκεπάστηκαν από μια χαρακτηριστική βλάστηση. 








Πίσω απ’ τα φυσικά φράγματα που χρησιμεύουν σαν όρια άγρια και ήμερη ζωή, απλώνονται οι καλλιεργημένες εκτάσεις που φτάνουν μέχρι τους πρόποδες του Λυκογιάννη, που ορίζει τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. 


Στις εκβολές του ποταμού, εκεί που το ρέμα συναντιέται με τη θάλασσα, σχηματίστηκαν ρηχές προσχωματικές λουρίδες άμμου που φιλοξενούν όλο το χρόνο χιλιάδες πουλιά. 





Καθώς ο ήλιος γέρνει, η πλαγιά του Λυκογιάννη με τα Ελληνοαλβανικά φυλάκια στην κορφή της, γεμίζει από σκιές που όλο και μεγαλώνουν με το πέσιμο της μέρας. 



Τούτες τις ώρες, στα λιμανάκια και στις σκάλες της Μπαστιάς είναι αραγμένα λογής – λογής πλεούμενα, περιμένοντας το λιόγερμα να ξανοιχτούν για ψάρεμα,  στα ανοιχτά. 




Μέχρι τότε, το ρίξιμο του πεζόβολου για κάνα λιανόψαρο, που θα συμπληρώσει το ούζο της αναμονής, είναι στο καθημερινό πρόγραμμα. 



Τα παράλια του Ιονίου, που ξεκινάνε από δω και φτάνουν μέχρι το Μεσολόγγι, αποτελούν μαζί με τους κόλπους και τα ποτάμια που εκβάλουν στις ακτές, ένα ενιαίο οικολογικό σύμπλεγμα, που αξίζει να το δούμε από κοντά. 


ΓΡΑΦΕΙ Ο ΒΟΝΙΤΣΑΝΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗΣ