Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

ΒΟΝΙΤΣΑ: Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ

Η Νυχτερίδα, ήταν το μοναδικό ας πούμε, νυχτερινό κέντρο της Βόνιτσας.      
Ήταν ένα παμπάλαιο πέτρινο ημιυπόγειο κτίσμα με ετοιμόρροπο ξύλινο ταβάνι και είχε μια στενή πόρτα με δύο παράθυρα χαμηλά στο δάπεδο.    Για να μπεις μέσα, έπρεπε να κατέβεις δύο-τρία σκαλιά.  Το λέω νυχτερινό κέντρο, γιατί ήταν το μόνο που έμενε ανοιχτό μετά το πέσιμο του ήλιου, λόγω έλλειψης φωτισμού.    Στην αυλή του ήταν δυο μεγάλες λεύκες και από κάτω τους, μια κρεβατίνα από περικοκλάδα.   Απ έξω είχε στρογγυλά τρίποδα σιδερένια τραπεζάκια και μέσα, τετράγωνα ξύλινα, με ετοιμόρροπες ψάθινες καρέκλες.   
   
ΓΡΑΦΕΙ:
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗΣ 
Έμεινε σαν θρύλος, γιατί μετά την κατοχή και τον εμφύλιο να μαίνεται ακόμα στα βουνά, ο κόσμος θέλοντας να ξεφύγει για λίγο απ το εμφύλιο-πολεμικό κλήμα, πήγαινε Σαββατοκύριακα και γιορτές, να περάσει την ώρα του εκεί.   
Οικογενειακό κεντράκι θα το έλεγα, με λιγοστές γνωστές οικογένειες, όπως της δικής μου, του Τράκα, του Διοικητή της χωροφυλακής, Βασιλακαίοι, Μακραίοι και άλλοι, που πίνανε οι μεγαλύτεροί μας  ξεροσφύρι μπύρα Φιξ,    κι όταν τους έσφυγκε το κάτουρο, βγαίναν να ξαλάφρωνανε, πίσω απ το καλύβι της κυρά - Λέγγος....   Οι κυρίες, δεν ξέρω πως τα βολέβανε.   
Όλοι γνωστοί μεταξύ τους, λέγανε αστεία και βάζανε στο γραμμόφωνο και το τραγούδι -της γειτονιάς ο κόκορας, περνιότανε για μάγκας, μα τώρα το κατάλαβα, πως ήταν ματσαράγκας- και πείραζαν ένα ανύπαντρο παιδί τότε, που είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα...   
   Έτσι περνούσαν τα Σαββατόβραδα και οι γιορτές κι όλοι μαζί. αποτελούσαν μια παρέα, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο.   Καμιά φορά, έφερνε και κάνα κατσικάκι ή γουρνοπουλάκι απ την Κορπή ο Νίκος ο Παπαγιάννης, ο επονομαζόμενος Θοδωρέλος ή Πόντος και φούντωνε το γλέντι παραπάνω ...   Στην περίπτωση αυτή, ο Μενέλαος ο Γιαννέλος που ήταν ο ιδιοκτήτης της ηλεκτρικής που ηλεκτροφώτιζε αρκετά σπίτια και μαγαζιά της Βόνιτσας, έδινε εντολή στον Γιώργο τον Κολέζα τον επονομαζόμενο -λόγω του ύψους του- Ποδάρια, να κρατήσει τα φώτα περισσότερο αναμμένα, μέχρι να τα μαζέψουμε για το σπίτι...  Την άλλη μέρα, άρχιζε το κουτσομπολιό... 
-Τά μαθες μουρή,,, φουρμάνισαν πάλι ψες, στ νυχτερίδα.  
   Για να μπεις στη νυχτερίδα, έπρεπε να είχες κάρτα μέλους και για να είμαι πιο σαφής, έπρεπε να είσαι βασιλικός, δεξιός με βούλα, να είχες λευκό πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, να είσαι προσκυνημένος, ή να φοβάσαι για το πέτρινο σπίτι που έχεις, μη στο πάρουν τα κουμμούνια, που ζούσανε στα γύρω καλύβια.   Από ιδεολογία μηδέν. Κανείς δεν ήξερε τι είναι και γιατί είναι...  
   Εδώ πρέπει να πω, πως κανένας Βονιτσάνος δεν πείραξε ποτέ Βονιτσάνο, ούτε τότε που επικράτησε το ΕΑΜ, ούτε και στα μετέπειτα χρόνια... αλλά από ρουφιάνους, άλλο τίποτα...  Να πω ακόμη, πως ο Κατσαρός απ τα παλιάμπελα και ο Ρέπας απ τη Βόνιτσα, καπεταναίοι του ΕΛΑΣ τότε, κάνανε τα πάντα, στα χρόνια της κατοχής, να μην χτυπηθεί Γερμανός και ξεσπάσουν αντίποινα στους κατοίκους της Βόνιτσας και πρέπει να τους το χρωστάμε, χάρη.     
   Όσο ήταν διοικητής της χωροφυλακής ο Γεωργίου, όλα πήγαιναν καλά και ειρηνικά...    Σοβαρός αξιωματικός, δίκαιος όσο μπορούσε, και μοίραρχος από σχολή.    Διοικούσε θα έλεγα, με άριστη συμπεριφορά,.   Από τότε όμως, που ήρθε διοικητής στη Βόνιτσα απ την Κατούνα ο Κωστόπουλος, τα πράγματα άλλαξαν και απλώθηκε άγρια τρομοκρατία.  
Το ξύλο στα γύρω σοκάκια -χωρίς ψηλού πήδημα- έπεφτε άγριο...     Με ψηλού πήδημα όμως, τα πράγματα άλλαζαν...  Για να μην ακούγονται οι φωνές όταν τους ξυλοφόρτωναν οι χωροφύλακες, τους πήγαιναν πίσω απ το κάστρο, στον Αι-Ταξάρχη,,, και με τις μηχανές στο φουλ.  
Όταν αντέδρασα κάποτε σε μια συζήτηση, ότι τη σημαία απ την ακρόπολη δεν τη κατέβασαν οι Χίτες, που μας έλεγε ο Παντελής, αλλά ο Σάντας με το Γλέντζος, την άλλη ώρα, με είχαν στο τμήμα, που ήταν στην πλατεία, στο σπίτι του Λεμονή.   Με μούνταρε ο ίδιος ο Κωστόπουλος κάνα δυο φορές, αλλά δε με χτύπησε. Με κράτησε δυο ώρες και μου έκανε και μαθήματα εθνικοφροσύνης... Σκεφτείτε, πως ήταν φίλος με τον πατέρα μου και εγώ, μεγάλωνα παρέα με τα δύο του κορίτσια.   Έδερνε άγρια ο ίδιος,,, και όλοι, λουφάζανε μπροστά του. 
Είχε πάρει γαλόνια από ανδραγαθία στην Κατούνα και οι καλοθελητές της Βόνιτσας, τον φέραν -με μέσον από εκεί- για να συμμαζέψει τα πράγματα, που είχαν ξεφύγει λίγο εδώ...   
   Δύο σκηνές ξύλου που έπεσε στη Βόνιτσα, δε θα τις ξεχάσω ποτέ, γιατί  ήμουν μπροστά.  Ο Δημήτρης ο Μπακογιωργος, πατέρας του Σόλωνα, ήταν ένας χαμογελαστός καλοσυνάτος άνθρωπος,,, που δεν είχε πειράξει ψυχή, αλλά όσο μπόι του έλειπε, τόσο μεγαλύτερη ήταν η γλώσσα του.   Ποιος ξέρει τι είπε για το βασιλιά, και το παρέλαβε μια συμμορία τραμπούκων απ την Κατούνα και τα πέριξ -ειδοποιημένοι απ τον Κωστόπουλο- και τον πελέκισαν στο ξύλο.  
   Τον χτυπούσαν αλύπητα στην παραλία και τον φέρανε γύρω στη Βόνιτσα χτυπώντας τον με τους υποκόπανους των όπλων, για  παραδειγματισμό.  Ήταν κοντούλης ο φίλος μου ο Κόκκινος και τον κάναν μια πιθαμή, απ το ξύλο..  
   Το ίδιο έγινε και με το Ντίνο το Δρίβα, άλλοτε κοινοτάρχη μας .  Τον παρέλαβαν στην πλατεία κάτι τομάρια και τον χτυπούσαν αλύπητα, με τους υποκόπανους των όπλον τους.   
Μπήκε στο εστιατόριο του Τράκα, που έτρωγα εκείνη την ώρα με τον πατέρα μου -γιατί η μάνα με την αδερφή μου ήταν στην Αθήνα- και δε σταμάτησαν να τον χτυπούν...   Αν και παρακαλούσε να τον σώσουν οι Βονιτσάνοι, κανένας δε σηκώθηκε να τους σταματήσει.      Είχαν λουφάξει όλοι,,, και οι υποκόπανοι, δούλευαν ασταμάτητα...   
   Όταν γύρισα στο σπίτι -μέναμε τότε στο περιβόλι του Γκολφίδη, δίπλα στο παλιό δημοτικό σχολείο- το βρήκα άδειο...   Ούτε παιδική κάλτσα δεν άφησαν, οι προστάτες της ελευθερίας και της εθνικοφροσύνης.    Τους άλλους λέγανε κατσαπλιάδες, αλλά αυτοί ήτανε και τραμπούκοι και κατσαπλιάδες μαζί.   
Τότε η Βόνιτσα, ήταν σχεδόν άδεια από άντρες, γιατί οι  περισσότεροι   παραθέριζαν στη Μακρόνησο και στα άλλα ξερονήσια.  Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η νυχτερίδα ήταν μια όαση ειρήνης και ησυχίας, που μπορούσες να φας ένα μεζέ απ τα κοτογουρνόπουλα του Πόντε,,, να πιεις μια μπύρα με την ησυχία σου,,, και να κατουρήσεις το καλύβι της κυρά Λέγγος, χωρίς να πάρεις κλίση για τον εισαγγελέα..  
   Το πρακτορείο που ήταν εδώ, με τα χρόνια που πέρασαν και με την 12ωρη σύνδεση, της Βόνιτσας με την Αθήνας -έφευγε στις επτά το πρωί και έφτανε στην Αθήνα στις επτά το βράδυ- μαζί με την σύνδεση και των γύρω χωριών, έδωσε σιγά-σιγά ζωή στην μικρή πλατειούλα της Νυχρερίδας και μαζί στο κέντρο της.   
Έτσι η νυχτερίδα έγινε με τον καιρό πολυσύχναστη και έπαψε να είναι ένα κλειστό club. Μετά, ήρθανε και βιολιά για τους μερακλήδες,,, γύρισαν και όσοι παραθέριζαν στα ξερονήσια,, και τα υπόλοιπα τα ξέρετε.