Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα


Δεν έχω σπίτι, πίσω για να ΄ρθω
ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ,
δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
να περπατήσω μια Πρωτομαγιά.
Ακούω τον Βασίλη Λέκκα να τραγουδάει τους πρώτους στίχους απ’ το “Μάνα μου Ελλάς”, σε στίχους Γκάτσου και μουσική Ξαρχάκου. Είναι ένας αμανές, σαν αυτούς που πρωτακούστηκαν στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Οι τσέτες κι οι Νεότουρκοι του Κεμάλ έσφαζαν τους χριστιανούς, Αρμένηδες και Έλληνες. Οι Μεγάλες Δυνάμεις παρακολουθούσαν αμέτοχες. Εκείνες το προκάλεσαν, η αστάθεια κι ο πόλεμος τις κάνει πιο δυνατές. Μιλιούνια οι πρόσφυγες εγκατέλειπαν τις εστίες τους, το χώμα των προγόνων τους και πνίγονταν στο Αιγαίο, για να φτάσουν στη “Μάνα μου Ελλάς”.
Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τ’ αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου, μάνα μου Ελλάς,
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.
Στην Ελλάδα ήταν “τουρκόσποροι”. Τις Σμυρνιές τις αποκαλούσαν επιτιμητικά “γλωσσούδες”. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν αναγκαστεί ν’ αφήσουν πίσω περιουσίες και ζωές που οι παλαιοελλαδίτες δεν μπορούσαν να φανταστούν. Και βρέθηκαν κλεισμένοι στα λοιμοκαθαρτήρια. Ήταν οι ξένοι, οι άλλοι, οι κακομοίρηδες.
Κυνηγημένοι απ’ τους παλιούς τους γείτονες, περιφρονημένοι απ’ τους καινούριους. Η “Μάνα μου Ελλάς” δεν μπορούσε να συντηρήσει ούτε τους μόνιμους, τι θα ‘κανε με τους καινούριους;
Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τ’ αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού.
Μου ‘λεγε ένας Πόντιος, πώς βρέθηκαν οι γονείς του σ’ ένα σπιτάκι στην Καλαμαριά. Κι εκείνος να πουλάει πάγο, να κάνει ό,τι δουλειά μπορύσε να κάνει, απ’ τα δέκα, για να φάνε. Οι πρόσφυγες δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, έτσι όπως λέγεται. Όμως έδωσαν νέο αίμα στη μάνα του καημού.
Έκαναν μαγαζιά, επιχειρήσεις, δούλεψαν. Έκαναν αθλητισμό. ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, Απόλλων Καλαμαριάς, γεννήματα προσφύγων. Έφτιαξαν μια νέα μουσική. Τις κλίμακες τις βυζαντινές και τον καημό τον ανατολίτικο, τις ανακάτεψαν με τον πόνο της προσφυγιάς, κι άρχισε το ρεμπέτικο ασκέρι.
Όλοι εκείνοι με το -ίδης και το -όγλου στο επίθετο, όλοι εκείνοι οι ανεπιθύμητοι, οι κακομοίρηδες, οι τουρκόσποροι, δεν πήραν απ’ τη Μάνα μου Ελλάς, της έδωσαν, ζωή.

Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς.

Ακούω τους στίχους του Γκάτσου και σκέφτομαι αυτούς τους ανθρώπους που φεύγουν να σωθούν απ’ το μαχαίρι. Οι Μεγάλες Δυνάμεις παρακολουθούν αμέτοχες. Εκείνες το προκάλεσαν, η αστάθεια κι ο πόλεμος τις κάνει πιο δυνατές. Μιλιούνια οι πρόσφυγες εγκαταλείπουν τις εστίες τους, το χώμα των προγόνων τους και πνίγονται στο Αιγαίο, για να φτάσουν στην Ευρώπη.
Δεν είναι Έλληνες, δεν είναι Χριστιανοί, δεν είναι Ευρωπαίοι. Είναι άνθρωποι, που θέλουν να ζήσουν, που θέλουν να δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, να προοδεύουν, να είναι ευτυχισμένα.
Και η Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό το θνησιγενές λείψανο, κάνει ό,τι μπορεί για να τους κρατήσει μακριά απ’ την ουτοπία της. Εκείνο το μυθικό μέρος της υποτιθέμενης αέναης ευφορίας, όπου κανείς φτωχός δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Μήτε Έλληνας μήτε Ευρωπαίος μήτε πρόσφυγας.
Μια Ευρωπαϊκή Ένωση που στηρίχτηκε εξ αρχής στην οικονομική ανισότητα. Μια Ευρωπαϊκή Ένωση της ελεύθερης αγοράς και της ανελευθερίας των λαών.
Οι Έλληνες ήταν τα πρώτα θύματα αυτής της φαύλης κατασκευής, της Ευρωπαϊκής “Ένωσης”. Έγιναν μετανάστες, αυτόχειρες, καταθλιπτικοί, άποροι, ανασφάλιστοι, άστεγοι, νεόπτωχοι.
Οι πρόσφυγες είναι τα επόμενα θύματα. Κι αυτοί θα πληρώσουν πιο ακριβά την άνοδο του δείκτη των χρηματιστηρίων, τη σταθερότητα των τραπεζών.
Η Ευρώπη στήνει συρματοπλέγματα ξανά, φτιάχνει στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από ‘κει ένα τσιγάρο δρόμος είναι οι θάλαμοι αερίων και τα κρεματόρια.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς
nostimonimar