Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Ήθη και έθιμά της Μ, Βδομάδας στη Βόνιτσα

ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ 1940 - 1948 
Οι διακοπές του Πάσχα που φτάνουνε σε λίγο, ήταν για μας η μεγαλύτερη χαρά της χρονιάς και τούτες τις μέρες, τις περιμέναμε με μεγάλη ανυπομονησία. 
Ετοιμάζαμε από μέρες όλα τα απαραίτητα σύνεργα -για τις μάχες που θα δίναμε σε λίγο- όπως ήταν τα ξυλοκούμπουρα, οι τζόρες, οι σωλήνες και οι κάλυκες, γιατί η Μεγάλη βδομάδα με τις φωτιές, τις αγραπνιές, και τους πετροπόλεμους, ήταν μπροστά μας.
Η Μπούχαλη, άρχιζε απ την ένωση -που ήταν τότε τα σύνορα με το παζάρι- και έφτανε μέχρι το σπίτι του Τσαβαλά... 
Από εκεί και πάνω, ήταν τα ηρωικά Βέτκα... Όλο άχυροκαλύβια...
Πέρα απ τις καλύβες, τις πλεγμένες με βέργες λυγαριάς κι αλίμενες στους τοίχους και καταής, με λάσπη ζυμωμένη με άχυρα και γελαδίσια σβουνιά, υπήρχαν και 8 με 10 πέτρινα σπίτια. 
Τρία ήταν διώροφα και τα υπόλοιπα ισόγεια. 
Δεν κυκλοφορούσε παζαριώτης στη Μπούχαλη, ούτε και μπουχαλιώτης στο παζάρι, χωρίς λόγο... 
Απέφευγε ο ένας τον άλλο, όπως ο διάολος το λιβάνι.
Όλα τα σπίτια στη Μπουχαλη, ήταν τριγυρισμένα με φράχτες, που ήταν παλούκια μπηγμένα στο χώμα και πυκνό-πλεγμένα με βέργες λυγαριάς, για να μη φεύγουν οι κότες απ τις αυλές και ξένο-γεννάνε... 
Στις αγραπνιές οι φράχτες αυτοί, καθώς ήτανε φρύγανα ξεραμένα δεινοπαθούσαν ... 
Γυρίζαμε στις γειτονιές της Μπούχαλης και τραγουδάγαμε.
-Όποιος δε μας δίνει ξύλα, να τόνε φάει η ψείρα, 
η ψείρα και η κονίδα, και τ΄ άλογου η πετρίδα.
και κύριε ελέησον,,, και κύριε ελέησον,,,
-Εμείς ξύλα δε παίρνουμε, παλούκια ξεκωλώνουμε,,, 
και κύριε ελέησον,,, και κύριε ελέησον...
και παίρναμε τους φράχτες στους ώμους μας, καμιά δεκαριά μικρά και τους ρίχναμε στη φωτιά, που ανάβαμε τη Μ. Βδομάδα, και τις λέγαμε αγραπνιές.
Οι φράχτες βέβαια, ήταν το προσάναμμα για τη φωτιά... Οι μεγαλύτεροί, φέρνανε μεγάλα κούτσουρα απ τον Πλατανιά, φορτωμένα σε άλογα... 
Ακόμα και πριάρια καίγαμε και καθαρίζαμε τις γειτονιές από κάθε τι άχρηστο.
Η φωτιά ήταν μεγάλη και οι φλόγες της, φτάνανε και τα δέκα μέτρα...
Έπρεπε να κρατήσει όλη τη νύχτα κι ως το πρωί, γι αυτό πιστεύω, πως τις λέγαμε και < αγραπνιές>...
Οι αγραπνιές κρατούσαν απ τη Μεγάλη Δευτέρα και μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή.
Τη μέρα αυτή, ανάβαμε και τη μεγαλύτερη φωτιά, γιατί έβγαινε νωρίς το βράδυ ο επιτάφιος,,, κι ο κόσμος θα θαύμαζε εμάς και τη φωτιά μας.
Τότε ο επιτάφιος, έκανε τρις γύρους στην εκκλησιά και ματάμπαινε απ την πίσω πόρτα, φωνάζοντας ο ψάλτης μας, το < Άρατε πύλες >
Το άρατε πύλες ήταν και δικό μας σύνθημα, για να μπούμε στα κήπια και στα περιβόλια, για να γεμίσουμε το στομάχι μας...
Στον παπά, που μας κυνήγούσε τούτες τις μέρες, για να μας μεταλάβει, και να μας ξομολογήσει, δεν πηγαίναμε ένα ένα. 
Το είχαμε συμφωνήσει μαζί του, να πηγαίνουμε όλα μαζί τα μικρά... 
Έτσι όταν μας ρωτούσε αν κλέψαμε, απαντούσαμε όλα μαζί -ναι- και σβήναμε τις αμαρτίες μας.
Όλες τις μέρες της μεγάλης βδομάδας, μέναμε γύρω απ τη φωτιά και τραγουδάγαμε.
Αναναίοι – Κατσαναίοι,,, που σταυρώσαν του Χριστό,,, 
για του μαύρου του λεφτό,,,
και κύριε ελέησον,,, και κύριε ελέησον,,,
Όβριε σκυλόβριε ,,, πούναι η κότα πούκλεψες 
κι η κότα καρκαλίστικε,,, κι ου βριός ζαλίστκι 
τον βάλανε στα σίδερά,,, κακή του μέρα σήμερα. 
και κύριε ελέησον,,, και κύριε ελέησον
και πολλά άλλα περιπαιχτικά δίστιχα, τρίστιχα ή τετράστιχα, που πάντα ακολουθούσε η επωδός <και κύριε ελέησον> σιγοντάροντας τις ψαλμωδίες του παπά, που κράταγαν μέχρι το ξημέρωμα.
Λέγαμε και παραφρασμένα κομμάτια απ τη <λαζάρα> όπως
Εδώ διαβν ου Λάζαρος, με δώδεκα αποστόλους 
και πάλι ματαπέρασε με δεκατρείς Αγγέλους
και κύριε ελέησον,,, και κύριε ελέησον,,,
Παλικαράκι ν έμορφο, με το στριφτό μουστάκι πούχεις τον ένα σα σφυρί και τ άλλο σα καρπούζι... 
και κύριε ελέησον,,, και κύριε ελέησον,,,
Τότε, κάθε συνοικία είχε και τη δικιά της φωτιά,,, και για το λόγο αυτό, άρχιζε ένας άγριος πόλεμος στα σύνορα με τους αντιπάλους, που με επιθέσεις, προσπαθούσε η κάθε πλευρά, να μπει στη συνοικία του άλλου,,, και να του σβήσει τη φωτιά.
-Μπουχαλιώτες πουτσαράδες,,, παζαριώτες ξεκωλιάρηδες,,, 
και κύριε λέησον,,, και κύριε λέησον... 
κι άρχιζε ένας άγριος πετροπόλεμος, που κράταγε τόσες ώρες, όσα ήταν και τα ανοιγμένα κεφάλια..
Στο παζάρι, η φωτιά άναβε πίσω απ το ιερό, του Αγίου Σπυρίδωνα. 
Εκεί μαζευόταν οι παζαριώτες και τραγουδούσαν τα δικά τους τραγούδια με πρωταγωνιστή τον Ντίνο Κονταρίνη, τον επονομαζόμενο Τράκα. 
Σας κάναμε τράκα – τράκα, σας λύσαμε τη βράκα.
Πέντε χιλιάδες τάλαρα θα βγάλει (ο τάδε) 
Για τ έχει σύντροφο καλό (τον δείνα )
και σατίριζαν τα τραγούδια αυτά τις συμπριές, (εμπορικές συνεργασίες και συναλλαγές) μεταξύ εμπόρων, αγροτών και ψαράδων, που συνήθως ήταν παράτερες. 
Ένα από αυτά τα τραγούδια έλεγε.
Πέντε χιλιάδες τάλαρα,,, θα βγάλ ου Μπελεσιώτης 
γιατ έχει σύντροφο καλό,,, τα φάρμακα της ούντρας.
Η ούντρα (UNRRA), ήταν μια οργάνωση περίθαλψης και ανασυγκρότησης του ΟΗΕ (1943-1947) που έκανε την εμφάνισή της στη Βόνιτσα το 1946-47.
Μας ήρθε καθυστερημένη και με όλα τα αποδιαλεγούδια... 
Μας μοίρασαν χρωματιστά παπούτσια, παρδαλά ρούχα, δαντελωτά βρακιά και φστάνια, αλπίσες γούνες, καουμπόικα καπέλα και χίλια δυο άλλα, που αν τα φόραγες, γινόσουν παρασάνταλο. 
Τα βάλαμε εκείνη την Καθαρή δευτέρα και πήραμε τους δρόμους της Μπούχαλης πίσω απ τους ψαράδες που γύριζαν στα σοκάκια χορεύοντας και έγινε, το έλα να δεις.
Από τότε άλλαξε ο Αχυρένιος,,, κι έγινε καρναβάλι.
Μαζί με τα ρούχα και τα παπούτσια, έδιναν σε κάθε οικογένεια κι ένα τετράγωνο κουτί 40 Χ 40 περιτυλιγμένο με μελί αδιάβροχο χαρτί και με πολλά καλούδια μέσα.
Φώναξε ο Δ/τής της χωροφυλακής εμένα και το Γιάννη το Βασιλάκο -σαν καλά παιδιά που ήμασταν- και μας είπε να βγάλουμε απ το κάθε κουτί, τα τσιγάρα και τις σοκολάτες, που είχαν μέσα τους.
Κάτσαμε σταυροπόδι με το Γιάννη σ ένα δωμάτιο -με επιτήρηση βέβαια στην αρχή- αλλά όταν βαρέθηκαν και φύγανε,,, ένα σ΄,,, κι΄ ένα μ.
Όταν βαρεθήκαμε και μεις, φύγαμε στα μουλωχτά, βάζοντας στον κόρφο τα περιτυλίγματα απ τις σοκολάτες που φάγαμε και εγώ πήρα και δυο πακέτα των πέντε τσιγάρων το καθένα, που έγιναν αιτία να αρχίσω το κάπνισμα απ τα 13 μου χρόνια. 
Όταν οι αρμόδιοι μέτρησαν σοκολάτες και κουτιά κατάλαβαν τι έγινε και δεν μας ξαναφώναξαν, αν και τα δέματα ήταν πολλά και φτάνανε, ίσαμε πάνω.
Το έθιμο με τις αγραπνιές, τα τραγούδια και τους πετροπόλεμους που ήταν συνήθειο απ τα χρόνια τα παλιά, και κρατούσε για τα καλά τότε.
Όταν γύρισα από φαντάρος το 1959, τα πάντα είχαν ηρεμήσει. 
Η έκπληξή μου μεγάλωσε, όταν είδα τους δύο επιτάφιους να συναντιούνται στην παραλία και να κάνουν μια παραλιακή διαδρομή, με συμφιλιωμένους παζαριώτες και μπουχαλιώτες. 
Τους είχε συμφιλιώσει ο Πατέρας μου, που είχε αναλάβει, επίτροπος στον Άγιο Σπυρίδωνα. 
Ήταν σε όλους γνωστός και σεβαστός, γιατί ήταν ο μόνος φαρμακοποιός, όχι μόνο της Βόνιτσας, αλλά και όλης της γύρω περιοχής.
Όσο εμείς ανάβαμε τις φωτιές, ο Πλιακοπάνος ο καντηλανάφτης μας, ετοίμαζε το μάσκλο, που τ άναβε με την ανάσταση.
Το μάσκλο, ήταν ένα κανονικό μικρό κανόνι, σαράντα εκατοστά περίπου, απ τα χρόνια τα παλιά, που έπαιρνε μικρές σιδερένιες μπάλες, μπροστά του. 
Το ξετρύπωνε ο Πλιακοπάνος απ τα κατώγια της εκκλησίας και όλη τη Μεγάλη Βδομάδα, πάλευε μ αυτό.
Του έβαζε μέσα μπαρούτι και μεις κουβαλάγαμε κουρέλια και χαρτιά, για να το στουμπώσει...
Είχε κι ένα χαβάνι, από μισή μπάλα κανονιού -κομμένη στη μέση για γουδί και κει μέσα κοπανάγαμε τα κεραμίδια, μέχρι να γίνουνε σκόνη.
Με τη λάσπη των κεραμιδιών, έκλεινε από πάνω τα στουμπισμένα χαρτό-πανα, για να κάνει κρότο πολύ.
Ο γιατρός ο Καλατζής, τού έλεγε να μη ματαβάλει το μάσκλο στο σπίτι του, που ήταν κοντά στην εκκλησία και γιαπί τότε, αλλά ο πλιακοπάνος το βιολί του... Όλο και τ αστόχαγε. 
Τοποθετούσε το μάσκλο από τη μέσα μεριά του σπιτιού σε μια γωνιά 
και με την ανάσταση, του έβαζε φωτιά, και μπουμπούναγε ο τόπος.
Μια χρονιά, το παραφούσκωσε με μπαρούτι, το παραστούμπωσε με χαρτόπανα και κεραμιδόσκονη κι όταν με την ανάσταση τούβαλε φωτιά,, 
το μάσκλο έσκασε κι έγινε κομμάτια.
Το πήραν κι αυτό οι γυρολόγοι, που μαζεύαν τα παλιοσίδερα και από τότε ησυχάσαμε και μεις,,, και ο γιατρός...
Με το μεγάλο σεισμό του 1948, το σπίτι του γιατρού ράγισε και δεν ξέρω, αν έφταιγε το μάσκλο, που έβαζε εκεί μέσα, ο Πλιακοπάνος.
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗ