Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Ο ΣΑΒΒΑΤΟΜΠΟΥΛΑΡΟΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗ: Παιδικές αναμνήσεις 1940 - 1948

Στα περισσότερα σπίτια της Βόνιτσας, πέρα απ τους ένοικους, κατοικούσε στα παιδικά μου χρόνια και ένα φίδι. 
Το λέγανε Σαββατομπούλαρο και ήταν τεράστιο.
Συνήθως ήταν κουλουριασμένο σε ένα απ τα χοντρά δοκάρια της στέγης ή σερνόταν στο ταβάνι, εάν υπήρχε.
Ήταν το ιερό φίδι και ο φύλακας άγγελος του σπιτιού. 
Έτρωγε τρωκτικά, αυγά απ τις φωλιές των πουλιών και ο νοικοκύρης, του έβαζε το βράδυ και μια καρδάρα με γάλα.
Λέγανε πως τα φίδια αυτά, που ζούσαν άλλοτε με τους ιερείς στα ιερά και τα μαντεία, όταν αυτά κλείσανε, ήρθαν και φώλιασαν στα σπίτια.

Ποτέ κανείς δεν σκέφτηκε να το σκοτώσει και πρέπει να πω, πως και τα κατοικίδια ζώα του σπιτιού -γάτες και σκύλοι- δεν το ζύγωναν.
Τα βράδια γύριζε μέσα στο σπίτι ή στην αυλή και έτρωγε τα φώλια, απ τα κοτέτσια.
Το λέγανε σαββατομπούλαρο, γιατί οι εμφανίσεις του το Σάββατο, ήταν πιο συχνές.
Ήταν κοινωνικό και τους άρεγε η συντροφιά. 
Παίζαμε θυμάμαι κάτω απ την κληματαριά του Αποστόλη του Ρέπα, όταν βγήκε ένα απ τη στέγη του σπιτιού και κουλουριάστηκε στο χοντρό κορμό της κληματαριάς του. 
Κρεμάστηκε από πάνω μας και μας παρακολουθούσε, όση ώρα ήμασταν εκεί.
Στο διώροφο σπίτι του Παπαγαλάνη που ήταν αριστερά και στο κάτω μέρος της πλατείας, τόσο ή Κλειώ, όσο και η Θοδωρούλα του Παπαγαλάνη -η συμβολαιογράφος- που κατοικούσαν στο σπίτι αυτό, ομολογούν πως δεν ήταν λίγες οι φορές, που το είδαν να κατεβαίνει, απ το ταβάνι. 
Μια φορά μάλιστα, το βρήκαν κουλουριασμένο στα πόδια της θειάς της Κασσιανής, του Παπαγαλάνη.
Τα φίδια αυτά συνήθιζαν όταν είχε ψύχρα, να κουλουριάζονται στα πόδια ενός κοιμισμένου, κι αυτός έπεφτε σε βαθύ λήθαργο. 
Δεν έπρεπε να τον ξυπνήσει κανείς, πριν φύγει από μόνο του, το φίδι.
Μιά φορά, έπεσε απ το ταβάνι στην αγκαλιά της πεθεράς μου, που έπλεκε καθισμένη μέσα στο σπίτι αυτό και ήταν έγκυος, στην Κλειώ. 
Δεν ξέρω αν είναι σύμπτωση, αλλά η Κλειώ από μικρή, όχι μόνο δεν φοβάται τα φίδια, αλλά τα πιάνει και με τα χέρια της.
Πριν δυό χρόνια, πολύς κόσμος έκανε μπάνιο μπροστά στα Δριβαίικα, όταν εμφανίστηκε ένα, να επιπλέει στη θάλασσα, ανάμεσά τους. 
Έβαλαν τις φωνές κι άδειασε η παραλία.
Πήγε η Κλειώ ψύχραιμα και το βούτηξε απ το λαιμό. 
Το σήκωσε ψηλά πάνω απ το νερό και έγινε το έλα να δεις.
Καθώς αυτό τυλιγόταν πότε δεξιά και πότε αριστερά στο μπράτσο της, οι άλλοι σκούζανε.
Η συνέχεια στις παιδικές μου αναμνήσεις 
στο ανανεωμένο μπλόκ μου, μέ 15 νέα θέματα
www.giorgosbelesiotis.blogspot.gr.