Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

ΒΕΛΑΝΙΔΟΔΑΣΟΣ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ (1ο μέρος)

«Κλώνοι μακρότονοι του δρυ, ψηλοί προστάτες μόνοι
των θεριστών, που φεύγουνε καυτή φεγγοβολιά,
μυριόφυλλοι και στεγανοί σαν κεραμίδια, κλώνοι
ανάεροι, κελιά φασών και ζιζικιών κελιά,
κι άλλον, που τώρα στον πλατύ τον ίσκιο σας ξαπλώνει,
εμέ, δραπέτη σώστε με από την αντηλιά»
(«Θερινόν», Αντίφιλος Βυζάντιος, απόδοση: Σίμος Μενάρδος)
Υπάρχουν κάποια δάση στην Ελλάδα που τα ξεχωρίζεις σαν εμβληματικά. Είναι δάση σύμβολα, της κοινωνίας, της ιστορίας και του φυσικού περιβάλλοντος των Ελλήνων. Είναι, γι’ αυτό, βγαλμένα από το «είναι» της Ελλάδας, αφού το αυτοπρόσωπό της προσδιορίζουν, αφού το ενδότερο της αποδίδουν, αφού διασυνδέονται με την ιδιοσυστασία της φυλής, με το κοινωνείν και το γίγνεσθαι στον τόπο. Θα μου πείτε: Είναι δυνατό δάση να έχουν τέτοια υψηλή αποστολή, τέτοιο υπέρ και όλον; Απαντούμε πως ναι, εάν αποδίδουν το δέον του τόπου και ως φυσική, κοινωνική, ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά μάς παραδίδονται, λόγω της υπέρτατης προσφοράς τους. Αρκεί βέβαια, ως κληρονόμοι να φανούμε σεβαστικοί κι άξιοι της κλήρας που μας παρεδόθη· κάτι που η πορεία έδειξε ότι δεν ετηρήθη στις περισσότερες των περιπτώσεων, κι ανάξιοι –ή, καλλίτερα, ασεβείς– της αποστολής μας (ως κληρονόμοι) φανήκαμε, αφού την κλήρα σκορπίσαμε στους «ανέμους της εξέλιξής μας», ειδωλοθύτες ων στη σιδηρά ύλη των καιρών, που τη φυσική ύλη αντιμάχεται.
Καλώς ήλθατε στο βελανιδόδασος Ξηρομέρου!..
Ένα δάσος από τα εμβληματικά του Έλληνα, ένας τόπος από τους ιερούς της φύσης, που συνιστούν τ’ «άγια της φυλής», είναι το βελανιδόδασος Ξηρομέρου στην Ακαρνανία. Στο δωρικό του περιβάλλον εζυγίσθη από τη μια η πράξη του ανθρώπου και από την άλλη η φύση, και βγήκε ισορρόπημα ιδανικό. Κει στη θρέπτειρα γη εννοήθη ακατάφθορη η ζωή, η πλάση εποιήθη δασερά και ο άνθρωπος πνευματώθη εντός της. Επόμενα όμως, η φύση τούτη του Έλληνα χαλάσθη από το πελέκι της φθαρτικής επίβουλης ενέργειας του επιγόνου, που έπληξε τη γη με την τιτανική του πρακτική, λογιζόμενη αυτή ως απώλεια· είτε κυριολεκτική, είτε ιδεατή, προκύπτουσα από την αδιαφορία για τη γη και την αγνόηση της αξίας της!
Η κοινωνία με τη δρυ

–η ιστορική και κοινωνική σημασία του βελανιδοδάσους Ξηρομέρου–
Η ζωή των Ακαρνάνων, από τ’ αρχαία χρόνια έως και σχεδόν τον πρώτο αιώνα μετά την Τουρκοκρατία, ήταν συνδεδεμένη με τη δρυ και τα δάση της. Οι τόποι της αποτελούσαν πηγή ζωής και δραστηριότητας των γηγενών, σε μια περιοχή που μπορεί να χαρακτηριζόταν για τη σκληρότητά της, μολαταύτα την έλεγες παράδεισο για το ακατάφθορο, το αρχετυπικό και το οργανικό της. Δε θάβρεις έδαφος λιπαρό κει, μα γη σκληρή, με εύμορφη όμως ντυμασιά πρασίνου −τη δρυ κατά το μέγιστο−, που φτιάχνει τόπους θαλερούς, και φαίνεται ως θάμα ο τόπος να στέργεται −προικισμένος, ολόφαντος, αγλαός, γι’ αυτό και ως παραδείσιος προσλαμβάνεται… Και τούτα χάρη στη δρυ, τη βελανιδιά κατά το πλείστον, που αισθητοποιεί τον τόπο και τον κάμει να δέεται ολόγιομος από φύση, δίνοντας γήινη ιεροσύνη στο σύμπαν. Ο άνθρωπος της υπαίθρου κει, με φλόγα και ψυχή ενεργούσε, καθώς είχε εδαφική μύηση και βιοτική βάση· ως εν τη φύσει άνθρωπος, μεθεκτικός των γύρω· ως μεγαλωστί μεγάλος. Είχε γυμνασία η ζήση του, είχε συνείδηση το πνεύμα του, είχε γονιμοποιό ευθύνη η πράξη του στην κοινωνία του με τη φύση.
Πού εκτείνεται η «κοινωνία» της δρυός στην Ακαρνανία; 
Εκεί όπου «απλώνεται» η φύση της −η κοινωνία των ανθρώπων και η φύση στην Ακαρνανία, μοιραία συνυφαίνονται. Στ’ Ακαρνανικά όρη λοιπόν, συγκροτείται το γίγνεσθαι του τόπου. Σε χαμηλό υψόμετρο φυτρώνουν δρύες, σ’ ένα μνημειακό δάσος, που θαρρείς ότι αναφύεται από το βαθύ παρελθόν, και σε ψηλότερο υψόμετρο υπάρχουν βοσκοτόπια και μέρη όπου φυτρώνει η κεφαλληνιακή ελάτη. Το αντιπροσωπευτικό δάσος της περιοχής είναι της βελανιδιάς του Ξηρομέρου, στις νοτιοανατολικές απολήξεις των Ακαρνανικών ορέων. Η περιοχή είναι τοποθετημένη μεταξύ της λίμνης Οζερού, του ποταμού Αχελώου και των ακτών του Ιονίου, κοντά στον Αστακό. Το πυκνό και πανάρχαιο δάσος της βελανιδιάς, με δένδρα που φτάνουν σε ηλικία έως και τα 800 έτη, δημιουργεί ένα οικοσύστημα ιδιαίτερο, με τη βελανιδιά να εμφανίζει μοναδική μορφή, που τη χαρακτηρίζει η μνημειακότητα, σε συνδυασμό βέβαια και με τη σημαντική οικολογική της αξία.
Χάρτης της αρχαίας Αιτωλίας και Ακαρνανίας.
Η Ακαρνανία κατοικείται από τα νεολιθικά χρόνια, αρχικά από τους Κουρήτες και τους Λέλεγες, ενώ αργότερα, τον 7ο αιώνα π.Χ., την εποίκησαν οι Κορίνθιοι και ίδρυσαν πόλεις, εισάγοντας το δημοκρατικό πολίτευμα στο σύστημα διοίκησης και οργάνωσης της περιοχής. Οι Ακαρνάνες δημιούργησαν ομοσπονδία πόλεων, που oνομάστηκε «Κοινό των Ακαρνάνων», ακολουθώντας ένα ιδιαίτερο τρόπο οργάνωσης και διοίκησης, προσαρμοσμένο στις δύσκολες συνθήκες της περιοχής. Εξάλλου, η φύση του τόπου και η γειτονία με ελληνικά φύλα που διατήρησαν τη φυλετική οργάνωση και ηγούνταν από βασιλιά (Ηπειρώτες, Αιτωλοί, Αχαιοί), φαίνεται να ιδιαιτεροποίησαν το δικό τους πολιτικό σύστημα. Λέγει σχετικά ο Άγγλος αξιωματικός W. M. Leake, που επισκέφτηκε την περιοχή στις αρχές του 19ου αιώνα: «Μπορούμε όμως να φανταστούμε με ευκολία ότι μεταξύ των πειρατών των γειτονικών νησιών που υπήρξαν πάντα «ληίστορες άνδρες” και των ημιβαρβαρικών φυλών των Ηπειρωτικών και Αιτωλικών βουνών (ευρισκόμενοι) η θέση τους ήταν μία (θέση) διαρκούς επαγρύπνισης. Οι συνέπειές της όμως δεν έβλαψαν το χαρακτήρα τους. Ο Θουκιδίδης μιλά ευμενώς για τους Ακαρνάνες, που φαίνεται ότι δεν έχουν εκφυλισθεί τελείως συγκρινόμενοι με τους άλλους ΄Ελληνες».
Οι Ακαρνάνες δε μετεβλήθησαν σε «αστούς» −ίσως μ’ εξαίρεση τις παράλιες πόλεις, που είχαν διαφορετικό προσανατολισμό−, διατηρώντας τη φυσική τους ζωή, παραμένοντας άνθρωποι της υπαίθρου, ζώντας στο φυσικό τους περιβάλλον, το οποίο διατήρησαν λειτουργώντας εν αυτώ· σε αντίθεση με τους Αθηναίους και άλλους αρχαίους Έλληνες, που ακολούθησαν την τυπική δομή της πόλης-κράτους, οργανωμένη σ’ έναν πυρήνα, το άστυ, με την  «ύπαιθρο χώρα» να την περιβάλλει, όπου εκεί ασκείτο εκμεταλλευτική δραστηριότητα, για την παραγωγή των αγαθών της πόλης (αγροτικών, κτηνοτροφικών, μεταλλευτικών κ.ά.), με αποτέλεσμα να υπάρχει μεταλλαγή του φυσικού περιβάλλοντος, και μετάβαση σ’ ένα ανθρωπογενές, πλήρως διαφοροποιημένο του αρχικού. Η φύση της Ακαρνανίας διατηρήθηκε κατά το μάλλον ή ήττον, και τα δάση παρέμειναν, αφού, κατά το πρότυπο της κοινωνικής τους οργάνωσης, αυτά τούς ήταν απαραίτητα αποτελώντας το ζωοδότη του τόπου. Τα εν λόγω δάση, έχοντας κατά το πλείστον διατηρηθεί στις κρίσιμες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, μας παρεδόθησαν ως παρακαταθήκη, ως ιστορική κλήρα του φυσικού και κοινωνικού γίγνεσθαι του τόπου, συνιστώντας το θέμελο της συνέχειάς του.
Η σχέση των Ξηρομεριτών (των Ακαρνάνων) με τη δρυ ήταν στενή. Πρέπει να ειπωθεί ότι η βυρσοδεψία ανακαλύφθηκε στη Δωδώνη και οι Τόμαροι, που ήταν κάτοικοι της περιοχής, όπως και οι Δεριείς της Ακαρνανίας, διατήρησαν στους αιώνες τα μυστικά της βυρσοδεψίας, άποψη η οποία στηρίζεται και στην ερμηνεία των ονομάτων Τόμαροι και Δεριείς (από το τομάρι και το δέρας −η βαλανιδιά στα μέρη της Δωδώνης ονομαζόταν και τομαριά). Η σημερινή ονομασία δε, του χωριού Σκουρτού (και Σκορτού) Ξηρομέρου, που είναι κτισμένο δίπλα στην αρχαία πόλη Δέριον, πρέπει να είναι  λατινικής προέλευσης, από το Skurtum και skortum που σημαίνει δέρμα. Η ονομασία αυτή πρέπει να επικράτησε αργότερα με τους κατακτητές Ρωμαίους.
Στο πλούσιο δάσος του Ξηρόμερου –το Ξηρόμερο ήταν ένα απέραντο δρυόδασος, με κυρίαρχο είδος τη βελανιδιά–, ο γηγενής είχε αναπτύξει κοινωνία με βάση αυτό, αφού είχε οργανώσει τη ζωή του περί και επί αυτού. Δώδεκα χωριά περιστοιχίζονταν από το δάσος, ενσωματωμένα στο σύστημά του, δείχνοντας τον ισχυρό δεσμό φύσης και ανθρώπου, και το πώς ο άνθρωπος μπορεί να ζει εν τη φύσει χωρίς να την καταστρέφει, όταν είναι συνειδητός της, λογίζοντάς την ως το όλον στο οποίο είναι μέρος του. Το δρυόδασος ήταν όχι μόνο ο φυσικός ζωοδότης της περιοχής, αλλά και ο βιοτικός, αφού η κοινωνία και η τοπική οικονομία ήταν εστιασμένες στη δρυ κι εξαρτημένες από αυτήν και τα προϊόντα της. Το βαλανίδι ήταν το κύριο προϊόν που εξάγονταν από το δάσος, και το περισσότερο προσοδοφόρο. Δεν ήταν όμως μόνο το βαλανίδι που έσπρωχνε τους ανθρώπους να «κοινωνούν» με το δρυόδασος. Ήταν το σύνολο των υπηρεσιών και λοιπών προϊόντων του, που υποστήριζαν έναν τρόπο ζωής της τοπικής κοινωνίας, που είχε ως επίκεντρο το φυσικό περιβάλλον και διαμόρφωνε ένα βιοτικό πρότυπο που βασίζονταν σ’ ένα θεμελιακό αξιακό πρότυπο, με αρχές και κανόνες που απέρρεαν από την (επι)βίωση του ανθρώπου στο δύσκολο και στενόχωρο τόπο.
Ο οικισμός της Σκουρτούς, κάποτε εξαρτημένος από το δρυόδασος, σήμερα είν’ ένας αγροτοκτηνοτροφικός οικισμός.
Εν προκειμένω συνέβαινε αυτό που ο καθηγητής Βασίλης Νιτσιάκος ανέφερε ως «στρατηγική επιβίωσης της κοινότητας, και μέσω αυτής της διαδικασίας οικειοποίησης της φύσης, κάτι που παραπέμπει στην έννοια του πολιτισμού με την ολική σημασία του όρου» (Νιτσιάκος Β., «Πεκλάρι. Κοινωνική οικονομία μικρής κλίμακας», εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2015, σελ. 12). Αναπτύσσονταν μια διαλεκτική στη σχέση ανθρώπου-φύσης, που οδηγούσε στην αντιμετώπιση και την εν γένει διαχείριση του τόπου με όρους εμπειρικούς μεν, πλην όμως συμβατούς με τη φυσική νομοτέλεια, κατά τρόπο που η ανθρώπινη ενέργεια να εισάγει πρακτική εναρμονία στο φυσικό όλον, με την όποια η διατάραξη από την ανθρώπινη ενέργεια να είναι αρχική και προσωρινή, και να λογίζεται ως εξελικτική του τόπου, κι όχι ανατρεπτική. Υπήρχε, θα λέγαμε, παραγωγική οικειοποίηση του τόπου, μέσω της οικειοποίησης της φύσης. Το ανθρώπινο πράττειν έτσι, που συνθέτει το γίγνεσθαι στον τόπο, νοείται ως υποσύστημα στο φυσικό γενόμενο, και δεν μετατρέπεται σε κυριαρχικό υπερσύστημα. Παρά την ανθρωποκεντρική διάσταση που απέρρεε από τη δραστηριότητα στον τόπο, εντούτοις η αντίληψη λειτουργίας γι’ αυτόν ήταν κατά βάσιν φυσιοκεντρική, αφού μέλημα ήταν η διατήρηση του φυσικού όλου, με τον άνθρωπο λειτουργό και πονητή εν αυτώ, συνιστάμενος ο ίδιος μέρος του. Λειτουργούσες με τον συγκεκριμένο τρόπο οι αγροτοδασικές, οι ορεινές, οι παραδοσιακές (ή όπως αλλιώς τις χαρακτηρίζουμε…) αυτές κοινωνίες, εξασφάλιζαν τη συνέχειά τους στο φυσικό όλον –μαζί και τη συνέχεια αυτού–, αποτελώντας αρχετυπικές περιβαλλοντικές κοινωνίες, στηριζόμενες στην παράδοση, στο εθιμικό δίκαιο και στον εμπειρισμό, για τον τρόπο λειτουργίας τους· κι όχι στην επιστήμη και την οικονομία, που νεοτέρως αποτέλεσαν τους άξονες των ενεργειών των ανθρώπων στον τόπο.

Αφηγείται (και πάλι) ο W. M. Leake, που αποτελεί έναν άριστο κι ακριβή κομιστή στοιχείων για κείνη τη δύσκολη εποχή, οπού η σχετική πληροφόρηση είναι ελάχιστη, στρεβλή ή παραποιημένη: «…Ο Προεστός του Προδρόμου που υπερβαίνει το εβδομηκοστό του έτος, θυμάται την εποχή που υπήρχαν 60 – 70 σπίτια στο χωριό του, τώρα υπάρχουν μόνο 6. Βρίσκεται ακριβώς στις παρυφές των δασών που καταλαμβάνουν όλη τη λοφοσειρά από το Λιγοβίτζι εώς εκεί που τελειώνουν στη πεδιάδα προς τις εκβολές του ΄Ασπρου. Ο αέρας λέγεται πως είναι πολύ υγιεινός. Στην πεδιάδα και στις εντεύθεν αυτής πλαγιές οι Προδρομίτες καλλιεργούν σιτάρι και κριθάρι και στους λόφους μαζεύουν βελανίδια, κηκίδια και το σπόρο κάποιων μούρων που τα χρησιμοποιούν για βαφές και τα λένε μερεζόσπορους. Το χώμα έχει χρώμα σκούρο όπως στο μεγαλύτερο τμήμα της Ακαρνανίας. Το σιτηρό γρινιά σπέρνεται από Νοέμβριο εώς Ιανουάριο οπότε υπάρχει διάλειμμα καλοκαιρίας που το ευνοεί – το διμηνιό από τη 10η Φεβρουαρίου εώς την 25η Μαρτίου (παλαιού ημερολογίου). Αν η άνοιξη είναι πολύ ανύδρη αυτό δεν αποδίδει πάνω από 3,4 ή 5 προς 1, δίνει όμως συνήθως 10, ενώ η γρινιά δεν δίνει ποτέ παραπάνω από 6 ή 7. Η τελευταία θα απέδιδε πιθανόν όσο και το διμηνιό αν τη καθάριζαν σχολαστικά από τα ζιζάνια, αλλά αυτό γίνεται σπάνια στην Ελλάδα. Το κριθάρι σπέρνεται την ίδια εποχή με τη γρινιά».
Το βελανιδόδασος της Μάνινας Ξηρομέρου, για το οποίο ο δασολόγος Κωνσταντίνος Σάμιος συνέταξε την πρώτη διαχειριστική μελέτη της χώρας.
Η σημαντικότητα του βελανιδοδάσους του Ξηρομέρου οδήγησε το ελληνικό κράτος (την ελληνική δασική διοίκηση) να συντάξει την πρώτη διαχειριστική μελέτη της χώρας για το δάσος της Μάνινας στο Ξηρόμερο, τα έτη 1901-1902, με συντάκτη της τον δασολόγο και Τμηματάρχη του Τμήματος Δασών του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας Κωνσταντίνο Σάμιο. Νωρίτερα της σύνταξης της μελέτης αυτής, μάλλον το 1897, ο Σάμιος είχε επισκεφτεί το δάσος του Ξηρομέρου για να εξετάσει αίτημα της τοπικής κοινωνίας για την εξακρίβωση των συνθηκών ολοκληρωτικής καταστροφής του φυλλώματος των δρυοδένδρων, και απεφάνθη, σχολιάζοντας σκωπτικά, ότι η απώλεια τούτη προεκλήθη από το καταστροφικό τίναγμα των δένδρων για τη συλλογή του βελανιδοκάρπου! 
Για την παραπάνω μελέτη, κατηγορεί τον Σάμιο ο δασολόγος Πέτρος Κοντός –καθηγητής μετέπειτα στη Δασολογική Σχολή και μεγάλος επικριτής του, και γενικώς των «νεωτεριστών» δασολόγων–, για «αστοργία προς το δημόσιον χρήμα, διότι εδαπανήθησαν υπέρ τας 25 χιλιάδας δραχμών προς απόκτησιν δύο άχρηστων ρακών…» (σημείωση: το δεύτερο «ράκος» ήταν η διαχειριστική μελέτη Κινέττας Μεγαρίδας) –μετά δε τούτων, και μη καμφθείς ο Σάμιος, συνέταξε και τρίτη διαχειριστική μελέτη, για το κεφαλληνιακό ελατοδάσος. Λέγει ο Κοντός στην εφημερίδα «Άστυ» το 1903 (διαπιστώνουμε την ανοίκεια συμπεριφορά του Κοντού, να κατηγορεί τον Σάμιο μέσω του Τύπου, και μάλιστα με μειωτικές εκφράσεις!): «Αλλ’ επί ποίων γνωστών τοπογραφικών μεθόδων ή επί ποίας συνεπούς αρχής στηρίζεται η σύνταξις των δύο εκείνων ρακωδών ορνιθοσκαλισμάτων, των σούι-γκένερις σχεδίων Μάνινας και Κινέττας, τα οποία δεν αξίζουν ουδέ τον χάρτην εφ’ ου εγράφησαν, τα οποία μάλιστα, ο συντάκτης των αποκαλεί “τους πρώτους δασολογικούς χάρτας και την πρώτην δασολογικήν εργασίαν”. Ταύτα αποδεικνύουν ότι ο συντάκτης των έχει πολύ ταπεινήν γνώμην περί επιστήμης και επιστημονικής εργασίας». Ο Σάμιος είχε κατηγορηθεί για επιλήψιμες σχέσεις με ξυλεμπόρους, τους οποίους, όπως ελέγετο, βοηθούσε να κερδοσκοπήσουν σε βάρος των δασών, μια κατηγορία που τον οδήγησε στο Κακουργιοδικείο Πατρών, το οποίο τον αθώωσε πανηγυρικά.
Όλα τούτα προκαλούνταν από την αντιπαλότητα που υπήρχε ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες δασολόγους, οι οποίοι, ερχόμενοι με σημαντικές σπουδές από την Εσπερία, καλούνταν να διαχειριστούν το φυσικό περιβάλλον της χώρας, επί μιας όμως ανύπαρκτης δασικής πολιτικής! Κάποιοι από αυτούς είχαν νέες ιδέες και ήταν αρκετά δραστήριοι, όπως ο Σάμιος, κάποιοι άλλοι, όπως ο Κοντός, ήταν «παραδοσιακοί» και μη «ανοικτοί», εστιάζοντας στην οικονομική διαχείριση των δασών μας και στον προσανατολισμό της διαχείρισης αυτών αυστηρά στην ξυλοπονία. Στο πλαίσιο τούτο βλέπουμε τον Κοντό να κατηγορεί (και πάλι) τον «πρωτοπόρο» Σάμιο, που εισήγαγε το θεσμό των αναδασωτέων εκτάσεων και προήγαγε τις αστικές αναδασώσεις ως μέτρο αναβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος, ότι «είναι πέραν των αρμοδιοτήτων της δασολογικής επιστήμης οι προγραμματιζόμενες αναδασώσεις στην πρωτεύουσα», και ότι «είναι μέγα σφάλμα επιστημονικόν ότι διενεργούνται (οι αναδασώσεις αυτές) υπό αναρμοδίας υπηρεσίας»! Ίδια θέση δε, παίρνει κατόπιν και η Διοίκηση, διά του Τμηματάρχη του Τμήματος Δασών του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας Νικολάου Σπηλιόπουλου (της «σχολής» του Κοντού), που διαδέχτηκε τον Σάμιο στη συγκεκριμένη θέση και θέλησε ν’ ανατρέψει το αναδασωτικό πρόγραμμά του, ο οποίος σημείωνε το 1903 στην εφημερίδα «Αθήναι»: «Η νεωτέρα ελληνική δασολογία, αντιποιείται καθήκοντα, δι΄ α ούτε εκκλήθη, ούτε είναι κατάλληλος, ούτε αρμοδία».
Έχεις την αίσθηση του μυθικού, καθώς το δάσος αυτό μάς έρχεται από τα βάθη των αιώνων
Έχεις την αίσθηση του μυθικού, καθώς το δάσος αυτό μάς έρχεται από τα βάθη των αιώνων
Επιστρέφοντας στη δραστηριότητα των Ξηρομεριτών στο δάσος τους, τους βλέπουμε να οργανώνουν τη ζωή τους με βάση το συγκεκριμένο δάσος και να δημιουργούν κοινωνία περί αυτό. Στους δρυοδασότοπους έβοσκαν τα τοπικά ποίμνια· κι όχι μόνον, και μεταφερόμενα ποίμνια έβρισκαν εκεί τροφή –όπως τα πολυπληθή πρόβατα και γουρούνια του Οδυσσέα της Ιθάκης, που σύμφωνα με την παράδοση τα έβοσκε κατά την Ομηρική εποχή στο Ξηρόμερο ο Ευμαίος. Από τις δρύες έπαιρναν το ξύλο που χρειαζόντουσαν οι τοπικές κοινωνίες, με επιλεκτικές υλοτομίες που πραγματοποιούντο, λειτουργώντας ως σοφοί δενδροτόμοι, φροντίζοντας να διατηρούν το δάσος σε σταθερή σύνθεση, χωρίς απώλειες κι υποβάθμισή του, ασκώντας μιαν υποδειγματική, αειφορική για τα σημερινά δεδομένα, διαχείριση· αφού, όπως θα δούμε παρακάτω, η δρυς αποτελούσε τον φυσικό και βιοτικό τους ζωοδότη. Ο καρπός της δρυός (το βαλανίδι) αποτελούσε, εκτός από πηγή τροφής των ζώων, και τροφή για τον τοπικό πληθυσμό σε περιόδους σιτοδείας, είτε ψημένος, είτε αλεσμένος· για το λόγο τούτο οι Ξηρομερίτες χαρακτηρίζονταν «βαλανιφάγοι». Τα βαλάνια ακόμα, αποτελούσαν σημαντική πηγή της οικονομίας της περιοχής, λόγω των βαφικών και δεψικών τους ιδιοτήτων, και της χρήσης τους στη βαφική και τη βυρσοδεψία αντίστοιχα. Για το λόγο τούτο υπήρχε εθιμική οργάνωση του τόπου, για τη συλλογή των βαλανιδιών, κατά οικογένειες, για την αποφυγή προστριβών σε σχέση με τα δικαιώματα συλλογής –το ίδιο ίσχυε και σε σχέση με τα δικαιώματα βόσκησης.

Κείνο όμως που χαρακτήριζε τη σχέση των Ξηρομεριτών με τον τόπο τους, ήταν η αίσθηση γι’ αυτόν, που εκφραζόταν στην επαφή τους με τη γη και μεταφράζονταν στη συνείδηση τους γι’ αυτήν. Υπήρχε προσήλωση στη φύση, οικειοποίησή της, όχι ιδιοκτησιακά νοούμενη αλλά σεβαστικά, καθώς νοιώθονταν αυτή ως μέρος του όλου, οπού οι άνθρωποι συμμετέχουν συνεργατικά και διεργαστικά, συνεισφέροντας, έχοντας στάση ενεργή και συγχρόνως διακριτική στο σύστημα, που φροντίζονταν να διατηρείται εν ισορροπία· ταυτόχρονα όμως εν ενεργεία, ως δυναμικά εξελισσόμενο. Κει βιώνονταν πρωτογενώς κι ολόδοτα η ευτυχία, στον φυσικό οργανικό παράδεισο, ως βιοτική κατάσταση και ως παίδευση ζωής. Οι άνθρωποι πληρούνταν από τη φυσική χάρη, την οποία κοινωνούσαν ολόγιομοι από ζωή. Και τούτα παρά τα βάσανά τους, που τα παραμέριζαν για να κραταιωθούν, για να πάρουν ζωή πνοημένοι από τη φύση. Τούτη η πραχτική τους, εκτελούμενη κατά συνείδηση, χωρίς να έχει φιλοσοφηθεί και ενεργηθεί με σύστημα, αποτελούσε μια φυσιοκεντρική στάση ζωής, μ’ έμφυτο βιοκεντρισμό και ηθική για τη φύση· κάτι που στις μέρες μας, που ο άνθρωπος έχει απομακρυνθεί από τη φύση και τη γη, ολωσδιόλου λείπει, φαντάζει δε ουτοπική και μη αρμοστή με το πνεύμα των καιρών!
Μέσα Σεπτέμβρη άρχιζε η επίπονη «επιχείρηση» συλλογής του ώριμου βαλανιδοκάρπου από τους Ξηρομερίτες, με σχετική προετοιμασία και καθιερωμένο, αυστηρά τηρούμενο τυπικό. Νωρίτερα, στα μέσα Ιουλίου, συλλέγονταν το καταγής βαλανίδι, η «χαμάδα» όπως λεγόταν, που ήταν το πρώτης ποιότητας, αυτό που έπεφτε από το δένδρο, το οποίο απέβαλλε το μικρότερο, σα μια φυσική επιλογή. Αυτό το βαλανίδι ήταν το καλλίτερης ποιότητας και το πρώτο που συλλέγονταν. Η επιχείρηση συλλογής του ώριμου βαλανιδιού, του «μάτερου», του «δεύτερης ποιότητας» βαλανιδιού, που αποτελούσε την κύρια και μεγάλη ποσότητα της παραγωγής, ήταν θα λέγαμε «εκστρατευτική», αφού οικογένειες ξεσπιτώνονταν κείνο τον καιρό, μετακομίζοντας χιλιόμετρα μακριά, μέσα στο δάσος, για ν’ ασκούν καθημερινώς την εργασία της συγκομιδής του βαλανιδιού. Κάθε οικογένεια είχε καθορισμένο τεμάχιο στο δάσος, το οποίο συγκόμιζε, καθώς το δάσος είχε ατύπως κατανεμηθεί κατόπιν συμφωνημένης μοιρασιάς του, με κλήρο –είχε, ήδη από τα χρόνια του Όθωνα, «μεριδοθεί» το δάσος κατά χωριό. Και τούτο διότι στα πρωτύτερα χρόνια, οι διαπληκτισμοί για το αναλογούν κομμάτι δάσους είχε οδηγήσει ως και σε φονικά! Το αναλογούν τεμάχιο φυλάσσονταν ως προς τα καρπικά του δικαιώματα από τις αρχές Αυγούστου από δραγάτη.
Ξηρομερίτες, έτοιμοι για τη συλλογή του βαλανιδιού
–μια οικογένεια σε αποστολή!
Η συλλογή βελανιδιού λογίζονταν ως κλασματικό δίκαιο και οι ασκούντες το σχετικό δικαίωμα, το προοριζόμενο προς εμπορία, κατέβαλλαν το εκάστοτε καθοριζόμενο από τον πίνακα διατίμησης του Υπουργείου Γεωργίας μίσθωμα. Ιστορικά εάν πάμε πίσω, για να δούμε πώς προέκυψε το εν λόγω δικαίωμα, ανατρέχουμε στα χρόνια της Αντιβασιλείας και βλέπουμε ότι με το Διάταγμα της 27ης Σεπτεμβρίου 1835 «Περί της συνάξεως των βαλανοκικιδίων εις τον Νομόν της Ακαρνανίας» (ΦΕΚ 10/1835) ορίστηκε στο άρθρο 1 ότι τα βαλανοκικίδια στο νομό Ακαρνανίας και Αιτωλίας «είναι ελεύθερα παντός φόρου εις την σύναξιν και αναποταμίευσίν των», ενώ πληρωνόταν φόρος όταν αυτά φορτώνονταν σε πλοίο για να μεταφερθούν (άρθρο 2). Στα τέλη δε του 19ου αιώνα, με το αριθ. 77113/91630/4-11-1891 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, χορηγήθηκε το δικαίωμα της οιονεί νομή συλλογής βαλανιδοκάρπου από το δάσος Ξηρομέρου, ή άλλως περιορισμένη επικαρπία (προσωποπαγής δουλεία), περιοριζόμενη ως προς τον βαλανιδόκαρπο των δρυοδένδρων του δάσους αυτού και μόνον. Μάλιστα, πριν τον πόλεμο, η άσκηση του παραπάνω δικαιώματος γινόταν με ευθύνη του ιδιοκτήμονος, ενώ μετά το 1951, με σχετικές διατάξεις της δασικής υπηρεσίας, ρυθμιζόταν η βαλανοσυλλογή κατά χώρο, χρόνο, τρόπο και ορίζονταν οι δικαιούχοι άσκησης αυτής.
Οι συνθήκες εργασίες της συλλογής του βελανιδοκάρπου ήταν εξαιρετικά δύσκολες κι επίπονες, αφού ο τόπος κείνη την εποχή, με το καλοκαίρι να τον έχει «ψήσει» και νάχει μαζέψει ζέστη πολύ, έμοιαζε με σωστό καμίνι, παρά τη σκίαση από τη δρυ. Η σκίαση της δρυός, παρά το πλούσιο φύλλωμα της κόμης της, θεωρείται ισχνή και δεν προτιμάται σε σχέση με αντίστοιχη άλλων δασικών δένδρων. Ο ήλιος «έμπαινε» στο δάσος και το ζέσταινε, και λόγω του περίκλειστου χώρου, που δεν έφτανε αέρας, με τον ασβεστόλιθο ταυτόχρονα να «καίει», κατέληγες να ιδρώνεις περισσότερο απ’ ότι στο ξέφωτο, στο οποίο έβγαινες για «ν’ ανασάνεις». Ενώ η σκόνη, που καθ’ όλο το άβροχο καλοκαίρι είχε επισωρευθεί στις κόμες των δρυών, έφερνε ακατάπαυστη φαγούρα με το τίναγμα των δένδρων για το ρίξιμο του βαλανιδιού, δημιουργώντας αναφυλαξία, τη γνωστή στους ντόπιους «ίλιγγα».
Ο «τιναχτής» ήταν αυτός που κτυπούσε τη δρυ από το έδαφος ή σκαρφαλωμένος απάνω της. Έκανε τη «δύσκολη δουλειά», υποβαλλόμενος στη δυσκολία κι επικινδυνότητα του ακροβατισμού στο δένδρο, με πιθανό σε κάθε στιγμή τον τραυματισμό του, όπως και στην επίπονη για μέλη του τεχνική διαδικασία του χτυπήματος με το λούρο του κλάδου στο σημείο τού καλά κρατημένου σε αυτόν βαλανιδιού, για να πέσει στο έδαφος. Οι «τρυγητές» συνέλλεγαν τον καρπό που έπεφτε καταγής, ανάμεσα στ’ αυχμηρά αγκωνάρια, τις αγκαθιές και τα γκρεμνά, ενώ υπήρχε και ο φόβος μην οι οχέντρες εγερθούν και κεντρίσουν τους πάντα εν εγρηγόρσει τρυγητές. Στη μικρή τους καλυβούλα, που έστηναν στο χώρο της συλλογής κατά τον καιρό που αυτή διαρκούσε, ζούσαν σε συνθήκες πρωτόγονες, με λιγοστά αγαθά. Είχαν όμως την κοινωνική σχέση που τους κρατούσε και τους έδινε δύναμη να συνεχίζουν. Το νερό δύσκολο, έπρεπε νάρθει από μακριά –από κάποια από τις σπάνιες πηγές του δάσους ή από τη λίμνη (του Οζερού) ή ακόμα και από τον οικισμό–, τα τρόφιμα μπαγιατισμένα, μετά την από καιρό διατήρησή τους, η υγιεινή ανεπαρκής. Κάποιοι γυρολόγοι πραματευτάδες μόνε, εκμεταλλευόμενοι βέβαια το γεγονός της απομάκρυνσης των βαλανοσυλλεκτών από τον «πολιτισμό», φέρναν κάποια αγαθά –τρόφιμα συνήθως ή τα χρειαζούμενα της επιβίωσης–, μα φρόντιζαν να κερδοσκοπούν από την κατάσταση τούτη, παρέχοντάς τα σε τιμές μεγάλες.
Εν ώρα εργασίας στις βελανιδιές του Ξηρομέρου…
Ο φόβος των ανθρώπων μας ήταν οι πρώιμες φθινοπωρινές βροχές, που θα χαλνούσαν την εργασία τους, αλλά και τον καρπό τους. Αυτός έπρεπε να είναι στεγνός, γι’ αυτό και τον στέγνωναν στ’ αλώνια που δημιουργούσαν για το σκοπό αυτό. Σ’ εποχές μεγάλης «ξυλοκαρπίας», η ποσότητα του συλλεγόμενου βαλανιδιού έφτανε σε χιλιάδες τόνους, αποτελώντας το δάσος του Ξηρομέρου τον κύριο τροφοδότη βαλανιδιού της χώρας! Από εκεί, έμποροι τον αγόραζαν, τον σάκιαζαν και τον μετέφεραν στις αποθήκες του Αστακού (συνήθως), για να «ζυμωθεί», χωρίς ν’ «ανάψει». Τούτο επιτυγχάνονταν με το συνεχές ανακάτεμά του με σιδερόφτυρια, για ν’ αερίζεται. Μετά φορτώνονταν σε καΐκια και κατέληγαν στα βυρσοδεψεία της Ελλάδας ή της Ιταλίας. Αργότερα, με τις βροχές, έπεφταν από τα δένδρα και τα τελευταία βαλανίδια, που δεν είχαν ρίξει οι λούροι κι ονομάζονταν «χάχλα». Συνηθίζονταν οι γυναίκες του χωριού να μαζεύουν αυτό το πεσμένο βαλανίδι για τον έμπορα, που πάντως το έπαιρνε στη μισή τιμή από το «ματερό», και με τα μικρά ποσά από τη συναλλαγή τούτη που αποκόμιζαν, κάλυπταν τις τρέχουσες βασικές ανάγκες της οικογένειας.
Οι άνθρωποι που δούλευαν στο δάσος, βρισκόταν σ’ επαφή, εκτός από τη φύση και με την ιστορία του τόπου, με το πλούσιο παρελθόν του, που χανόταν στα βάθη των αιώνων. Υπήρχε οικειοποίηση του τόπου σε όλο του το εύρος, το τωρινό και το παρελθοντικό. Και τούτο αποτελούσε προνόμιο· ήταν μιαν όμορφη κι υψηλή αίσθηση. Είχαν, αυτοί οι άνθρωποι, οι αργάτες της γης, οι πονητές της φύσης, την ευτυχία να συμπορεύονται με τους προγόνους, να ενώνονται με τον πολιτισμό τους· που ήταν συνυφασμένος με το δάσος και τις αξίες του, με τη δρυ και τις προσφορές της. Τους βλέπουμε έτσι δίπλα στα ερείπια του αρχαίου πολιτισμού να εργάζονται, δίπλα σε αυτά να ζουν, νοιώθοντάς τα οικεία, ως μέρος του γίγνεσθαι στον τόπο, αισθανόμενοι την ανάσα του χθες στην πράξη του σήμερα. Τούτο ήταν ένα μεγάλο βιωματικό γεγονός κι υπήρχε περηφάνια για το ότι ζούνταν!
«Δεμένο» με τη φύση το μνημείο!
Σε θέσεις του δάσους Ξηρομέρου βρίσκονται ερείπια των αρχαίων ελληνικών πόλεων Μητρόπολη, Σαύρια, Κόροντα, Δηρεείς, Οινιάδες, καθώς και βυζαντινών ναΐσκων, κάτι που δείχνει τη διαχρονική «κατοίκησή του», απορρέουσα από τη φυσική κι οικονομική σημασία του, που έκαμε τους ανθρώπους από τ’ αρχαία χρόνια να ζούσαν στη φύση και να δημιουργούν πολιτισμό εν αυτής. Το δάσος αυτό επίσης, αποτελούσε καταφύγιο των αγωνιστών του ’21 (του Καραϊσκάκη, του Κατσαντώνη, του Γρίβα, του Τσέλιου), λόγω του σύμφυτου της μορφής του, που το καθιστούσε δυσκολοδιάβατο. Μάλιστα, ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», αναφέρει ότι στα δάση της περιοχής ζούσε πλήθος ανθρώπων κατά την Τουρκοκρατία –είχε συγκροτηθεί μια κοινωνία κει, την οποία θα χαρακτηρίζαμε «δασότροφο»–, τους οποίους δύσκολα εντόπιζες, λόγω του όγκου των δένδρων και της πυκνότητάς τους. Σημείωνε πως έπρεπε να πλησιάσεις πολύ κοντά για να διακρίνεις την καλύβα πίσω από τον κορμό του δένδρου· από μακριά δε, μόνον από τον καπνό που η θερμάστρα παρήγαγε, ήταν δυνατός ο εντοπισμός ανθρώπινης παρουσίας. Η οικονομική σημασία του δάσους Ξηρομέρου είχε εκτιμηθεί ήδη από τον 13ο αιώνα, από τους Ενετούς, οι οποίοι εξήγαγαν από κει μεγάλες ποσότητες βαλανιδιών, η δε ξυλεία του ήταν πολύτιμη για τη ναυπηγική. Μάλιστα, στις αρχές του 18ου αιώνα, οι Ενετοί πρότειναν στους Τούρκους ν’ ανταλλάξουν τα Κύθηρα με τα Κανδηλάκια Ξηρομέρου και τους Ρωγούς, προκειμένου να λύσουν το πρόβλημα εξεύρεσης ναυπηγήσιμης ξυλείας που αντιμετώπιζαν, κάτι που τελικά δεν επετεύχθη λόγω της αντίδρασης των Ξηρομεριτών, οι οποίοι πρόβαλαν το επιχείρημα ότι τα δάση τους είναι εκκλησιαστικά. Το δάσος Ξηρομέρου αποτελούσε το «μάννα» για τους Ακαρνάνες, μιας κι ήταν η μόνη πηγή που τους παρείχε έσοδα κείνη τη εποχή, διότι αποτελούσε το «τρόφιμο» –με κάθε σημασία– του τόπου, ωσάν αυτό που, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, έριξε ο θεός στους Εβραίους για να τραφούν, στα σαράντα χρόνια που ζούσαν στην έρημο…
Αρχαία και βυζαντινά μνημεία στο 
βελανιδόδασος Ξηρομέρου (τείχος 
της αρχαίας πόλης των Οινιάδων και 
ο μεταβυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου
 Πόρτας Μπαμπίνης, αντίστοιχα)
Η οικονομία της δρυός

–η οικονομική σημασία του βελανιδοδάσους Ξηρομέρου–
Το βαλανίδι του Ξηρόμερου ήταν ονομαστό για την υψηλή περιεκτικότητά του σε δεψική ουσία –σημαντικό τούτο για τη χρήση του στη βυρσοδεψία– και αξιολογείτο ως ποιοτικά ανώτερης ποιότητας, υπολειπόμενο μόνο εκείνου της Σμύρνης. Για το λόγο τούτο οι Ξηρομερίτες στράφηκαν από νωρίς στη δραστηριότητα της συλλογής του βαλανιδιού (της καρπολόγησης της δρυός), που αποτέλεσε βασική οικονομική δραστηριότητα της περιοχής. Μάλιστα, το λιμάνι του Αστακού στην Ακαρνανία μετεξελίχθηκε σε κύριο λιμάνι εξαγωγής βαλανιδιού της χώρας. Το βαλανίδι έφερε πλούτο στους εμπόρους και τους βιομηχάνους που το εκμεταλλεύονταν, και τούτο φαινόταν στα υπερπολυτελή οικήματά τους, στην περιουσία τους που συνεχώς αυξάνονταν, και στον πλούσιο βίο τους. Ενώ οι ταλαίπωροι αργάτες του δάσους, που αποτελούσαν –για όσα αναφέρθηκαν– τους «ήρωές του», παρέμειναν φτωχοί κι εξαθλιωμένοι, απόκληροι ενός βίου γιομάτου βέβαια με φύση και κοινωνικότητα, μα στερημένου από τ’ αγαθά που θάδιναν στη ζωή τους άνεση και υλική ανταμοιβή –ίσως όμως, παρά το παράπονό τους γι’ αυτό, να θεωρούσαν υποσυνείδητα, ως περισσότερο πρεπούμενη κι αρμοστή με τη φιλοσοφία τους, τη λιτή ζωή και γιομάτη με κόπους, καθώς ολόδοτη ήταν, βιωμένη και στέργια, όλο αξίες και ηθική!
Βαλανιδόκουπες βυρσοδεψίας του βελανιδοδάσους Ξηρομέρου. Το βαλανίδι του Ξηρόμερου ήταν ονομαστό για την υψηλή περιεκτικότητά του σε δεψική ουσία.
Θέλαν το δάσος του Ξηρομέρου όλοι κάποτες, γιατί ήταν δάσος με «ύλη» και πλούτο ζωής –προσοδοφόρο από κάθε έννοια! Εκεί η αρχαία Ελλάδα δηλώθηκε με αρχαίες πόλεις, εκεί το Βυζάντιο δηλώθηκε και το χριστιανικό πνεύμα εκδηλώθηκε, μ’ εκκλησιές μέσα στη δρυμώδη φύση. Ο Τούρκος το ξεχώρισε και το έθεσε υπό την προνομία της Βαλιντέ Σουλτάνας. Ο αδηφάγος Αλή πασάς των Ιωαννίνων, που διέκρινε σε αυτό πλούτο από την εκμετάλλευσή του, το ζητούσε επιμόνως και τελικά τού το εκμίσθωσαν μετά τη σφαγή των Γάλλων στην Πρέβεζα. Ενώ, κατά την καθορισμό των βορείων συνόρων του ελληνικού βασιλείου με την Τουρκία, με το Πρωτόκολλο της 22ας Ιανουρίου/3ης Φεβρουαρίου 1830, απαιτήθηκε από τους Τούρκους να παραμείνει στη δική τους επικράτεια, μαζί με το επίσης σημαντικό γειτονικό δάσος του Βάλτου· κάτι που έγινε. Όμως, με τον τρόπο αυτόν αποκλείετο από τους Έλληνες ένα σημαντικό μέρος του πλούτου τους, αποδιδόμενο στους επί αιώνες κατακτητές τους, και τούτο ήταν μέγα ζήτημα, καθότι, πέραν της ηθικής διάστασής του, υπήρχε και η εθνική/οικονομική, αφού πώς θα ήτο δυνατό να σταθεί ένα μόλις δημιουργημένο και φτωχό κράτος, χωρίς πόρους! Ο πρίγκιπας Λεοπόλδος, που τότε προορίζονταν για βασιλιάς των Ελλήνων, αντέδρασε, παραιτούμενος του ελληνικού στέμματος, που προηγουμένως το είχε αποδεχθεί, προβάλλοντας ως έναν από τους λόγους της παραίτησής του την μη συμπερίληψη στο ελληνικό κράτος των επαρχιών του Ξηρόμερου και του Βάλτου. Τότε οι πληρεξούσιοι, αναγνωρίζοντας το δίκαιο του ελληνικού αιτήματος, περιέλαβαν με το από 14 Σεπτεμβρίου 1831 Πρωτόκολλο, τις επαρχίες Ξηρομέρου και Βάλτου στην ελληνική επικράτεια, με το αιτιολογικό ότι, ο πολεμικός κι ανυπόταχτος λαός του «ουδέποτε υπετάχθη καθ’ ολοκληρίαν εις την εξουσίαν της Πύλης». Δηλαδή: Τα δάση των περιοχών αυτών αποτέλεσαν στοιχείο της άμυνάς τους, κάτι που στο τέλος αναγνωρίσθηκε. Η σημασία, τέλος, του βελανιδοδάσους Ξηρομέρου για το λαό ήταν τέτοια, που το έτος 1868 η τοπική κοινωνία ξεσηκώθηκε, για να μη δωριθεί το εν λόγω δάσος στο Βασιλιά της Ελλάδας και να μην αποτελέσει «Μαντωλάδα» (δηλαδή βασιλική περιουσία, όπως αντίστοιχα αποτέλεσε το δάσος στη Μανωλάδα Ηλείας), κάτι που στο τέλος το πέτυχε –η βασιλική επιθυμία υποχώρησε μπρος στη δυναμικώς εκπεφρασμένη επιθυμία του λαού να παραμείνει το δάσος μέρος του, στο οποίο θα λειτουργεί και θα εκφράζεται.
Δεδομένης της αλληλένδετης σχέσης, της κοινωνίας των ανθρώπων και της οικονομίας, με την τελευταία ν’ αποτελεί υποσύστημα της πρώτης –άλλο αν στους σήμερους καιρούς έχουμε ανατρέψει τους κανόνες της ισόρροπης ζωής κι έχουμε αναγάγει την οικονομία ως το άπαν της βίωσής μας!–, κι αφού είδαμε τον τρόπο που «οικονομήθηκε» η ζωή με βάση το συγκεκριμένο δάσος (του Ξηρομέρου), ας δούμε τώρα τη συνεισφορά του δάσους αυτού στην τοπική κι εθνική οικονομία.
Το δάσος του Ξηρομέρου στήριξε οικονομικά την τοπική κοινωνία σε δύσκολους καιρούς κι ενίσχυσε την εθνική οικονομία, με την προσφορά υπηρεσιών και αγαθών που θεωρούνταν πολύτιμα σε χρόνους δύσκολους, τα οποία μάλιστα εξάγονταν. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι χωρικοί ζούσαν από το δάσος, αν και από αυτό πλούταιναν οι προεστοί και ο Βεζύρης με τους γιούς του. Λέγει σχετικά ο W. M. Leake, που επισκέφτηκε την περιοχή στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν ακόμα την επανάσταση, όταν ο Τούρκος ήταν κυρίαρχος: «Ο Πρόδρομος όπως και όλα τα μικρότερα χωριά του Καρλιλίου είναι Σπαχιζικό και πληρώνει 2/15 της σοδειάς στο Σπαχή. Το υπόλοιπο ανήκει στον Προδρομίτη που εργάζεται μόνος και πληρώνει όλα τα έξοδα της καλλιέργειας. Η κατάστασή του, που δείχνει από αυτή την πρόταση ανεξάρτητος, κάθε άλλο παρά ανεξάρτητος είναι. Ο Κοτζαμπάσης ή Προεστός της Δραγαμέστου ή όποιου άλλου παραθαλασσίου τόπου πηγαίνει ο Προδρομίτης να πουλήσει το σιτάρι ή την παραγωγή του, δεν του επιτρέπει να επικοινωνήσει με τους νησιώτες, που θα του έδιναν καλή τιμή και επιβάλλει εαυτόν ως μεσάζοντα, σε πολή μειωμενη τιμή: για το λόγο αυτό η τωρινή τιμή για το σιτάρι δεν ξεπερνά εδώ τα 3 1/2 πιάστρα ανά 22 οκάδες, που εισοδυναμεί με 3 1/2 σελίνια ανά θυμωνιά. Το βελανίδι που ακόμα και σε τιμή κόστους θα ωφελούσε πάρα πολύ το χωρικό, ομοίως το εμπορεύονται μονοπωλιακά οι Προεστοί που αγοράζουν τα μικρά (τις χαμάδες) τη μιλιάδα 20 πιάστρα. ΄Ενας από τους συντρόφους μου μού λέει ότι αγόρασε ο ίδιος πρόσφατα από τους κατοίκους του Καρλιλίου μια ποσότητα έναντι 37 πιάστρων και την πούλησε έναντι 50. Το κατώτερης ποιότητας μεγαλύτερο βελανίδι που το λένε “κόχλα” πωλείται έναντι 12 πιάστρων τη μιλιάδα. Τα κικίδια πωλούνται από τους συλλέκτες τους έναντι 15 παράδων την οκά και το ίδιο ο μερτσόσπορος».

Η κτηνοτροφία αποτελούσε από τ’ αρχαία χρόνια βασική δραστηριότητα στο Ξηρόμερο.
Το δρυόδασος αποτελούσε τον τροφοδότη της κτηνοτροφίας της περιοχής –ήταν ο βοσκότοπος των ποιμνίων των Ξηρομεριτών–, αφού εκεί έβρισκαν πλούσια βοσκήσιμη ύλη τα αιγοπρόβατα, τα γουρούνια και τα βοοειδή (λιγότερο αυτά σε σχέση με τα υπόλοιπα), που συντηρούνταν από τους ντόπιους. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας όμως, δεν ήταν εύκολα τα πράγματα ως προς την άσκηση της κτηνοτροφίας στην Ακαρνανία. Ο Βεζύρης με τους γιούς του και τους πλούσιους Τούρκους είχαν την αποκλειστικότητα της βόσκησης στην περιοχή, ενώ το δικαίωμα να βοσκηθούν οι εκτάσεις από τους ντόπιους έπρεπε ν’ αγοραστεί, με την έκδοση άδειας από τον Βεζύρη, η εφαρμογή της οποίας επιβλέπονταν από Βλαχιώτες ή Αλβανούς της Πίνδου. Οι τελευταίοι ήταν ιδιαίτερα άγριοι και προξενούσαν τρόμο στους ντόπιους, οι οποίοι μάλιστα υποχρεώνονταν να τους φιλοξενούν και να τους παρέχουν τροφή και στέγη, τα λεγόμενα «κονάκια» –ήταν, καταλαβαίνουμε, πολύ σκληρό να εξυπηρετείς τον ελεγκτή και διώκτη σου· ήταν μια μορφή του ραγιαδισμού που επεβλήθη στον υπόδουλο Έλληνα!
Η κτηνοτροφία ασκούνταν από τους Ξηρομερίτες με σύστημα, φροντίζοντας για τη μη υποβάθμιση του οικοσυστήματος με την υπερβόσκησή του, αφού ήταν μετακινούμενη, κατά τους ισχύοντες εθιμικούς κανόνες, εξυπηρετώντας –η με αυτό τον τρόπο άσκηση της κτηνοτροφίας– αφενός την αποφόρτιση του δάσους από οργανική ύλη και το μικρότερο κίνδυνο πυρκαγιάς του, αφετέρου τον «καθαρισμό» του δάσους, ώστε να μπορούν να εργαστούν κατόπιν οι Ξηρομερίτες στη συλλογή του βαλανιδοκάρπου. Η κατά παράδοση τούτη δραστηριότητα, με τον τρόπο που ασκούνταν, λαμβάνοντας υπόψη και των λοιπών προσφορών της (λίπανση του εδάφους από τα κόπρανα των κτηνοτροφικών ζώων, ενίσχυση της βιοποικιλότητας με την «αναμόχλευση» του φυσικού συστήματος και τη μεταφορά σπόρων ή γύρεως κ.ά.) αποτελούσε μια πρακτική αγόμενη από το αρχαίο παρελθόν (βλέπε τη βόσκηση των ποιμνίων του Οδυσσέα εκεί, από τον Ευμαίο), κάτι που δεικνύει τη συνέχεια της κοινωνίας των ανθρώπων στον τόπο, σε μια πορεία συμβατή με τη φύση, κι όχι κυριαρχική, με πρακτικές φιλικές στο περιβάλλον κι εναρμονισμένες με τους κανόνες λειτουργίας της φύσης. Ασφαλώς, θα πρέπει να θεωρήσουμε ως βασικό λόγο της συνέχισης της πορείας του δάσους διά των αιώνων και της παράδοσής του στους επιγόνους, με τον άνθρωπο εν αυτώ, το ακολούθημα τέτοιων θεμελιακών αρχετυπικών πρακτικών από τους προγόνους, οι οποίες όμως εχάθησαν επιγενομένως, όταν οι επίγονοι είδαν τη γη εκμεταλλευτικά κι όχι χρηστικά, προσδίδοντάς της οικονομική σημασία.
Τρεις μεγάλες πέτρινες δεξαμενές βρίσκονται στον πυρήνα του βελανιδοδάσους Ξηρομέρου, οι οποίες κάλυπταν στο παρελθόν τις ανάγκες των νομαδικών και ντόπιων ζώων, όταν αυτά ανέρχονταν σε κάποιες δεκάδες χιλιάδες και η μεταφορά του νερού από τον κοντινό Αχελώο και τις κοντινές λίμνες ήταν αδύνατη.
Από τα προϊόντα του δάσους του Ξηρομέρου, βασικό ήταν το βαλανίδι, δευτερευόντως δε η φλούδα της βελανιδιάς, από τα οποία εξάγονταν δεψικές ουσίες, που χρησιμοποιούνταν στη βαφική και στην κατεργασία δερμάτων. Ο φλοιός της βελανιδιάς περιέχει δεψίνη που χρησιμοποιείται ευρέως για την παρασκευή δέρματος και σπάγκου. Μάλιστα, το βαλανίδι του Ξηρομέρου θεωρούνταν ως ένα από τα καλλίτερης ποιότητας παγκοσμίως, δίνοντας στο δέρμα ένα ιδιαίτερο χρώμα καφέ, πολύ ανθεκτικό και υγιεινό. Επίσης, το τριμμένο βαλανίδι και η τριμμένη φλούδα της βελανιδιάς, βρασμένα επί πολύ ώρα, έδιναν ένα μοναδικό χρώμα, που αποκαλούνταν «βαλανιδί» (κάτι ανάμεσα στο σκούρο λαδί και το χακί), καθώς και το μαύρο κορακίσιο χρώμα, που ήταν κατάλληλα για τη βαφή υφασμάτων και νημάτων. Τούτα τα προϊόντα, μαζί με το πρινοκόκκι, που θα δούμε αμέσως παρακάτω, διαμόρφωσαν μιαν ανθηρή αγροτοδασική και (σε δεύτερο στάδιο) βιομηχανική οικονομία, πρωτογενούς και δευτερογενούς μορφής, που είχε ως βάση της τα προϊόντα της δρυός, η οποία όμως, μετά το 1970, που η φυσική τανίνη υποκαταστάθηκε από την τεχνητή (τη δημιουργημένη από συνθετικές χημικές ουσίες), εξαλείφθηκε, και τούτο είχε ως αποτέλεσμα τα χωριά της περιοχής να μαραζώσουν και οι κάτοικοί της να οδηγηθούν στην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση.
Ένα από τα επίσης σημαντικά προϊόντα της δρυός, κύρια εξαγώγιμο από το Ξηρόμερο, ήταν το πρινοκόκκι (ή αλλιώς, κηκίδι ή κρεμέζι ή γκράνα). Τα κηκίδια παράγονταν όταν παράσιτο έντομο, το υμενόπτερο Κέρμης ο βαφικός, εναπόθετε τα αυγά του στον κορμό και στα φύλλα της δρυός (της βελανιδιάς κυρίως) αναγκάζοντας το δένδρο, αντιδρώντας, να δημιουργήσει οιδήματα, στα σημεία προσβολής του, γιομάτα με χρωστικές. Αυτά ήταν τα κηκίδια, που μαζί με τα αυγά του παράσιτου έδιναν τις χρωστικές που χρησιμοποιούνταν στη βαφική. Κατά την άνοιξη σχηματίζονται στα δρυόφυλλα μικρά εξοιδήματα, όπου εναποτίθενται περί τα 2.000 αυγά με μια χρωστική ουσία, πριν εκκολαφθούν. Από τους βόμβυκες μαζί με τα ζωύφια, που ξηραίνονταν στα φύλλα της δρυός, κατόπιν διεργασίας, προέρχονταν οι κόκκινοι κόκκοι, το πρινοκόκκι ή κερμέζι (από το αραβικό κερμέζ), και από αυτούς η βαφή, γνωστή ως κανναβάρι, που ήταν περιζήτητη στο εμπόριο. Ο κόκκος (ονομαζόμενος «κέρμος ο βαφικός») έδινε ένα βαθύ κόκκινο χρώμα, που επιζητούνταν για τη βαφή μαλλιών και μεταξιών. Η κατεργασία των κόκκων συνίστατο στο βρέξιμό τους με ξύδι ή κρασί και κατόπιν στο στέγνωμά τους ή το βράσιμό τους δίνοντας το βαθύ κόκκινο χρώμα.
Κηκίδες (galls ) βελανιδιάς, κατάλληλες για φυσικές βαφές.
Ενώ, το ξύλο της δρυός –της βελανιδιάς κατά το πλείστον– ήταν πολύτιμο και περιζήτητο, χρησιμοποιούμενο στη ναυπηγική κυρίως, στην οικοδομική, στην κατασκευή δρύινων βαρελιών, στην ξυλογλυπτική, για την παραγωγή ξυλανθράκων, καθώς επίσης και για καυσόξυλα. Το δάσος του Ξηρομέρου αποτέλεσε σε διάφορους καιρούς μεγάλο προμηθευτή ξύλου για διάφορες χρήσεις, κυρίως όμως για τη ναυπηγική, για εγχώριες και μη ανάγκες, κάτι που συνετέλεσε στον περιορισμό του και την υποβάθμισή του. Και τούτο διότι, η απόληψή του για τη χρήση αυτή οδήγησε στην αφαίρεση της καλλίτερης και σε μεγάλες ποσότητες ξυλείας, ενώ η ταυτόχρονη απόληψη του υπόλοιπου ξύλου, για τις λοιπές από τις προαναφερθείσες χρήσεις, καθώς και η άσκηση παράλληλων δραστηριοτήτων, όπως η βόσκηση, επέφεραν την ισχυρή διατάραξη του οικοσυστήματος και τελικά την υποχώρηση της δρυός από τα μέρη όπου εκτείνονταν. Το ζήτημα είναι ότι η εκμετάλλευση του δρυοδάσους για την απόληψη ναυπηγικής κυρίως ξυλείας, πραγματοποιήθηκε από κατακτητές, από ισχυρούς «συμμάχους» και κερδοσκόπους, ληστρικά κατά το πλείστον, λιγότερο δε από το ελληνικό κράτος, με αποτέλεσμα να μην ωφεληθεί αυτό οικονομικά –το αντίθετο μάλιστα, έγινε άθυρμα και πιόνι στη σκακιέρα των επιδιώξεων των εκμεταλλευτών–, ενώ επιπροσθέτως, η ζημιά στο ελληνικό φυσικό περιβάλλον ήταν ανεπανόρθωτη. Η δε τοπική κοινωνία, ουδόλως ωφελήθηκε από αυτή την εκμετάλλευση, τουναντίον ζημιώθηκε πολλαπλώς –κοινωνικά, περιβαλλοντικά, πολιτιστικά–, αφού είδε το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζούσε να καταστρέφεται, χρησιμοποιούμενη μάλιστα ως προς αυτό, προσφέροντας την εργασία της για την απόληψη του ξύλου, είτε μ’ ένα γλίσχρο μεροκάματο, είτε κατόπιν επιβολής από τον κατακτητή.
Για την οικονομική σημασία της δρυός στην Ελλάδα, και τη συμβολή της στην εθνική οικονομία, δίνουμε κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία των συλλεγόμενων ποσοτήτων βαλανιδιού σε πανελλήνια κλίμακα προπολεμικώς (διότι τότε ανθούσε η τοιαύτη οικονομία), όπως καταγράφονταν στους πίνακες στατιστικής δασικών προϊόντων του Υπουργείου Γεωργίας. Βλέπουμε λοιπόν ότι το έτος 1926 παρήχθησαν 9.615 τόνοι βαλανιδιού και εξήχθησαν 4.000 τόνοι αξίας 10 εκατ. δρχ, αποφέροντας έσοδα στο κράτος 602.600 δρχ από το φόρο και το μίσθωμα. Το έτος 1930 παρήχθησαν 6.282 τόνοι βαλανιδιού και εξήχθησαν 2.000 τόνοι αξίας 5 εκατ. δρχ, αποφέροντας έσοδα στο κράτος 650.000 δρχ από το φόρο και το μίσθωμα –η τιμή των βαλανιδιών το έτος 1930 κυμαίνονταν, στους μεν τόπους παραγωγής, όταν δηλαδή τα βαλανίδια αγοράζονταν επί τόπου από τον έμπορα, στις 1,50-3,00 δρχ κατά οκά, στη δε παραλία, όταν αυτά μεταφέρονταν από τον παραγωγό εκεί, για να φορτωθούν στα πλοία, στις 4-7 δρχ κατά οκά (Υπουργείο Γεωργίας, «Πίνακες στατιστικής δασικών προϊόντων», Αθήνα 1930). Νωρίτερα, το 1906, μας πληροφορεί ο Κωνσταντίνος Σάμιος, δασολόγος και Τμηματάρχης του Τμήματος Δασών του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ότι συλλέγονταν από τα ελληνικά δάση περί τους 7,5 εκατ. οκάδες βαλανοκηκιδίων, που αντιστοιχούσαν στις 1.875.000 δραχμές (Σάμιος Κ., «Το μέλλον των ελληνικών δασών», τύποις Σπ. Κουσουλίνου, Αθήναι 1906, σελ. 16). Δηλαδή, συλλέγονταν η ίδια ποσότητα με αυτή του 1926, που καταγράφεται στους πίνακες στατιστικής του Υπουργείου Γεωργίας. Μετά τον πόλεμο η παραγωγή βαλανιδιού έπεσε στους 2.000 τόνους το 1945, 3.000 τόνους το 1946 και 3.150 τόνους το 1947· χωρίς βέβαια να θεωρούνται μικρές κι αυτές οι ποσότητες.
Η Ελλάδα επομένως ήταν εξαγωγέας βαλανιδιού, με το κράτος να εισπράττει σημαντικά ποσά από την παραγωγή και διακίνησή του. Μιαν ανθηρή οικονομική δραστηριότητα είχε αναπτυχθεί από την εκμετάλλευση της δρυός, μια δραστηριότητα που δεν έφθειρε το δρυόδασος, αλλά αντίθετα το βοηθούσε, αφού έφερνε τον άνθρωπο σε άμεση επαφή με αυτό, κάνοντάς τον προστάτη του και πονητή του, κοινωνό και οικονόμο του. Μια δραστηριότητα που όμως το γύρισμα των καιρών την εξαφάνισε, η δε εξέλιξη της κοινωνίας απομάκρυνε τον άνθρωπο από το δάσος και τις πηγές του. Έμεινε μολοντούτο ως όμορφη πρόταση και ως διαιώνια ιδέα, να οικονομείς με γνώμονα το φυσικό αγαθό, χρησιμοποιώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του. Γίνεσαι διαχειριστής και οικονόμος του φυσικού συστήματος, όντας ενεργός εν αυτώ, και πνοός του. Η επιστροφή σ’ ένα τέτοιο πολιτισμό, αν και στις μέρες μας φαντάζει πράγμα ανέφικτο, ιδέα ασύμβατη με τα σημερινά δεδομένα, εντούτοις αποτελεί μιαν όμορφη και υγιή πρόταση για τον απεγκλωβισμό μας από τα οικονομικά στερεότυπα που μας πνίγουν και καθορίζουν την ανοίκεια και καταπληγική εξέλιξή μας!..
Χώρος αποξήρανσης βελανιδιών στο βελανιδόδασος Ξηρομέρου.

Σήμερα, η οικονομική σημασία του βελανιδοδάσους Ξηρομέρου, στο βαθμό τουλάχιστον που παλαιότερα λογίζονταν (σύμφωνα με τα προαναφερθέντα), δεν υφίσταται. Και τούτο διότι, αφενός ο Έλλην δεν είναι, όπως παλιά, πονητής της γης και δεν έχει δραστηριότητα διαχειριστική σε αυτήν, αφού έπαψε να έχει τη συγκρότηση και τη θεώρηση του υπαίθριου ανθρώπου, αφετέρου η οικονομική εξάρτησή του από το δάσος έχει απωλεσθεί, καθόσον η απόδοση προϊόντων από αυτό δεν είναι κάτι που πια τον ενδιαφέρει (αφού η αγορά δεν επιζητεί τα φυσικά προϊόντα, έχοντάς τα υποκαταστήσει από άλλα, σύνθετα-τεχνητά). Επιπροσθέτως, οι «κόποι» του παρελθόντος έχουν στη συνείδηση του Νεοέλληνα μυθοποιηθεί αρνητικά, συνιστώντας μια βάσανο που δεν την αντέχει η νέα τάση ζωής! –είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σήμερα η συμμετοχή του πρωτογενή τομέα στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν είναι στο 14%, ενώ προπολεμικά ήταν στο 70%, ενώ του τριτογενή τομέα είναι στο 62%, ενώ προπολεμικά ήταν στο 11%! Η καυσοξύλευση ασκείται πλέον έντονα στο δάσος του Ξηρομέρου, αίφνης προκύψασα λόγω της οικονομικής κρίσης που έχει πλήξει την ελληνική κοινωνία, η οποία μάλιστα πραγματοποιείται ληστρικά κι όχι με τη «σοφία» του παρελθόντος –κάτι που δεικνύει την αποστασιοποίηση του Νεοέλληνα από τη γη και τις περιβαλλοντικές αξίες, και τη μη νοιάξη του για τον τόπο και τη συνέχειά του.
Κύρια και κατά προτεραιότητα, η περιβαλλοντική αξία του δάσους λογίζεται ως υπέρτερη, ειδικά για ένα δάσος όπως αυτό, που θεωρείται ιστορικό, μνημειακό και υψηλής οικολογικής σημασίας. Επ’ ουδενί όμως, δεν πρέπει να επικρατήσει η μουσειακή αντίληψη της προστασίας του. Επ’ ουδενί δεν πρέπει ο άνθρωπος να εξαχθεί από αυτό, δεν πρέπει να θεωρηθεί ex officio βλαπτικός του, δεν πρέπει ν’ αποτελέσει μέρος του προβλήματος. Ο άνθρωπος αποτελεί μέρος του φυσικού συστήματος, αποτελεί μέρος του φυσικού γίγνεσθαι, το οποίο βεβαίως καθορίζει με τις ενέργειές του, αξιοποιώντας τη νόηση που του εδόθη ως προνόμιο. Δεν πρέπει για τούτο, να δρα αρνητικά στο περιβάλλον του, καθότι τότε καταδικάζεται ο ίδιος από τις ενέργειές του, με την κατάπτωση του συστήματος εντός του οποίου ενεργεί. Τούτο στις μέρες μας δε συμβαίνει και βλέπουμε τον άνθρωπο να έχει αποστασιοποιηθεί από τη φύση, λειτουργώντας κυριαρχικά προς αυτήν. Τούτη είν’ η καταδίκη του, την οποία, λειτουργώντας σε χρόνους του παρόντος κι έχοντας κοντόφθαλμη ματιά, δεν αντιλαμβάνεται. Συνεπώς αυτοκτονεί, με αργό ασύνειδο θάνατο, με το να αδυνατίζει και να μειώνει τη φύση. Ένας τέτοιος άνθρωπος γίνεται μέρος του προβλήματος τη φύσης, είναι εχθρός της· έστω κι αν δεν έχει συνείδηση του γεγονότος, ενεργώντας κατά την κυριαρχούσα (επιβαλλόμενη από το σύστημα λειτουργίας της αγοράς) αντίληψη της (υπερ)εκμετάλευσης της γης (των πόρων της). Υπάρχει όμως και ο σύννους άνθρωπος, ο συνειδητός και νοός της γης, που λογίζεται θετικά γι’ αυτήν. Το τέτοιο είδος ανθρώπων, το σπάνιο δυστυχώς στις μέρες μας, είναι που το θέλουμε στο δάσος. Είναι μέρος της λύσης στο πρόβλημα της φύσης, και το θέλουμε για να λειτουργήσει στο φυσικό σύστημα ενεργά, όπως ο πρόγονος, με άλλην όμως πρακτική, λόγω της διαφοροποίησης στη χρήση των μέσων και των πόρων που επέφερε η εξέλιξη των καιρών.
Βεβαίως, η εξέλιξη των καιρών επιβάλλει νέους τρόπους προσέγγισης της φύσης και λειτουργίας του ανθρώπου εν αυτής, διαφορετικές του προγόνου, απορρέουσες όμως από τη λογική και τον τρόπο λειτουργίας του. Μιαν άλλη αντίληψη πρέπει να υπάρξει για το πράττειν στο φυσικό γίγνεσθαι, όχι εκμεταλλευτική, αλλά συνεργατική με τη φύση. Όμορφα πράγματα δίνει η φύση, που προνόμια λογίζονται για όποιον διαφορετικά τη δει και τη νοιώσει στο πράξιμό της. Είναι αξίες που η απολαβή τους σ’ εξυψώνουν, καθότι το υψηλόν της φυσικής δημιουργίας και των φυσικών σχέσεων είναι που σε κάμουν στο νοιώσιμό τους προνομιούχο της ζωής. Η τέχνη, μόνο στο ίδιο ύψος με τη φύση μπορεί να σταθεί, πούνε κι αυτή δημιουργία, μια μεγαλουργία τεχνητή. Έχει γι’ αυτό, η φύση με την τέχνη, υψηλή συγγένεια. Έπειτα, οι άυλες προσφορές του δάσους ευφραίνουν και συγκινούν τον νοιωστό του. Κάμουν δε στη συνειδητοποίησή τους πιότερη την επιθυμία της προστασίας του φυσικού αγαθού, καθώς οι αξίες του ανάγονται στο ίδιο το αγαθό της ζωής. Το δάσος προσφέρει αξίες και ύλη, προσφέρει προϊόντα και υπηρεσίες, τις οποίες παλαιότερα με σοφία χρησιμοποιούσε ο πρόγονος, και τούτα δεν πρέπει ν’ αγνοήσουμε.
Μια νέα οικονομία, αρμονίας και ισορροπίας στο φυσικό σύστημα, πρέπει να διαμορφωθεί, ακολουθώντας τη νέα αντίληψη διαχείρισής του, χρήσης κι απόλαυσης των φυσικών πόρων, χωρίς την απώλειά τους…
Οι τανίνες, στα πλαίσια μιας οικολογικής βυρσοδεψίας, της οινοποιίας, της θεραπευτικής κ.ά., θα πρέπει να «ξαναϊδωθούν» και ν’ αποτελέσουν ξανά εξαγώγιμο φυσικό προϊόν των δρυοδασών μας. Αιθέρια έλαια μπορούν να εξαχθούν από τη δρυ, από φύλλα, από καρπούς και λειχήνες, για την αρωματοποιία και τη θεραπευτική. Άλευρα των κυπέλλων των βαλανιδιών μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δεψική ύλη, στη διατροφική, στη θεραπευτική, στη βιολογική κτηνοτροφία κ.ά. Τα φύλλα και ο φλοιός της βελανιδιάς είναι τα κύρια μέρη που χρησιμοποιούνται σαν φαρμακευτικά. Ο χυμός από τη σύνθλιψη των φύλλων μπορεί να εφαρμοστεί επάνω σε πληγές, και το διάλυμα που παράγεται από φύλλα διαποτισμένα με βραστό νερό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ν’ ανακουφίσει τα ξαναμμένα μάτια, επειδή είναι ικανό ψυκτικό. Χρησιμοποιείται η ίδια αυτή λοσιόν για οποιοδήποτε χτύπημα, γδάρσιμο, ή κάψιμο και ακόμη ως στοματικό διάλυμα για πληγωμένα ούλα. Επίσης ανακουφίζει από τις αιμορροΐδες, τη φλεβίτιδα και τον πονόλαιμο. Το αφέψημα του φλοιού χρησιμοποιείται για να μειώσει τον πυρετό, τη διάρροια, τη δυσεντερία, την αμυγδαλίτιδα, τη φαρυγγίτιδα και τη λαρυγγίτιδα. Ακόμα, ένα εύγεστο υποκατάστατο καφέ μπορεί να φτιαχτεί από βαλανίδια, ψιλοκόβοντας και ψήνοντας αυτά μέχρι να πάρουν ένα ανοιχτό καφέ χρώμα, και κατόπιν αλέθοντάς τα και ψήνοντάς τα πάλι να τα χρησιμοποιήσουμε. Η τρούφα επίσης, ο μύκητας (το υπόγειο μανιτάρι) της δρυός (συμβιεί στη ρίζα της), με τη γαστριμαργική του αξία και τη μεγάλη του αξία στην αγορά, μπορεί ν’ αποτελέσει ένα φυσικό προϊόν που θα στηρίξει οικονομικά τον τόπο, χωρίς να θίξει το φυσικό του περιβάλλον.
Τέλος, στα πλαίσια μιας νέας αντίληψης διαχείρισης αυτών των σημαντικών οικοσυστημάτων, θα πρέπει να τα δούμε και στο πλαίσιο της αναψυχής του ανθρώπου, και της δι’ αυτής απόλαυσης του φυσικού αγαθού, με δραστηριότητες όπως ο εναλλακτικός τουρισμός, η περιήγηση, η πεζοπορία, η ορειβασία, η κωπηλασία (στις λίμνες τους), το κανόε-καγιάκ (στα ρέματά του) κ.ά. Ήπιος, εναλλακτικός τουρισμός, χωρίς έντονες παρεμβάσεις κι ανατροπές, μπορεί ν’ αποτελέσει τον τρόπο επικοινωνίας ανθρώπου και φύσης, να έλθει αυτός κοντύτερά της, αναπτύσσοντας μια διαλεκτική μαζί της, οπωσδήποτε διαφορετική από αυτή του προγόνου, αλλά χρήσιμη κι ουσιαστική για τον αναπροσανατολισμό και τον επαναπροσδιορισμό του σε σχέση με το φυσικό του περιβάλλον.

Βιβλιογραφία
Ανώνυμος (έκτακτος ανταποκριτής), «Δάσος Αγρινίου», ανταπόκριση, περιοδ. «Μη Χάνεσαι», τόμος 4, τεύχος 484, έτος 1883.
Ανώνυμος (έκτακτος ανταποκριτής), «Το δάσος της Τριχωνίας», ανταπόκριση, περιοδ. «Μη Χάνεσαι», τόμος 4, τεύχος 496, έτος 1883.
Αραμπατζής Θ. «Θάμνοι και δέντρα στην Ελλάδα», τόμος Ι, έκδοση Οικολογικής Κίνησης Δράμας και Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Καβάλας, Δράμα 1998.
Αριανούτσου Μ., «Μεσογειακά οικοσυστήματα: Βιοποικιλότητα, προσαρμογές και κύρια περιβαλλοντικά προβλήματα», από το συλλογικό έργο «Ορεινός χώρος και δάση», επιμέλεια: Ηλίας Ευθυμιόπουλος &Μιχάλης Μοδινός, Διεπιστημονικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Ερευνών (ΔΙΠΕ), εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007.
Ασδραχάς Σπ., «Οικονομία και νοοτροπίες», εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1988.
Βακαλόπουλος Απ., «Νέα ελληνική ιστορία, 1204-1985», εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005.
BeauzourF., «Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία (1787-1797)», τίτλος πρωτοτύπου: TableauducommercelaGrece (ParisanVIII), μετάφραση: Ελένη Γαρίδη, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, εκδόσειςΑφοί Τολίδη, Αθήνα 1974.
BlondelJ. and J. Aronson, «Biology and Wildlife of the Mediterranean Region», Oxford University Press, Oxford 1999.
Βυζάς Ι., «Το βαλανίδι και η σημασία του διά την εθνικήν οικονομίαν», τύποις Μ. &Π. Μπετσάκου, Αθήνα 1940.
Βώκου Δ., Παντής Γ., Σγαρδέλης Στ., «Οικολογία: Η αναγκαιότητα της σύνθεσης, η γοητεία των σχέσεων», εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη αχρονολόγητο.
Γερασιμίδης Α., Παρχαρίδου-Αναγνώστου Μ., «Η δρυς και οι αρχαίοι Έλληνες», 11ο Πανελλήνιο Δασολογικό Συνέδριο, Αρχαία Ολυμπία 30 Σεπτεμβρίου έως 3 Οκτωβρίου 2003.
Γεωργούσης Στ., «Το δασικόν πρόβλημα και η ορεινή οικονομία», Αθήνα 1962.
Γιαννακοπούλου Ελ., «Δάση βελανιδιάς (17ος-19ος αιώνας): Παράγοντας οικονομίας-Πρόκληση ανταγωνισμού», πρακτικά ημερίδας με θέμα «Δάση Βαλανιδιάς: Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον»,Μεσολόγγι 2002.
Γιόνας Χ., «Φιλοσοφικές έρευνες και μεταφυσικές εικασίες», μετάφραση: Λευτέρης Αναγνώστου, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2001.
Γρίσπος Π., «Δρυς η Φηγός», περιοδ. «Δασικά Χρονικά», τεύχη 81ο-82ο, Ιούλιος-Αύγουστος 1965.
Γρίσπος Π., «Δασική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1973.
Colgaghi D. E., «Journal of tour in Akarnania, with account of ruins of New Pleuron, Gyftocastro and Petrovouni (Trancaction of the Royal Society of Literature, vol. 7), Article dated Missolohghi, 1861.
Crawford M., «The Living Earth», London 1976.
Δασική Επιθεώρηση Μεσολογγίου (9η), «Δασοπονική μελέτη περί προσωρινής διαχειρίσεως του δημοσίου δασικού συμπλέγματος “Μάνινα” Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας», συντάξας: Δημήτριος Καρπούζας, Μεσολόγγι 1964.
Debazac E., «Note sur grandes divisions ecologiques de la Grece», Athens 1968.
Εξηντάρης Γ., «Η ήμερη βελανιδιά ενάντια στις πυρκαγιές, στη λειψυδρία και στην ερημοποίηση», Σύλλογος Φίλων της Βελανιδιάς &Περιβάλλοντος, www.econews.gr, τελευταία ενημέρωση: 6-4-2009.
Ζαβρακά Δ., «Από τη “μυθική αγριότητα” στη “δαμασμένη φύση”: Παραδείγματα από τον ελληνικό χώρο», από πρακτικά συνεδρίου «Η διεκδίκηση της υπαίθρου–Νοηματοδότηση και κατοίκηση της φύσης στη σύγχρονη Ελλάδα», οργάνωση: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας–Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Βόλος Μάρτιος 2008, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2009.
GastonK. &SpicerJ., «Βιοποικιλότητα. Μια εισαγωγή», τίτλος πρωτοτύπου: Biodiversity. AnIntroduction, επιμέλεια απόδοσης στα ελληνικά: Χαρίτων Χιντήρογλου και Δημήτρης Βαφειάδης, εκδόσειςUniversity Studio Press, Θεσσαλονίκη 2002.
Heuzey L., «Le Mont Olympe et l’ Acarnanie», Paris 1860.
Horden P., Purcell N., «Μεσόγειος, θάλατταπονηροδιδάσκαλος», τίτλοςπρωτοτύπου:«The corrupting sea»,μετάφραση: ΝτίναΣαμπεθάϊ, εκδόσειςΟδυσσέας, Αθήνα 2004.
Ιωαννίδης Αρ.,«Βαλανιδοκούπες και δερματουργία. Πορεία και προοπτική», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2001.
Καραγιάννης Αλ., «Χλωρίδα και πανίδα στην Ελλάδα στα τέλη της Τουρκοκρατίας», περιοδ. «Δασικά Χρονικά», τεύχος 7-8, Ιούλιος-Αύγουστος 1982.
Καρράς Δ., «Ο αγρότης και το δάσος. Εκχέρσωσις», περιοδικό «Το δάσος», έτος Α΄, αριθ. τευχ. 2 & 3, έτος 1947.
Κοντός Π., «Δασική Ελληνική Ιστορία», Αθήνα 1929.
Leake William Martin, «Travels in Northen Greece», London 1835.
Μάργαρης Ν., «Οδοιπορικό στο ελληνικό περιβάλλον. Οικολογικά ταξίδια και ιστορίες στην Ελλάδα του 21ου αιώνα», εκδόσειςΕλληνικά Γράμματα, γ΄ έκδοση, Αθήνα 2001.
Νιτσιάκος Β., «Πεκλάρι. Κοινωνική οικονομία μικρής κλίμακας», εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2015.
Ντάφης Σπ. κ.ά., «Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Το έργο οικοτόπων στην Ελλάδα: Δίκτυο ΦΥΣΗ 2000», Γενική Δ/νση ΧΙ Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας-Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων, Αθήνα 1997.
Ντάφης Σπ., Κακούρος Π., «Οδηγίες για την ανόρθωση υποβαθμισμένων δασών δρυός και αριάς», Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας-Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων, Θεσσαλονίκη 2006.
Ντούρος Γ., «Δρύες και δρυοδάση», πρακτικά ημερίδας με θέμα «Δάση Βαλανιδιάς: Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον», Μεσολόγγι 2002.
Oates J., «Against Nature», North Point Press, S. Francisco 1987.
OECD, Environmental Indicators for Agriculture: Volume 3 Methods and results – Paris, Organisation for Economic Co-operation and Development, 2001.
Πάνου Δ., «Η ορεινή ύπαιθρος», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1957.
Παντέρα Αν., Παπαναστάσης Β.Π., «Φυτρωτικότητα της βαλανιδιάς στο πεδίο», 6ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο, Λεωνίδιο Αρκαδίας, 2 έως 4 Οκτωβρίου 2008.
Παντέρα Αν., «Σημερινή κατάσταση των δασών βαλανιδιάς στην Ελλάδα», πρακτικά ημερίδας με θέμα «Δάση Βαλανιδιάς: Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον», Μεσολόγγι 2002.
Παντέρα Αν. κ.ά., «Βαλανίδι: ταξίδι στην ιστορία και τη χρήση του», 14ο Πανελλήνιο Δασολογικό Συνέδριο, Πάτρα 1-4 Νοεμβρίου 2009.
Παπατρέχας Γ. «Ιστορήματα», έκδοση του Συλλόγου Μαχαιριωτών Αθήνας, Αθήνα 1983.
Παπατρέχας Γ., «Ο βελανιδώνας “Μάνινας” Ξηρομέρου», εφημερίδα «Νέα Εποχή», 30 Ιουλίου 2013.
Πασιαλής Κ., «Το μέλλον της Ανασελίτσης. Μελέτη περί δενδροκομίας», ιδιωτική έκδοση, Τσοτύλιον 1930.
Πλασσαρά Κ., «Ένα σπάνιο δάσος γίνεται καυσόξυλα!», περιοδ. «ΟΙΚΟ» της εφημερίδας «Η Καθημερινή», τεύχος 49ο, Οκτώβριος 2006.
Ποιμενίδης Άγγ., «Οι Ορφικοί δρυμώνες της Θράκης», περιοδικό «Δασικά Χρονικά», τεύχος 107, Σεπτέμβριος 1967.
Pouqueville F. C. Y. L., «Ταξίδι στην Ελλάδα: Στερεά Ελλάδα, Αττική-Κόρινθος», πρόλογος: Γιώργης Έξαρχος, μετάφραση: Μίρκα Σκάρα, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1995.
Πριόβολος Ευθ., «Η Αιτωλοακαρνανία με τα μάτια των περιηγητών», εκδόσεις Αιτωλοακαρνανικός Τύπος, Αθήνα 2004.
Σάμιος Κ., «Το μέλλον των ελληνικών δασών», τύποις Σπ. Κουσουλίνου, Αθήναι 1906.
Schama S., «Landscape and Memory», Penguin, London 1996.
Στεφάνου Αν., «Αι Δρυάδαι των αρχαίων Ελλήνων και τα δάση των νεωτέρων», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1936.
Στεφάνου Αν., «Οι Αρκαδικοί δρυμοί άλλοτε και τώρα», περιοδ. «Δασικά Χρονικά», τεύχη 32ο-33ο, Ιούνιος-Ιούλιος 1961.
Στεφάνου Αν., «Πυρκαγιές και αναδάσωση», εφημ. «Η Καθημερινή», φύλλο 22ας-7-1977.
Συλλογικό, «Γεωργία και περιβάλλον: Οι δύο όψεις του φεγγαριού», συλλογικός τόμος, επιλογή και επιμέλεια κειμένων: Ν. Σ. Μάργαρης, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1997.
Τάξης Στ., «Συνοπτική ιστορία και τοπογραφία της Λέσβου», έκδοσις δευτέρα (επαυξημένη και μετερρυθμισμένη), εκ του τυπογραφείου Ι. Πολίτου, εν Καΐρω 1909.
Τρούμπης Α., «Λογία Οικολογία», εκδόσειςΤυπωθήτω, Αθήνα 1999.
Τσιτσάς Σ., «Τ’ αγριόδεντρα του βουνού και του λόγγου», έκδοση 4η, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1978.
Τσουμής Γ., «Αποδάσωση και αναδάσωση της Ελλάδας», Ελληνική Δασολογική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 1992.
Τσουμής Γ., «Οι θεοί και τα δάση στην Αρχαία Ελλάδα», περιοδ. «Γεωτεχνικά Επιστημονικά Θέματα», έτος δημοσιεύματος 1999.
Τσουμής Γ., «Δάση και περιβάλλον στην αρχαία Ελλάδα», UniversityStudioPress, Θεσσαλονίκη 2007.
Tucker G. M. and J. Dixon, (1997) Agricultural and grassland habitats. Pq 267-325. In Tucker, G.M. and Evans, M.I. Eds. (1997) Habitats for Birds in Europe: A Conservation Strategy for the Wider Environment. Bird Life International, Cambridge (UK). (Bird Life Conservation Series No. 6).
Van Dijk G., Biodiversity and multifunctionality in European agriculture: priorities, current initiatives and possible new directions. Paper presented at the ECNC seminar in Brussels in March 2001, Geneva, UNEP-ROE.
Υπουργείο Γεωργίας, «Πίνακες στατιστικής δασικών προϊόντων», Αθήνα 1930.
Υπουργείο Γεωργίας, «Κριτήρια και δείκτες αειφορικής διαχείρισης των δασών της Ελλάδας», αυτοτελής έκδοση, Αθήνα 2000.
Wright H. A. & A. W. Balley, «Fire ecology», John Wiley & ons, Inc. New York 1982.
Φλωμπέρ Γ., «Το ταξίδι στην Ελλάδα», μετάφραση: Π. Α. Ζάννας, πρόλογος: Κ. Θ. Δημαράς, εκδ. Ολκός, έκδοση Ε΄, Αθήνα 2000.
Χριστοδουλόπουλος Αντ., «Παραγωγή και εκμετάλλευσις βαλανιδιού», περιοδ. «Δασική ζωή», τεύχη 51ο-52ο, Μάρτιος-Απρίλιος 1937.
Ψύλλας Ν. Ι., «Ιστορίαν της Νήσου Κέας», έκδοση του Συνδέσμου των εν Αθήναις και Πειραιεί Κείων, Αθήνα 1921.
Υποσημείωση του συγγραφέα

Για τη δημιουργία του παρόντος έργου ήταν σημαντική η συμβολή του Αποστόλη Τζογάνη, ιδρυτικού μέλους του Συλλόγου Φίλων της Βελανιδιάς και του Φυσιολατρικού Συλλόγου Παιώνια, ο οποίος μου έδωσε την ιδέα της σχετικής έρευνας και μου χορήγησε από το αρχείο του μεγάλο μέρος από το βιβλιογραφικό υλικό και το αντίστοιχο φωτογραφικό.