Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Μνημόσυνο στον καλό μας παπα-Φώτη

Ο παπα-Φώτης δεν υπάρχει πια μεταξύ μας. Ο Κύριος που τον έχρησε ποιμένα των πιστών του φρόντισε να τον αναπαύσει εκεί κοντά «στας αιωνίας μονάς Του». Κι εμείς τον αποχαιρετήσαμε και του ευχηθήκαμε να ’ναι καλό το ταξίδι του και να ’ναι καλός πρεσβευτής μας κοντά στον Κύριό μας.
Φτωχόπαιδο, σαν όλα τα παιδιά του χωριού κι αυτός, κι εκτός από λίγα γιδάκια που συντηρούσε ο πατέρας του ο Μήτσος, σ’ όλο το χωριό γνωστός, μ’ ένα ψωμοσάκουλο στην πλάτη και λίγα φτωχοχώραφα, απαντοχή δεν είχε άλλη καμιά, την ώρα που όλοι βγαίνουν στα τρίστρατα ν’ ανταμώσουν τη μοίρα τους και ν’ ανοίξουν το δρόμο της ζωής τους, διάλεξε, απ’ ό,τι εκείνη του πρότεινε, του παπά το επάγγελμα. Έτσι και κοντά στο Θεό και το Χριστό και τους αγίους θα βρισκόταν και στους χωριανούς του θα παραστεκόταν στις καλές και ευχάριστες αλλά και στις άσχημες και οδυνηρές στιγμές που πάντοτε παρουσιάζονται στη σύντομη γήινη πορεία του, πότε ευλογώντας και πότε παρηγορώντας τους. Έτσι ο παπάς ξεχωρίζει απ’ τους άλλους χωριανούς και βρίσκεται ανάμεσα στους πρώτους παράγοντες του χωριού μαζί με το δάσκαλο και το γιατρό, αν υπάρχει, και όλοι τον σέβονται και τον ευλαβούνται.

Είναι αλήθεια ότι κουράστηκε και δυσκολεύτηκε στην αρχή στον ιερό και απαιτητικό χώρο που βρέθηκε – κι ας μην ξεχνάμε ότι κάθε αρχή και δύσκολη – και έπρεπε να αναδειχθεί άξιος ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Με το ζήλο, την υπομονή και τη δυνατή θέληση που διέθετε, πολύ γρήγορα ξεπέρασε όλα τα εμπόδια, απόχτησε την ευχέρεια στη διαχείριση του οίκου του Κυρίου και την εμπιστοσύνη όλων των χωριανών, που του έδειχναν το σεβασμό και της εμπιστοσύνη του και καμάρωναν που το χωριό τους είχε δικό τους παπά. Όλοι τον ζητούσαν στις συντροφιές τους και με την παρουσία του σεμνύνονταν και ημέρευαν και, έστω και προς στιγμήν, παραμέριζαν τις κακές τους συνήθειες και στις συμβουλές του δεν στέκονταν αδιάφοροι.
Πρώτο καθήκον το λειτουργικό και οι ιερουργίες που πάντοτε τελούνταν σχολαστικά. Αλλά ο οίκος του Κυρίου είχε κι αυτός τις ανάγκες του. Ήθελε κατ’ αρχήν συντήρηση και καλλωπισμό, εικονογράφηση, καθίσματα, καμπαναριό και άλλα πολλά. Σιγά-σιγά και με πολλές προσπάθειες βρέθηκαν καλοί χριστιανοί που άλλοι με εισφορές και άλλοι με προσωπική εργασία κάλυψαν όλες τις ελλείψεις και κάποια στιγμή η εκκλησία έλαμψε σαν κόσμημα και στολίδι του χωριού. Όμως είχε και το χωριό ελλείψεις. Ο παπα-Φώτης φρόντισε και γι’ αυτές. Το μέρος στην ανατολική πλευρά της πλατείας ήταν ανώμαλο και επικίνδυνο. Με εύστοχες ενέργειες του παπά και με τη συνδρομή και τη βοήθεια ενός ενεργού και δραστήριου μέλους του ενοριακού συμβουλίου, καλύφθηκε με τσιμέντο και η έκτασή της αυξήθηκε αισθητά. Το σπουδαιότερο όμως έργο του παπά, που θα διαιωνίζει το όνομά του δεν ήταν τα παγκάκια που τοποθέτησε στις δυο πλευρές της και τα αποχωρητήρια που φρόντιζε, όσο το μπορούσε, και για την καθαριότητά τους και το ’χε παράπονο που οι χωριανοί έβαζαν τα δυνατά τους για να αποδείξουν ότι δεν είναι άξιοι για τέτοιες πολυτέλειες. Είναι η έμπνευσή του να φυτέψει εκείνο τον πλάτανο που δεσπόζει στην πλατεία και είναι καταφύγιο όλων εκείνων που επιθυμούν να ξεκουραστούν, να δροσιστούν και να ηρεμήσουν.
Μια άλλη έγνοια του παπα-Φώτη ήταν τα εκκλησάκια που στεφανώνουν το χωριό μας. Με την επιμονή του κατάφερε να ενεργοποιήσει τους χωριανούς να τα αναστηλώσουν και να τα εξωραΐσουν. Αλλά και για το νεκροταφείο δεν αμέλησε ο παπα-Φώτης. Άφησε κι εκεί τα σημάδια του.
Καημός του μεγάλος που οι χωριανοί την ώρα της λειτουργίας κάθονταν, ξαπλωμένοι, σε δυο-τρεις καρέκλες ο καθένας, στα καφενεία. Όμως ο ίδιος δεν έλειπε από καμιά εκδήλωση των χωριανών είτε στο χωριό γίνονταν είτε στην Αθήνα, κρατώντας και το πετραχείλι του για να ευλογήσει την εκδήλωση.
Ήταν καλός ο παπα-Φώτης και ήξερε να τιμάει το σχήμα του. ήταν λαφροπάτητος κι ένιωθες το πέρασμά του μόνο από το φουρφούρισμα που έκαναν τα ράσα του και στρέφοντας προς το μέρος του άκουγες τη ζεστή καλημέρα του και τις ευχές του ανάλογες με το κλίμα των ημερών. Σ’ εμένα ήταν φιλικός ο παπάς όπως κι εγώ μαζί του. Μ’ ακολούθησε πολλές φορές στην Αγία Δευτέρα, στα Βληζιανά όπου κάναμε λειτουργίες στη μνήμη του πατέρα μου, που μαύρες και σατανικές ψυχές του αφαίρεσαν τη ζωή του. Εκεί στο χωριό τα καλοκαίρια το πιάναμε στην πλατεία μαζί και με τον μακαρίτη παπα-Στράτο και με την κουβέντα αποξεχνιόμασταν ώσπου άδειαζε η πλατεία. Θυμάμαι τη χρονιά που με πήρε μαζί με τον Αλέκο Σάββα και τον ξάδερφό μου το Βασίλη Μπουκουβάλα να μας δείξει όλα τα ξωκλήσια του χωριού που έλαμπαν φρεσκοβαμμένα και καλοσυντηρημένα. Τελευταία με ταχυδρόμο τον Αλέκο Σάββα παίρναμε και δίναμε χαιρετίσματα ο ένας στον άλλον. Τελειώνοντας ο περσινός χρόνος έμαθε απ’ τον Αλέκο για κάποια αρρώστια και μου παράγγειλε με τον ίδιο ότι γρήγορα θα μου περάσει από τις παρακλήσεις που έκανε στον Κύριο για την υγεία μου. Έπιασαν οι ευχές του κι έγινα καλά. Αυτός όμως άφησε στις βουλές του Κυρίου όλες τις φροντίδες για την πορεία της υγείας του.
Αγαπητέ μας παπα-Φώτη, το χωριό μας φτώχυνε με την απουσία σου αλλά το ίδιο αισθάνονται και όλοι οι πιστοί των γύρω χωριών που τους λειτουργούσες και τους θυμιάτιζες αφού τους έλειπε ο παπάς. Βλέπεις οι παπάδες έχουν συγκεντρωθεί στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις και η Ιερά Σύνοδος διόλου δε νοιάζεται να τακτοποιήσει αυτό το φαινόμενο. Εμείς οι χωριανοί σου θα θυμόμαστε την καλοσύνη σου, την προθυμία σου και το γλυκό σου λόγο. Θα σε κρατούμε ζωντανό στη μνήμη μας όπως ήσουν σ’ όλη τη γήινη πορεία σου. Ας είναι ελαφρύ το χώμα της Χρυσοβιτσάνικης γης που σε σκέπασε.
Πάνος Λαζαρόπουλος
18.2.2017