Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Οι χωροφύλακες φωτογραφίζονται με τους «λήσταρχους Τσεκουραίους», που πάνε για κρεμάλα. H τελευταία φωτογραφία πριν την εκτέλεση. Τους πρόδωσε ο κουμπάρος τους


Τσεκουραίοι, φωτογραφία Άνοιξη, 1895.
Στη φωτογραφία εικονίζονται οι φοβεροί λήσταρχοι Τσεκουραίοι, μετά τη σύλληψή τους. Η φωτογραφία τραβήχτηκε στην πόλη της Αμφιλοχίας, που τότε ήταν γνωστή ως Καρβασαράς.
Από αριστερά προς τα δεξιά εικονίζεται ο Αθανάσιος Σμεράιδος, ο 28χρονος Ν. Κολομπάτσος, ο Θύμιος και ο 30χρονος Νίκος Τσεκούρας, ο οποίος ήταν γνωστός ως Μιτάκιας και ο 25χρονος Θανάσης Τσεκούρας. Πίσω τους διακρίνεται το απόσπασμα των χωροφυλάκων που τους συνέλαβε.
Αρχηγός της συμμορίας ήταν ο Θύμιος, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1850 και εργαζόταν ως κτηνοτρόφος. Τα μέλη της οικογένειας των Τσεκουραίων βγήκαν στο κλαρί όταν ήρθαν σε ρήξη με την οικογένεια των Φαλαγκραίων, εξαιτίας ζωοκλοπής. Κάποιος από τους Τσεκουραίους σκότωσε τον αρχιτσέλιγκα της οικογένειας και τότε αναγκάστηκαν να πάρουν τα βουνά. 1895, Οι λήσταρχοι σιδεροδέσμιοι στην Αμφιλοχία. Πηγή φωτογραφίας: Βιβλίο, «Ταξίδι σε χρόνια λησμονημένα», Νικόλαος Χαρ. Τέλωνας Τον χειμώνα πήγαιναν στην Αμφιλοχία και στο Ξηρόμερο και το καλοκαίρι στα βουνά της Γκαβαλιώρας γνωστή ως Γλύστρα. Σύμφωνα με τις παλιές διηγήσεις, είχαν σκοτώσει Αρβανιτοβλάχους τσέλιγκες και έκαναν ληστείες.

Μέρος των χρημάτων που έκλεβαν, το χρησιμοποιούσαν για να εξαγοράσουν αιχμαλώτους αλλά και για να κάνουν δωρεές στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Επίσης, πάντρευαν φτωχά κορίτσια και απένειμαν δικαιοσύνη όπως αυτοί την εννοούσαν. Οι Τσεκουραίοι αναμείχθηκαν και στην πολιτική και είχαν στενή σχέση με τον δήμαρχο της Αμφιλοχίας, Γάκη Καραπάνο. Η φήμη τους ήταν τόσο μεγάλη που λέγεται πως όταν οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν την παρουσία τους στην πόλη, κατά την προεκλογική περίοδο, οδηγήθηκαν τρομαγμένοι στην κάλπη του Καραπάνου.
Η σύλληψη Την άνοιξη του 1895, η ληστροσυμμορία κατέβηκε στον Βάλτο. Στη συντροφιά τους είχε προστεθεί και ο Καρβασαριώτης Σπύρος Σμεράϊδος, τον οποίο είχαν «για το ασκί». Η φράση χαρακτήριζε το μέλος της συμμορίας που αναλάμβανε τις βοηθητικές εργασίες. Κάποια στιγμή ξέμειναν από νερό και τον έστειλαν σε κοντινό πηγάδι. Απόσπασμα με επικεφαλής τον Τρυπογιώργο, πληροφορήθηκε την παρουσία τους στην περιοχή και κατευθύνθηκε προς την Αμφιλοχία. Το κίνητρο ήταν μεγάλο, καθώς οι χωροφύλακες που έπιαναν ληστές έπαιρναν προαγωγή.
Οι χωροφύλακες είδαν τον Σμεράιδο που κουβαλούσε νερό και κρύφτηκαν για να μην τους αντιληφθεί. Στη συνέχεια τον παρακολούθησαν και οδηγήθηκαν στην κρυψώνα της συμμορίας. Σε λίγη ώρα, περικύκλωσαν την περιοχή και τους επιτέθηκαν. Ο αρχηγός της συμμορίας, Θύμιος διέταξε τους ληστές να περάσουν στην απέναντι πλαγιά του βουνού, που ήταν αφύλαχτη. Από τη συμπλοκή έχασαν τη ζωή τους δύο υπαξιωματικοί. Τελικά όπως είπαν μετά, παραδόθηκαν και ο λόγος ήταν ότι από μακριά έβλεπαν τα ζώα και νόμιζαν ότι ταν χωροφύλακες, άρα το αριθμητικό πλεονέκτημα ήταν τεράστιο για τον αντίπαλό τους και η αντίσταση μάταιη. Οι χωροφύλακες τους πέρασαν σιδερένιες κλάπες, που ενώνονταν μεταξύ τους με χοντρή αλυσίδα και τους οδήγησαν σιδεροδέσμιους στην Αμφιλοχία, όπου τους φωτογράφισαν.
Όλοι τους ήταν τραυματισμένοι εκτός από τον αρχηγό τους, τον Θύμιο. Κατόπιν, τους επιβίβασαν σε άμαξες και τους έστειλαν με ισχυρή συνοδεία στο Μεσολόγγι. Εκεί, πρότειναν στον Θύμιο να του χορηγήσουν χάρη, επειδή στο παρελθόν είχε πολεμήσει με γενναιότητα σε συμπλοκές τους Τούρκους και είχε αρπάξει από τα χέρια τους τη σημαία. Ωστόσο, εκείνος απάντησε: «Η όλοι λεύτεροι ή κανένας» και η πολιτεία τους οδήγησε στις φυλακές του Ναυπλίου. Τον Νοέμβριο του 1895, ο δημοσιογράφος Τάσος, της εφημερίδας «Σκριπ» τους επισκέφτηκε στις φυλακές στο Παλαμήδι. Στο ρεπορτάζ της εφημερίδας τους χαρακτήριζε «λεβέντηδες». Όπως ανέφερε, λησμονούσαν το αγέρι του βουνού και ήλπιζαν να μην τους «κόψουν» στη λαιμητόμο.
Ο ωραιότερος όλων ήταν ο Αθανάσιος, ο οποίος ήταν μετρίου αναστήματος και είχε κοντά γένια. Ο Αθανάσιος ρώτησε τον δημοσιογράφο: «Τόσο μεγάλους μας πήρατε, που’ ρχόσαστε να μας δήτε;. Εμείς κύριε μου είμαστε μικροί φυγόδικοι και τίποτε παρά πάνω. Εμείς ό,τι και να κάναμε κακό το κάναμε στην Τουρκία, με τους Ρωμιούς είμαστε φίλοι». Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους, κατέβηκαν στην Αμφιλοχία για μια δουλειά, την οποία όμως δεν του αποκάλυψαν. Σκοπός τους ήταν να φύγουν στο εξωτερικό για να αποφύγουν την επικείμενη σύλληψη. Ωστόσο, κάποιος από τους ντόπιους τους πρόδωσε και συνελήφθησαν. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο άνθρωπος που τους πρόδωσε ήταν ο κουμπάρος του Θύμιου.
Παρόμοιοι υπαινιγμοί για την προδοσία εμπεριέχονται και σε δημοτικό τραγούδι που αναφέρει: 
«Καλά ήσουν Θύμιο μ΄ στ’ Άγραφα καλά και στα Τζουμέρκα Τι χάλευες, τι γύρευες Καρβασαρά και Βάλτο; 
-Ήρθα να δω τους φίλους μου και τους παλιούς κουμπάρους 
Κι ένας κουμπάρος μου καλός, φίλος μου μπιστεμένος που’χε στα χείλη ζάχαρη και στη καρδιά φαρμάκι επήγε και με πρόδωσε στων σταυρωτών τα χέρια Τέτοιους φίλους άμα έχεις τους εχθρούς σου τι τους θέλεις;» Οι λήσταρχοι προσπάθησαν να δραπετεύσουν από το κελί των φυλακών αλλά δεν τα κατάφεραν. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και οδηγήθηκαν στη λαιμητόμο, εκτός από τον Σμεράιδο, στον οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 χρόνια.
Το κείμενο βασίστηκε στο βιβλίο του Νικόλαου Χ. Τέλωνα, «Ταξίδι σε χρόνια λησμονημένα» Αμφιλοχία (Καρβασαράς)1829-1944, Τομος Β’, Δημοτική Βιβλιοθήκη Αμφιλοχίας «Π. Κόκκαλης»….

πηγή:mixanitouxronou.gr
e-maistros