Σάββατο 22 Απριλίου 2017

ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ 1940 - 1948 ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗ "Στον Αι-Γιώργη της Βόνιτσας"

Του Άι-Γιωργιού που πέφτει συνήθως την άλλη μέρα του Πάσχα, γινόταν χαμός να βρούμε και μεις κανένα γάιδαρο, να πάμε καβάλα στο εκκλησάκι του.
Ήταν έθιμο απ τα χρόνια τα παλιά να πηγαίνει ο κόσμος στο ξωκλήσι αυτό καβάλα στ άλογά του, γιατί ο Άγιος αυτός, περ απ το ότι ήτανε καλός καβαλάρης, είχε σκοτώσει και το θεριό - που καθώς λέγανε - έτρωγε τις κοπέλες.
Όταν αντρώσαμε και γίναμε εννιάχρονα - δεκάχρονα παιδιά, έπρεπε και μεις να βρούμε τον τρόπο και να πάμε καβάλα, να προσκυνήσουμε.
Τότε όμως, υπήρχε μεγάλη έλλειψη από άλογομούλαρα, γιατί τα είχαν πάρει όλα στο Αλβανικό μέτωπο κι από τότε, δε τα ματάδαμε.

Τα δυο γαϊδούρια που είχαν απομείνει στη γειτονιά μας, ήτανε να τα κλαις. 
Το ένα γύριζε αδέσποτο στο δρόμο κι έτρωγε χαρτιά και προκηρύξεις, σαν να ήτανε μαρούλια και το άλλο ήταν κλεισμένο μέσα στη μάντρα του Μαρκαντώνη.
Η μάντρα αυτή ήταν γεμάτη από φωλιές με σερσέγκια, όπως σας έλεγα και πρωτύτερα. 
Ανέβηκα εκείνη τη μέρα με προσοχή στη μάντρα αυτή να κόψω καμιά μέσπλα (μούσμουλο) να φάω, όταν είδα πιο κει, απ τη μέσα μεριά της μάντρας, το γάιδαρο.
Για πλάκα, μάζεψα μια χούφτα μαυλισμένα κουκαλίτσα -απ τις μέσπλες που έτρωγα-,,, κι όταν του τα πέταξα,,, έγινε το κακό.
Τράβηξε κι αυτός μια κλοτσά προς τα πίσω και κατά τύχη πέτυχε μια κυψέλη, που ήταν εκεί. 
Σκόρπισε το μελίσσι ολόγυρα του και τον έκανε ταμπούρλο.
Εγώ τσακίστηκα να εξαφανιστώ, πέφτοντας άγαρμπα απ τη μάντρα, πριν με πάρουν σβάρα, μέλισσες και σερσέγκια.
Το άλλο που έτρωγε τα χαρτιά, αδέσποτο καθώς ήταν και ξεσαμάρωτο, του μπήκαμε καβάλα τέσσερα μικρά τη μέρα του Άι-Γιωργιού,,, και τραβήξαμε με χαρές και τραγούδια, για το εκκλησάκι του Άι-Γιώργη.
Μετά από μια περιπετειώδη διαδρομή φτάνοντας εκεί, κάναμε τρις γύρους την εκκλησία και μπήκαμε -όπως τ όχαμε συνήθειο- και μέσα.
Σκάλωσε όμως ο γάιδαρος,,, και δεν ήθελε με τίποτας να βγει απ την πίσω πόρτα.
Ήρθαν και τ άλλα γαϊδούρια -καμιά δεκαριά- που κάνανε αρβανάκι γύρω-γύρω την εκκλησιά,,, κόλλησαν κι αυτά πίσω μας και έγινε ο μεγάλος χαμός.
Φώναζαν οι άλλοι ούιστ, καθώς ο ένας από μας τράβαγε το κεφάλι του γάιδαρου απ έξω,,, και τ άλλα τρία, του σπρώχναμε τα καπούλια.
Με το που τον βγάλαμε έξω, άρχισαν τα δύσκολα.
Ο γάιδαρος δεν κουμαντάρονταν με τίποτα.
Παραπάταγε από εδώ, παραπάταγε από κει, μέχρι που στο τέλος μας άδειασε και τα τέσσερα σε ένα χαντάκι.
Μπάταρε κι αυτός τ ανάσκελα σηκώνοντας τα ποδάρια ψηλά και μας άφησε με τη χαρά.
Δε μπορέσαμε εκείνη τη χρονιά, να πάμε και μεις καβάλα στο γάιδαρό στα σπίτια των Γιώργηδων που γιόρταζαν, για να τους πούμε τα χρόνια πολλά και να φάμε και κάνα κομμάτι ραβανί, που κέρναγαν.