Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Το δέκα – δεκατέσσερα στη Χρυσοβίτσα

Στη Χρυσοβίτσα ισχύει συναλλακτική συνήθεια (άλλοι τη θέλουν τοπικό έθιμο) να νοικιάζεται η χορτονομή των χωραφιών (καλλιεργησίμων και μη) και όχι μόνον να νοικιάζονται αλλά τα δέκα (10) καλλιεργήσιμα στρέμματα να νοικιάζονται ως δεκατέσσερα (14) λιβαδιάτικα. Όπως το λεν τα 10-14…
Κανείς από τους γέροντες στα 1944 δε θυμόταν πότε άρχισε αυτή η συνήθεια των 10-14 αλλά βεβαίωναν πως έτσι το βρήκαν και αυτοί και έτσι το εφάρμοζαν. Τα λιβάδια νοικιάζονταν στη Χρυσοβίτσα ακριβότερα από τα άλλα χωριά, γιατί ο τόπος ήταν κατάλληλος για χειμαδιά. Το νοίκι ήταν τυρί, μαλλιά, αρνιά, χρήματα. Στην εχθρική κατοχή όμως 1941/1944 το λιβαδιάτικο ήταν τυρί, μαλλιά, γάλα, αρνιά. Οι κτηνοτρόφοι και κυρίως οι παραχειμάζοντες δημιούργησαν ζήτημα πληρωμής και τον Μάιο 1944, όταν ετοιμάζονταν να φύγουν για τα βουνά αρνήθηκαν με τη σειρά τους να πληρώσουν. Ο πρώτος που διέγνωσε τις προθέσεις τους ήταν ο Παλαμίδας, όπως έλεγαν τον Βασίλη Ταπραντζή. Με αίτησή του κατέφυγε διά του λαϊκού επιτρόπου στο λαϊκό δικαστήριο του χωριού. Η αίτησή του, όπως ο ίδιος αργότερα την ανέλυε, ήταν περίτεχνη, είχε κύρια και επικουρική βάση. Η κύρια βάση της αίτησής του στηριζόταν στη συμφωνία που έκαμε, η δε επικουρική στο έθιμο ή τη συναλλακτική συνήθεια, όπως επικράτησε. Μέσα στην εκκλησία του Αη-Γιώργη έγινε η συνεδρίαση του δικαστηρίου. Το αντικείμενο είχε γενικό ενδιαφέρον για όλους τους κατοίκους κτηνοτρόφους και γεωργούς κτηματίες. Οι συζητήσεις ήταν έντονες. Οι μεν κτηνοτρόφοι επέμεναν ότι θα καταργήσουν το έθιμο των 10 -14 οι δε κτηματίες τους έλεγαν ότι πρέπει να τηρήσουν τη συμφωνία και να τιμήσουν το λόγο τους.
Αν υπολογίσει κανένας ότι ήταν νοικιασμένα γύρω στα 20.000 στρέμματα το αντικείμενο της διαφοράς ήταν μεγάλου περιουσιακού συμφέροντος γιατί υπάρχει διαφορά 8.000 στρεμμάτων προς 2,5 οκάδες τότε τυρί είναι 20.000 οκάδες τυρί το χρόνο. Δηλαδή έφθανε το ποσό των 3.600.000 δρχ. (20.000 Χ 180) ή 10.564,93 ευρώ.
Αυτό το θέμα κλήθηκε να λύσει το λαϊκό δικαστήριο Χρυσοβίτσας Αστακού. Το δικαστήριο έλαβε τις θέσεις του και ο λ. επίτροπος Γ. Παπαδημητρίου (Μάκια Παπάς) με λίγα λόγια ανέπτυξε την αίτηση την οποία υποστήριξε και ο ίδιος ο Βασίλης Ταπραντζής.
Ο κτηνοτρόφος είχε επίκουρους και τους άλλους κτηνοτρόφους που μάλιστα χρησιμοποίησαν και δικολάβο από το Βασιλόπουλο και υπερασπίζονταν με θέρμη την υπόθεση υποστηρίζονταν ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου Χρυσοβίτσας.
Πρώτα ζήτησαν την εξαίρεση όλων των δικαστών γιατί, όπως υποστήριζαν είχαν άμεσο οικονομικό συμφέρον από τη δίκη. Δεύτερον ότι πρόκειται περί διαφοράς μεταξύ των ντόπιων κτηματιών και των ξένων κτηνοτρόφων. Ο Πρόεδρος Μήτσος Φατσιλέτος σημείωσε τις ενστάσεις και επιφυλάχτηκε να απαντήσει λέγοντας ότι θ’ απαντήσει σ’ όλα μαζί με την απόφαση. Αμέσως άρχισε να ρωτά τους μάρτυρες για το χρόνο που έγινε η συμφωνία και τι ακριβώς είχαν συμφωνήσει.
Σε τούτο συνέπεσαν οι μαρτυρικές καταθέσεις και των δύο μερών ότι η συμφωνία έγινε 2,5 οκάδες τυρί στα 10-14 και μετά λιγόλεπτη διακοπή έκδωσε την απόφαση του δικαστηρίου με δέκα αράδες σε κόλλα αναφοράς που έλεγε: «…εμάς μας ψήφισαν οι χωριανοί να λύνουμε κάθε διαφορά τους, που θα παρουσιαστεί μέσα στο χωριό, (απορρίπτει έτσι τις ενστάσεις αναρμοδιότητας και την ένσταση εξαίρεσης). Η συμφωνία των κτηματιών με τους κτηνοτρόφους έγινε με βάση το μικρό στρέμμα (εννοεί τα δέκα ως δεκατέσσερα) και με αυτή θα πληρωθεί το λιβαδιάτικο του Βασίλη Θ. Ταπραντζή και κάθε άλλο…». Κατά της απόφασης αυτής οι κτηνοτρόφοι έκαναν έφεση στο ακυρωτικό που αποτελούνταν από τους Προέδρους των λαϊκών δικαστηρίων του τέως Δήμου Αστακού, χωρίς να λαβαίνει μέρος ο Πρόεδρος που έβγαλε την προσβαλλόμενη απόφαση. Το ακυρωτικό απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου Χρυσοβίτσας…».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέξανδρου Σάββα
«Μελετήματα του Ξηρομέρου – Ιστορικά και Λαογραφικά στοιχεία της Χρυσοβίτσας Ξηρομέρου».