Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Παιδικές αναμνήσεις 1940 - 1948 του Γιώργου Μπελεσιώτη: Οι Γερμανοί στη Βόνιτσα

Μείναμε καιρό με τους Ιταλούς στη Βόνιτσα, πριν κάνουν την εμφάνιση τους και οι Γερμανοί. 
Σε όλο αυτό το διάστημα, η ζωή μας κυλούσε όπως και πριν, χωρίς περιπέτειες. 
Ήμουνα τότε στα έξη χρόνια παιδί και θυμάμαι καλά, τα όσα συνέβαιναν γύρω μου.
Ένα δικό μας παιδικό πρωινό - θα ήτανε δέκα με έντεκα το πρωί- όταν έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι Γερμανοί.
Ήρθανε πέρα απ το Ριζό, τυλιγμένοι μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης.
Ήταν πέντε-έξη τρίκυκλες μοτοσικλέτες -απ αυτές με το καλαθάκι στο πλάι- με δυο Γερμανούς καθισμένους στον κορμό της κάθε μοτοσικλέτας κι ένας τρίτος στο καλάθι της, με ένα πολυβόλο μπροστά του. 
Σταμάτησαν στους Αγιαποστόλους.
Άραξαν κάτω απ τα πλατάνια κι αρχίσαμε και μεις τα μικρά, να μαζευόμαστε γύρω τους.
Ήταν κάτασπροι απ τη σκόνη,,, κι όταν βγάλανε τα κράνη και τα γυαλιά τους, κατάξανθοι και ξασπρουλιάρηδες καθώς ήτανε, μοιάζανε σε μας, σαν να ήτανε εξωγήινοι.
Ήταν εδώ τότε, ένα καταπράσινο και δροσερό τοπίο. 
Κατά μήκος της εκκλησιάς και πέντε-έξη μέτρα μπροστά της, ήταν τρία αιωνόβια πλατάνια στη σειρά... 
Μετά άφηναν ένα χώρο για το δρόμος που πήγαινε στα Βέτκα,,, και πάλι, άλλα δύο πλατάνια. 
Ήτανε και τα πέντε σε ευθεία σειρά κι έφταναν μέχρι εκεί, που είναι σήμερα το νοσοκομείο. 
Πίσω απ τα δυο τελευταία πλατάνια, ήταν και ένα πελώριο πεύκο. 
Την μεγάλη αυτή ισκιάδα, την συμπλήρωνε από μπροστά και μια τεράστια καρυδιά, που ήταν είκοσι μέτρα από το ιερό και ακριβώς στο κέντρο του.
Δίπλα στην καρυδιά ήταν και η βρύση της Μπούχαλης, που άδειαζε αδιάκοπα στο αυλάκι τα κρυσταλλένια νερά της Κορπής. 
Όλος αυτός ο χώρος, ήτανε μια φανταστική όαση σκιάς αι δροσιάς.
Παραπέρα, ήταν όλα μια λάκα,,, και η λάκα αυτή έφτανε μέχρι πέρα, στις μυγδαλιές του Παπαγαλάνη.
Εδώ στους Αγιαποστόλους σταμάτησαν να πάρουν μια ανάσα στην ισκιάδα των δέντρων οι Γερμανοί και εμείς τα μικρά, μαζεμένα ολόγυρά τους, τους χαζεύαμε.
Έβγαλε ένας Γερμανός από κάπου ένα αβγό κι άρχισε να μας κάνει με αυτό, κόλπα και πειράματα.
Πέταγε το αβγό από δω,, τόπιανε από κει,,, το εξαφάνιζε από εδω,,, το ματάπιανε από κει,,, το χτύπαγε στη γροθιά κι από κει στο μπράτσο και πάλι στη χούφτα του,,, και ενώ όλοι μας περιμέναμε να μας βγάλει κάνα παπαγαλάκι από μέσα,,, τούπεσε καταής κι έσπασε. 
Του βάλαμε καζούρα όλα μαζί τα μικρά και φύγαμε τρέχοντας για τη θάλασσα που μας περίμενε, αφήνοντάς τους εκεί.
Τούτη τη μέρα ο φίλος μου ο Νάσος ήταν κακόκεφος και κοντοστάθηκε στην παρακάτω λάκα, εκεί που είναι τώρα το καφενείο του Κούτσικου.
Ήταν και δω αλάνα, με ένα μεγάλο σωρό από άμμο στη μέση της και κοντοστάθηκα και εγώ μαζί του.
Το οικόπεδο αυτό, έφτανε μέχρι πέρα στο περιβόλι του Καλίβα και στα μισά του, ήταν το πέτρινο ισόγειο σπίτι του Νάσου. 
Απ το σπίτι και κάτω, ήταν το περιβόλι, που στο βάθος του ήταν και η κουρουμπλιά με τη φραντζάτα μας.
Μπήκε ο Νάσος στο σπίτι κι εγώ,,, ξωπίσω του. 
Τράβηξε το συρτάρι ενός μεγάλου τετράγωνου τραπεζιού που ήταν στη μέση του δωματίου,,, πήρε ένα κομμάτι ωμό ξύγκι απ την παδέλα που ήταν εκεί μέσα και μασουλώντας το, προχώρησε και κάθισε στα τρία εξώσκαλα του σπιτιού.
Κάθισα και εγώ δίπλα του.
Ήταν πάντα λιγομίλητος ο Νάσος και τις λέξεις, του τις τράβαγα με το τσιγκέλι για να βγούνε,. 
-Εμένα η γάτα μ -είπε- είναι κυνηγιάρα... Πιάν κι σπιτζούργια.
Τούτη ακριβώς την ώρα, έκανε και την εμφάνισή κι ο πατέρας του ο μπάρμπα - Μήτσος ο Μηλάκας, ο επονομαζόμενος, σουρουκλάκιας.
Βλαστήμησε ως συνήθως τον Άι-Λευτέρη και δακρυσμένος, μας είπε πως σκότωσε το σκυλί.
Ήταν καλός κυνηγός ο μπάρμπα-Μήτσος και κυνηγούσε κρυφά σε όλη την διάρκεια της κατοχής. 
Το όπλο, το είχε κριμένο σε μια τρύπα στις Μαγούλες και τα φυσεκλίκια του, τα έφτιαχνε μόνος και με δικά του εργαλεία.
Πήγε κείνη τη μέρα ο μπάρμπα Μήτσος στις Μαγούλες,,, πήρε το όπλο απ τον κρυψώνα του,,, και το κανελί σκυλί μας που τόχε μαζί του, κυνηγιάρικο καθώς ήταν, ξετρύπωσε μια αλπού.
Χώθηκε αυτή σε μια τρύπα και βγαίνοντας απ την άλλη,,, της την μπουμπούνισε ο Μπάρμπα Μήτσος. 
Έλα όμως, που δεν ήτανε η αλπού...
Πήραμε το σκαλιστήρι με το Νάσο,,, και διαβήκαμε με κλάματα στη Μαγούλα, να θάψουμε το κανελί κυνηγιάρικο σκυλί μας.
Στολίσαμε τον τάφο του, με ωραίες στρογγυλές πέτρες που μαζέ-ψαμε απ την διπλανή ποταμιά, του βάλαμε κι ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό για να το φυλάει απ τα κακά,,, και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, χωρίς να βγάλουμε μηλιά.
Ήταν τη μέρα, που πρώτο - μπήκανε οι Γερμανού στη Βόνιτσα.