Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Αγία Κυριακή: Το εκκλησάκι του βράχου

Άρθρο του Δημήτρη Ε. Σολδάτου.
Η παράδοση
Όπως η παράδοση αναφέρει, ναυτικοί διαπλέοντας μεταξύ Νυδριού και της απέναντι χερσονήσου πριν από 150 περίπου χρόνια έβλεπαν μέσα στην νύχτα ένα παράξενο φως στην σπηλιά του βράχου και δεν ήξεραν πώς να το εξηγήσουν. Άλλοι έλεγαν πως πρόκειται για πυγολαμπίδες πιασμένες στα δίχτυα κάποιας αράχνης. Άλλοι έκαναν τάμα πως πρόκειται για τα τρομαγμένα μάτια μιας κουκουβάγιας που σπήλωσε εκεί  κυνηγημένη απ’ το αγριοκαίρι. Άλλοι μιλούσαν για… φωσφορίζουσες νυχτερίδες!
Όλοι όμως αυθόρμητα σταυροκοπιόνταν από φόβο ή ακόμα κι από έναν πρωτόγονο σεβασμό απέναντι στο άγνωστο αυτό φαινόμενο.
Τα βράχια ήταν απόκρημνα και δύσκολα πλησίαζε κανείς απ’ την μεριά της θάλασσας. Κάποτε όμως, λίγο ψηλότερα, στην ευρύχωρη σπηλιά της ακτής ο ιδιοκτήτης του κτήματος Κακονάς βρήκε, λένε, μια μικρή εικόνα της Αγίας Κυριακής. Έτσι αποφάσισε να χτίσει έναν ναΐσκο με μεγάλα λιθάρια που βρισκόταν εκεί τριγύρω, άμμο του γιαλού και ασβέστη, προς τιμήν της Αγίας – στο διάβα των χρόνων πολλές προσθήκες ακολούθησαν και τρεις φορές ολοσχερώς γκρεμίστηκε μέχρι να φτάσει στις σημερινές του διαστάσεις: 10Χ6 μέτρα.
Ιερό των Νυμφών 

Κατά τις ανασκαφές που πραγματοποίησε στον χώρο μέσα και γύρω απ’ τον ναό ο Γερμανός αρχαιολόγος Γουλιέλμος Νταίλπφερντ το έτος 1908, λίγο πριν την πανήγυρη της 7ης Ιουλίου, μέρα που η Αγία εορτάζεται, ήρθαν στο φως πολλά αρχαία αναθήματα μικρών ειδωλίων από πηλό, αγγεία όλων των εποχών και διάφορα θραύσματα. Ο Νταίλπφερντ εξέφρασε την άποψη πως το σημείο εκείνο πρέπει να υπήρξε ανέκαθεν τόπος λατρείας θεοτήτων, ένα ιερό των Νυμφών. Περίεργη σύμπτωση στ’ αλήθεια που βρέθηκε τυχαία εκεί η εικόνα μιας αγίας, συνεχίζοντας έτσι στον μυστηριακό αυτό χώρο να λατρεύεται μια θηλυκή οντότητα, όπως χιλιάδες χρόνια πριν.

Οι ιδιοκτήτες
Ο Νικόλαος Κακονάς, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των απογόνων του, ήταν ο κτήτορας του ναού γύρω στο 1850. Ο Νταίλπφερντ το 1928 αγόρασε το κτήμα για να χτίσει εκεί το αρχοντικό του, αλλά ο ναός παρέμεινε στους Κακκοναίους και βάσει συμβολαίου υποχρεώθηκε απ’ τους πρώην ιδιοκτήτες να παραχωρεί παρακείμενο λιοστάσι κατά την μέρα της εορτής της Αγίας προκειμένου να συγκεντρώνονται εκεί οι προσκυνητές, αλλά και να επιτρέπει την δια ξηράς προσέλευση στον ναό από τον στενό παραθαλάσσιο δρομίσκο της ιδιοκτησίας του, όπως και έγινε. Το εκκλησάκι ανήκε στην αγροτική περιοχή Κατωχωρίου παλαιότερα και Βλυχού αργότερα, όμως για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πιστών έχει κανονιστεί και συλλειτουργείται από τους ιερείς Βλυχού και Νυδριού.

7η  Ιουλίου
Η 7η Ιουλίου είναι, μετά την εορτή της Φανερωμένης, το μεγαλύτερο θρησκευτικό γεγονός στο νησί αλλά και έξω από αυτό. Χιλιάδες προσκυνητές καταφθάνουν από παντού, δια ξηράς και θαλάσσης, στην Κυρούλα του βράχου.
Ήδη από την παραμονή όλα τα καραβάκια στο Νυδρί παραταγμένα στον μόλο περιμένουν τους προσκυνητές για να τους περάσουν απέναντι – κυριολεκτικά αλλά και συμβολικά.
Σήμερα το γεγονός δεν διατηρεί ακέρια εκείνη την θρησκευτική προσήλωση των παλαιότερων χρόνων, αλλά μια λαϊκή αγορά με δεκάδες πάγκους μικροπωλητών κι ένα πολύχρωμο, ετερόκλητο πλήθος προσκυνητών, τουριστών, περίεργων και τυχαίων διερχομένων υποβαθμίζει αισθητά ό,τι γινόταν άλλοτε προς δόξαν της Αγίας. Στα παραδοσιακά καραβάκια προστέθηκαν και σύγχρονα κρουαζιερόπλοια – μόνο οι διενέξεις των ιδιοκτητών τους, ποιος θα φορτώσει περισσότερο κόσμο, διατηρούνται ακόμα αμείωτες όπως τον παλιό καλό καιρό.
Το προσκύνημα
Βλέπεις την ογδοντάχρονη γριούλα με το σφιχτοδεμένο κεφαλομάντηλο, με το χαρακωμένο πρόσωπο απ’ τις κακουχίες, με το ψημένο απ’ το λιοπύρι δέρμα, το αργασμένο απ’ το χαλάζι και τις νεροποντές, με τα τρεμάμενα, ροζιασμένα χέρια που κάποτε αναποδογύριζαν τους λόγγους, πάνω στην κουπαστή του χεριού οι γαλάζιες φλέβες διακλαδώνονται σαν θερμά θαλάσσια ρεύματα, όπως εκείνα που αναδεύουν στους βυθούς λες και νανουρίζουν τους σκελετούς των πνιγμένων παιδιών της. Κουβαλάει μαζί της στο σακούλι ένα μπουκάλι λάδι για τα καντήλια κι ένα μποκέ (μπουκέτο) φρέσκα λουλούδια απ’ τον κήπο της για την Κυρούλα. Φτάνει μπροστά στην εικόνα της Αγίας και είναι απίστευτο πού βρίσκει τόση δύναμη για να κάνει όλες εκείνες τις μετάνοιες, λες και υποκλίνεται με αξιοπρέπεια απέναντι στην ίδια της την ψυχή. Κάνει το σταυρό της συντετριμμένη, σαν να ήθελε να συγχωρεθεί για τα βαρύτερα αμαρτήματα, που πιθανότατα δεν έπραξε, ή σαν βουβή ευχαριστία που και φέτος αξιώθηκε να έχει την υγειά της ώστε να βρει το κουράγιο να φτάσει μέχρι εδώ. Κι όταν ακουμπάει τα τρεμάμενα χείλη της στο τζάμι της εικόνας, το θολώνει από την άχνα των δακρύων της. Τότε η Αγία Κυριακή κι εκείνη γίνονται ένα. Άγιασε η μία στους άθλους της πίστεως. Άγιασε η άλλη στον μόχθο τον καθημερινό. Παλιές γυναίκες, λιανοκόκαλες, λιπόσαρκες όπως τα λείψανα των αγίων που προσκυνάνε, που ανάβουν το κερί και την φλόγα του την κουβαλάνε μέσα στα μάτια τους για ν’ ανάβουν το ακοίμητο καντήλι της ψυχής τους. Παλιές γυναίκες, δωρικές κολώνες στην Ακρόπολη της αληθινής ζωής, ολόστητες καρυάτιδες στο Ερέχθειο της υπομονής, Σπαρτιάτισσες στην εγκράτειά τους, δούλες σ’ ό,τι αγαπούν, μαινάδες σ’ ό,τι αντιμάχονται.
Και πιο κει βλέπεις κάποιες απ’ τις σύγχρονες προσκυνήτριες με το χαλκά στην μύτη, με το μίνι ως τον σβέρκο, βαμμένες σαν γκέισες, πηγμένες στ’ αρώματα, κινούμενα κρέατα που δεν έχουν τίποτα μέσα τους να ευωδιάζει από μόνο του. Τις βλέπεις να χασκογελάνε με την ευλάβεια των παλιών γυναικών, έτσι ακριβώς όπως ειρωνικά μειδιά η εποχή μας απέναντι στην εποχή τους.
Το πανηγύρι
Παλαιότερα, στον μικρό κόλπο, μπροστά απ’ τα βράχια, άραζαν πολλές βάρκες την παραμονή και τα βιολιά λαλούσαν ολόκληρο το βράδυ αλλά και την ημέρα της εορτής (φανταστείτε στον ίδιο χώρο πάνω σ’ αρχαία πλοιάρια αυλήτριδες να παίζουν μουσική και να χορεύουν προς τιμήν των θαλασσίων νυμφών). Ύστερα ο κόσμος πήγαινε στο κοντινό λιοστάσι να ξαποστάσει και να κεραστεί. Αργότερα – ως είθισται – ήρθαν κι οι έμποροι, ύστερα τα κλαρίνα. Στο Βλυχό το πανηγύρι έγινε μύθος. Αργότερα ο μύθος – ως είθισται – ξεθώριασε. Οι Νυδριώτες δοκίμασαν κι αυτοί την τύχη τους με τα κλαρίνα. Η εποχή όμως είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί. Σήμερα το πανηγύρι, όσο κι αν κάποιοι κόπτονται για το αντίθετο, είναι ένα ακόμα θέαμα, χαμηλής ποιότητας, της τουριστικής ατραξιόν.

Αναμνήσεις

Θυμάμαι, όταν τα βιβλία ήταν ακόμα δυσεύρετα, πώς περίμενα το πανηγύρι για να τα ξεφυλλίσω – σπάνια δε, αγόραζα και κανένα ολιγοσέλιδο, τουτέστιν φθηνότερο. Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει μια σεξουαλική εγκυκλοπαίδεια – σπάνιζαν τότε στην επαρχία έντυπα τέτοιας θεματολογίας. Μιας λοιπόν και τα βιβλία εκτίθονταν σε πάγκους, μπορούσε να τα δει ο καθένας κι έτσι κάθε χρονιά διάβαζα κι από κάμποσες σελίδες! Τελικά το βιβλίο πουλήθηκε ή εξαντλήθηκε κι έτσι η εκπαίδευσή μου έμεινε ελλιπής. Θυμάμαι τα βιβλία του Νταίνικεν για την εξωγήινη ζωή, την Κατάρα του Φαραώ, τα βιβλία της παραψυχολογίας, τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και τα μελαγχολικά ποιήματα της Πολυδούρη. Ήταν ένας δάσκαλος απ’ την Αθήνα που τα έφερνε. Τότε μόνον αυτός. Ύστερα ήρθαν κι άλλοι. Κάποτε έφτασε και το τσίρκο. Μετά το κορίτσι που γίνονταν γορίλας! Αργότερα η τσόχα, οι παπατζήδες, οι αετονύχηδες και πάει λέγοντας…

«Εδώ περνάνε και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα» έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης. Πραγματικά! Οι εποχές άλλαξαν. Ήρθε το ηλεκτρικό, η τηλεόραση, το ίντερνετ. Το Νυδρί δεν είναι πλέον το γραφικό χωριουδάκι της δεκαετίας του ’70 που περίμενε την 7η Ιουλίου για να ζωντανέψει. Τι λέει σήμερα, στην εποχή των 0% λιπαρών, το ψητό στην λαδόκολλα; Κάποτε ήταν το ξέδομα ενός χρόνου, να φέρει την βόλτα του στον τσάμικο ο μερακλής, να δούνε οι νέοι τις ωραίες του χωριού και να τους πιάσουν το χέρι στον χορό. Θυμάμαι που πήγαινα σχολείο στο Νιοχώρι και σταματούσαμε όλα τα παιδιά στις βόλτες του λόφου κι ονειρευόμαστε το παιχνίδι που θα πάρουμε της Αγίας Κυριακής: ένα καροτσίνι, ένα κουρσάκι πλαστικό, ένα νεροπίστολο… Σήμερα υπάρχουν τα ηλεκτρονικά, πηγμένα τα δωμάτια των πιτσιρικάδων από C.D., τίγκα στο παιχνίδι, ξέχειλο σοκολάτες και παγωτά το ψυγείο.

Ποιος περιμένει πλέον το πανηγύρι για να διασκεδάσει;

Τα πανηγύρια ήταν σαν την ασπρόμαυρη τηλεόραση. Έπαιξαν τον σημαντικό ρόλο τους μέχρι την ανακάλυψη της έγχρωμης. Τώρα είναι πλέον είδος γοητευτικό μεν, αλλά οπωσδήποτε μουσειακό.

Ο παπα-Αποστόλης

Αυτές τις συμπυκνωμένες πληροφορίες και σκέψεις για το πανηγύρι της Αγίας Κυριακής τις κατέγραψα ως φόρο τιμής στην μνήμη ενός ανθρώπου που μόχθησε σ’ όλη του την ζωή γι’ αυτόν τον ναό, του πατέρα Απόστολου Α. Ζαβιτσάνου. Με δικές του ενέργειες και άπειρη αγάπη απέκτησε η Κυρούλα την σημερινή στέγη της.

Με δικές του ενέργειες τσιμεντοστρώθηκε η παραλία έμπροσθεν του ναού, έγινε η τέντα, το καμπαναριό, ήρθε το νερό, μπήκε ο φωτισμός και έγιναν δεκάδες άλλες εργασίες. Όλα αυτά καταγράφονται με θαυμαστές λεπτομέρειες στο μικρό βιβλίο του ταπεινού ιερέα «Το Εκκλησάκι του βράχου», το οποίο κυκλοφόρησε με παρότρυνση και βοήθεια του π. Γεράσιμου Ζαμπέλη (εκτύπωση «Μέλισσα», Νυδρί 1989) κι από εκεί δανείστηκα τον τίτλο και τις περισσότερες πληροφορίες του παρόντος άρθρου. Με κάποιο τρόπο, καλό θα ήταν να επανακυκλοφορήσει το βιβλιαράκι και να πωλείται ή ακόμα και να μοιράζεται δωρεάν στους προσκυνητές, μιας και περιέχει ολόκληρη την ιστορία του ναού, καθώς και πολυσέλιδο αφιέρωμα στον μαρτυρικό βίο της Αγίας.

Φέτος ο παπα- Αποστόλης δεν θα λειτουργήσει στο αγαπημένο του Εκκλησάκι του βράχου. Απ’ όταν ήμουν παιδάκι τον θυμάμαι στην Ωραία Πύλη να κλείνει την λειτουργία μ’ εκείνο το χαρακτηριστικό παρατεταμένο «ααααντιδόξασον». Κλείνω κι εγώ αυτό το άρθρο μ’ ένα δικό του ποίημα, ελπίζοντας να παρατείνω λιγάκι ακόμα την θύμησή του.

ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ ΤΟΥ ΒΡΑΧΟΥ

Στ’ άσπρο εκκλησάκι σου κλεισμένη
αιώνες καρτερείς εκεί
κάθε ψυχούλα πονεμένη
μεγαλομάρτυς Κυριακή.

Ν’ ανάψει τ’ άγιο σου καντήλι
μ’ ευλάβεια να προσευχηθεί
στου δειλινού την θεία γαλήνη
μπροστά στην άγια σου μορφή.

– Γιατί κυρά μου προτιμούσες
να μένεις μέσα στην σπηλιά,
στα βράχια τ’ άγρια του λόγγου
να σου στεριώσουν εκκλησιά;

–Φτωχή σπηλιά είν’ η εκκλησιά μου
κι απάνω ο βράχος ο σχιστός.
Σπηλιά δεν βρήκε όταν ήλθε
κι ο νεογέννητος Χριστός;

Δημήτρης Ε. Σολδάτος
Απ’ την εφημερίδα «Τα Νέα της Λευκάδας»
Αριθμ. Φύλλου: 990, 4 / 7 / 2008