Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Παιδικές αναμνήσεις 1940 1948 "Η ΧΕΙΡΟΒΟΜΒΙΔΑ"

Εδώ πρέπει να σας πω, πως αν και μικροί, γνωρίζαμε όλους τους τύπους των όπλων και για τις χειροβομβίδες, όταν τις απασφαλίζαμε και τις πετάγαμε- ξέραμε και πόσα δευτερόλεπτα έπρεπε να μετρήσουμε, μέχρι να σκάσουν.
Πετούσαμε χειροβομβίδες δεκάχρονα παιδιά τότε και το πλήρωσαν πολλά μικρά τόσο απ τη Βόνιτσα, όσο κι απ τον Άι-Νικόλα.
Είχαν συνθηκολόγησαν οι Ιταλοί με τους Γερμανούς και φεύγοντας παράτησαν όπλα και πυρομαχικά, στα χαντάκια και στα καταφύγια.
Ανεβήκαμε εκείνη τη μέρα τα σκαλιά της νυχτερίδας και στρίψαμε αριστερά. 

Φτάνοντας στο καμπαναριό του Άι- Νικόλα, αποφασίσαμε να πάμε κατά τον κάμπο και πήραμε το δρομάκι που τράβαγε ευθεία για να συναντήσει το καρόδρομο, που οδηγούσε στη Λευκάδας.
Περάσαμε τον Αχενολόο που ήταν τότε μια ερημική περιοχή με χαλέπιτα, φουντωμένες λυγαριές και πολυγωνικά χαρακώματα,,, και παίζοντας αστειευόμενοι φτάσαμε στις μυγδαλιές του Σουλτάνη, όταν βρήκαμε ξεθαμμένη απ τη βροχή, μια κόκκινη αμυντική Ιταλική χειροβομβίδα.
Την περιεργάστηκε όλη η παρέα και αποφασίσαμε να τη ρίξουμε... 
Μετά από κλήρο, την απασφάλισε ο Ηλίας ο Λεμωνής και την πέταξε σε ένα χαντάκι... 
Η χειροβομβίδα δεν έσκασε,,, και τότε, αρχίσαμε χάριν αστεϊσμού, να την πετάει ο ένας στον άλλο.
Παίζοντας αυτό το παιχνίδι, φτάσαμε μέχρι το πέτρινο γεφύρι που ήταν τότε στο χωματόδρομο που πήγαινε για τη Λευκάδα, εκεί κοντά που είναι σήμερα, ο Άγιος Νεκτάριος.
Τότε ήταν που είδαμε να κατεβαίνει τη μεγάλη κατηφόρα -πριν ακόμα κόψουνε το βουνό- ο Ροντογιάννης απ τη Λευκάδα, έχοντας το γάιδαρό του φορτωμένο με δύο κοφίνια γεμάτα μπαρτζαμιά Λευκαδίτικα σταφύλια. 
Τα πουλούσε στις γειτονιές της Βόνιτσας, ανταλλάσσοντάς τα με καλαμπόκι… 
-Άι ορέ Ροντογιάν τ ............... σ,,, πίσω και σ έφαγα, του φώναξε ο Μαμούρας με τη χοντρή φωνή του -κρυμμένος πίσω από μια φουντωμένη λυγαριά- και του πέταξε τη χειροβομβίδα..
Και ω, του θαύματος.... Η χειροβομβίδα έσκασε με μεγάλο κρότο, μέσα σ ένα σύννεφο καπνού.
Έκανε μεταβολή ο γάιδαρος και κλοτσώντας πήρε τρέχοντας τη μεγάλη ανηφόρα για τη Λευκάδα, σκορπώντας δεξιά και αριστερά, τα μπαρτζαμιά Λευκαδίτικα σταφύλια... Από πίσω του έτρεχε για να γλυτώσει κι ο Ροντογιάννης, που μετά από αυτό το περιστατικό, δε ξαναπάτησε στη Βόνιτσα.
Αλλά και μεις, τρέχαμε προς την αντίθετη πλευρά, για να κάνουμε ανασύνταξη στο καμπαναριό του Άι-Νικόλα, όταν έχασα ξαφνικά τον Ηλία, που έτρεχε μπροστά μου.
Ήταν απόβροχο και τα χαρακώματα ήταν γεμάτα νερό... 
Όλα ήτανε μια λίμνη και δεν ξέραμε που πατάγαμε.
Όταν τον βγάλαμε απ το χαράκωμα με τα λασπόνερα,,, έβγαλε μια στριγκλιά και άρχισε να τρέχει φωνάζοντας.
-Ωχ με σκοτώσατε,,, η καρδούλα μ...
Έτρεχε πρώτος αυτός απ όλους μας -αν και βρεγμένος απ τα λα-σπόνερα- και ξωπίσω του εμείς, χωρίς να ξέρουμε τι συμβαίνει... Είχαμε πάθει όλοι μας, σύγχυση... 
Ήταν κάτι, που δε το περιμέναμε.
Όλα αυτά έγιναν βέβαια, πριν ακόμη πάμε στο γυμνάσιο. 
Γιώργος Μπελεσιώτης: 










www.giorgosbelesiotis.blogspot.gr