Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Στο Αγρίνιο μπορείς να φας κοκορέτσι στις 10 το πρωί (Φωτό)

Αγρίνιο, 8 η ώρα το πρωί, λίγο πριν εκπνεύσει ο χρόνος. Η θερμοκρασία είναι κολλημένη στους μηδέν βαθμούς απ’ τα ξημερώματα, ενώ οι πλατείες και οι δρόμοι ακόμη άδειοι.

Στο τέλος της οδού Παπαστράτου, του πιο διάσημου και πολυσύχναστου δρόμου της πόλης, ο οποίος παίρνει το όνομά του από την οικογένεια βιομηχάνων που ευεργετεί το Αγρίνιο τον 20ό αιώνα, αρχίζει να μαζεύεται κόσμος. Είναι το αρτοποιείο του Παππά, γνωστό για την περίφημη και ίσως πιο ιδιαίτερη τυρόπιτα ταψιού που μπορεί να δοκιμάσει κανείς στη δυτική Ελλάδα.
Λίγο πιο κάτω, στην πλατεία Χατζοπούλου, βρίσκεται το Σερραϊκόν, το μοναδικό παραδοσιακό μπουγατσοπωλείο της πόλης. Εκεί συναντώ τον κ. Κιοπεκτζή, ο οποίος έρχεται στο Αγρίνιο πριν από 36 χρόνια μαζί με τη γυναίκα του και τον νεογέννητο γιο του. Γνώστης της τέχνης της μπουγάτσας απ’ Θεσσαλονίκη, φτάνει στην κεντρική Ελλάδα για να ανοίξει το «Σερραϊκόν», έναν φόρο τιμής στην πόλη που ανακαλύπτει τη διάσημη ζύμη. Το συγκεκριμένο κατάστημα είναι ιστορικό.
Το Σερραϊκόν είναι το μοναδικό παραδοσιακό μπουγατσοπωλείο της πόλης.
Ο πατέρας του Γιάννη Μαντζανά το δημιουργεί τη δεκαετία του 1970 και σ’ αυτό κατά κόρον τρώνε οι κάτοικοι των γύρω χωριών, τα οποία είναι πάρα πολλά, αν αναλογιστεί κανείς πως ο νομός Αιτωλοακαρνανίας είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση στην Ελλάδα. Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά, το μαγαζί έχει γίνει στέκι για τους ντόπιους. Μας σερβίρει ο γιος του, ο οποίος έρχεται στους δικούς του για διακοπές. Μπορεί να έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, αλλά δηλώνει Αγρινιώτης. Με κερνά μπουγάτσα. Σαφώς με κρέμα. Η μπουγάτσα στο Αγρίνιο είναι μόνο με κρέμα.
Στην Μπακαλοταβέρνα του Σκυλοδήμου ο χρόνος έχει σταματήσει Η ώρα έχει πάει σχεδόν 10 και θα νόμιζε κανείς πως η τυρόπιτα και η μπουγάτσα είναι το πρωινό που θα έτρωγε κάθε ντόπιος. Αμ δε! Δίπλα στους φούρνους και τα μαγαζιά έχουν βγει ήδη οι πρώτες σούβλες, γεμάτες με κρέατα, ψημένα, έτοιμα για κατανάλωση. Ναι, στις 10 το πρωί.
Στου Κοντογιάννη το οβελιστήριο και του Μαντζάνα την ψησταριά, ήδη έχουν καθίσει οι πρώτοι πελάτες για να φάνε κρέας. Αρνιά, κατσίκια, κοτόπουλα ακόμη και κοκορέτσια για τους πιο μερακλήδες. Στον δεύτερο οι σερβιτόροι έχουν αρχίσει ήδη να τους εξυπηρετήσουν. Δίπλα μου βλέπω να περνά ένα πιάτο πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένο ένα ψητό κεφάλι αρνιού ή κατσικιού. Δεν ρωτάω για περισσότερες λεπτομέρειες. Το Σερραϊκόν είναι το μοναδικό παραδοσιακό μπουγατσοπωλείο της πόλης. Το συγκεκριμένο κατάστημα είναι ιστορικό.
Ο πατέρας του Γιάννη Μαντζανά το δημιουργεί τη δεκαετία του 1970 και σ’ αυτό κατά κόρον τρώνε οι κάτοικοι των γύρω χωριών, τα οποία είναι πάρα πολλά, αν αναλογιστεί κανείς πως ο νομός Αιτωλοακαρνανίας είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση στην Ελλάδα. Συνήθως φτάνουν πρωί-πρωί στην πόλη για να προλάβουν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους και περίπου στις 12 να είναι έτοιμοι να επιστρέψουν πίσω στο χωριό. Δεν μπορούν, όμως, να το κάνουν με άδειο το στομάχι. «Κάτσε να σε κεράσω κανένα κοκορετσάκι να φας» μου λέει λίγο πριν φύγω ο κ. Μαντζανάς.
«Λίγο αργότερα» του λέω με βαριά καρδιά. Είναι 10:15 το πρωί. Πριν από μερικά λεπτά είχα φάει, άλλωστε, την μπουγάτσα, θα μου έπεφτε βαρύ. Σχεδόν σ’ όλα τα φαγάδικα της πόλης υπάρχει κάτι σχετικό με τον Παναιτωλικό, από ημερολόγια μέχρι ρολόγια και αφίσες.
Σχεδόν σ’ όλα τα φαγάδικα της πόλης υπάρχει κάτι σχετικό με τον Παναιτωλικό, από ημερολόγια μέχρι ρολόγια και αφίσες. 
Σχεδόν σ’ όλα τα φαγάδικα της πόλης υπάρχει κάτι σχετικό με τον Παναιτωλικό, από ημερολόγια μέχρι ρολόγια και αφίσες. Ο Παναιτωλικός είναι το καμάρι της πόλης. Ύστερα από αρκετά χρόνια που βολοδέρνει στις μικρές κατηγορίες, την τελευταία πενταετία έχει καθιερωθεί στην Α’ Εθνική, φέρνοντας στην πόλη ιστορικές ομάδες που δεν είχε δει ποτέ ξανά ο τόπος.
Το σκηνικό αλλάζει στο μεζεδοπωλείο του Παπαδόπουλου, στα στενά της Ηλίας Ηλίου στο κέντρο της πόλης. Αυτοί οι πεζόδρομοι, που μοιάζουν με υπαίθριες στοές, σου δίνουν την εντύπωση πως βρίσκεσαι σε μια επαρχιακή πόλη του ’70 και του ’80. Δίπλα στις καλοφτιαγμένες και ανέλπιστα ντιζαϊνάτες καφετέριες που επισκέπτεται τα απογεύματα η νεολαία της πόλης, υπάρχουν ακόμη καφενέδες, παπουτσάδικα, καφεκοπτεία και ραφεία μιας άλλης εποχής. Είναι δέκα το πρωί και ήδη έχουν καθίσει οι πρώτοι πελάτες για να φάνε κρέας.
Συνήθως φτάνουν πρωί πρωί στην πόλη για να προλάβουν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους και περίπου στις 12 να είναι έτοιμοι να επιστρέψουν πίσω στο χωριό. Όταν μπαίνεις μέσα, τα μάτια σου πέφτουν πάνω στο γλυκό νεράντζι και τις παραδοσιακές καραμέλες.
Είναι δέκα το πρωί και ήδη έχουν καθίσει οι πρώτοι πελάτες για να φάνε κρέας. Συνήθως φτάνουν πρωί πρωί στην πόλη για να προλάβουν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους και περίπου στις 12 να είναι έτοιμοι να επιστρέψουν πίσω στο χωριό.
Η μυρωδιά του καμένου καφέ που τρίβεται μου τραβά την προσοχή. Όπως εξηγεί ο ίδιος, συνήθως φρέσκο καφέ ψωνίζουν οι ηλικιωμένοι, καθώς οι νέοι τώρα πια «βαριούνται και πηγαίνουν στα σούπερ μάρκετ για να τον αγοράσουν». Νιώθεις, όμως, ότι ζεις σε μια άλλη δεκαετία, όταν περνάς έξω από το μαγαζί του κ. Αποστόλου, ενός από τους τελευταίους παραδοσιακούς ράφτες της πόλης.
Νιώθεις ότι ζεις σε μια άλλη δεκαετία, όταν περνάς έξω από το μαγαζί του κ. Αποστόλου, ενός από τους τελευταίους παραδοσιακούς ράφτες της πόλης. 
Παίρνει στα χέρια του τα ψαλίδια και τις ραπτομηχανές στα 14 του και τόσα χρόνια μετά συνεχίζει να εργάζεται σ’ αυτό το μικρό μαγαζάκι στον πεζόδρομο. Μπορεί σήμερα να ‘χουν κλείσει όλα τα γύρω του παραδοσιακά ραφεία, αλλά ο ίδιος ακόμα φτιάχνει από την αρχή κοστούμια. Είναι ακόμη πρωί, τα σοκάκια όμως έχουν γεμίσει με κόσμο.
Ο Σωτήρης Παπαδόπουλος ξυπνά και ανοίγει το παραδοσιακό καφενείο και μεζεδοπωλείο του εδώ και περίπου 50 χρόνια. Το καφεκοπτείο του κ. Γαλαζούλα σφύζει από κόσμο. Όταν μπαίνεις μέσα, τα μάτια σου πέφτουν πάνω στο γλυκό νεράντζι και τις παραδοσιακές καραμέλες.
Το καφεκοπτείο του κ. Γαλαζούλα σφύζει από κόσμο. Όταν μπαίνεις μέσα, τα μάτια σου πέφτουν πάνω στο γλυκό νεράντζι και τις παραδοσιακές καραμέλες. 
Το μαγαζί είναι γεμάτο με αφίσες και πρωτοσέλιδα παλιών εφημερίδων με τα κατορθώματα όχι του Παναιτωλικού αλλά της Α.Ε.Κ., ενώ από το ραδιόφωνο ακούγεται δημοτική μουσική. Η σχέση των Αγρινιωτών μ’ αυτήν είναι ιδιαίτερη, αν αναλογιστεί κανείς ότι στις γιορτές αρκετά μαγαζιά καλούν διάσημους δημοτικούς τραγουδιστές για να τους διασκεδάσουν.
Μεταξύ αυτών το New York, η Νέα Υόρκη της δυτικής Ελλάδας, ένα κέντρο εκδηλώσεων που κάθε Χριστούγεννα κάνει μεγάλο πανηγύρι στον κλειστό του χώρο. Τον Σωτήρη τον πετυχαίνω να πηγαινοέρχεται στην αποθήκη η οποία βρίσκεται στο υπόγειο, να καθαρίζει πατάτες και να ετοιμάζει τους μεζέδες για τα ούζα, τις μπίρες και τα τσίπουρα που πρόκειται να πουλήσει σε λίγο.
Αν έχεις φάει κρέας στις 10, γιατί να μην πιεις και ένα ούζο στις 12; Καθόμαστε, καλαμπουρίζουμε και δίνουμε ραντεβού γι’ άλλη φορά. Το backpack εκεί που είχε μόλις ένα τετράδιο, έχει γεμίσει τώρα με τυρόπιτες, μπουγάτσες και γλυκά που μας κερνούν σε κάθε μαγαζί που περνάμε.
«Δεν μπορείς να φύγεις έτσι, κάτι πρέπει να σε φιλέψουμε». Το ρολόι δείχνει σχεδόν 12 το μεσημέρι. Έχω αρχίσει να πεινάω. Είναι η ώρα για το κοκορέτσι που λέγαμε. Ήδη έχω αργήσει. Νιώθεις ότι ζεις σε μια άλλη δεκαετία, όταν περνάς έξω από το μαγαζί του κ. Αποστόλου, ενός από τους τελευταίους παραδοσιακούς ράφτες της πόλης.
Το αρτοποιείο του Παππά, γνωστο για την περίφημη και ίσως πιο ιδιαίτερη τυρόπιτα ταψιού που μπορεί να δοκιμάσει κανείς στη δυτική Ελλάδα. 
Η μπουγάτσα στο Αγρίνιο είναι μόνο με κρέμα. 
Αρνιά, κατσίκια, κοτόπουλα ακόμη και κοκορέτσια για τους πιο μερακλήδες. 
Διασκέδαση στο New York… Φωτο: Άκης Κατσούδας/LIFO 

Οδοιπορικό του lifo.gr και του Άκη Κατσούδα
http://www.agriniotimes.gr