Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Γιώργος Μπελεσιώτης: Παιδικές αναμνήσεις 1940 - 1948 στη Βόνιτσα

Με το Νάσο ήμαστε κολλητά φιλαράκια, γιατί ταιριάζαμε. 

Εγώ έμενα τότε στο σπίτι του Μπόκου και επικοινωνούσαμε μέσ απ τα περιβόλια, που αν δεν ήταν άφραγα, ήταν γεμάτα ποριές.
Στο περιβόλι του Νάσου και πάνω στην τεράστια κουρουμπλιά του, είχαμε στίσει με κόπο και μεράκι τη φραντζάτα μας, που ήταν ένα μικρό σπιτάκι, πάνω στο δέντρο.
Εκεί περνούσαμε τις περισσότερες ώρες της μέρας -σαν τους πιθήκους-, αν δεν είχαμε όρεξη, να κάνουμε διαολιές. 
Απολαμβάναμε την ησυχία της φύσης και τραγουδάγαμε αντάρτικα τραγούδια, που μαθαίναμε.
Με το φιλαράκι μου το Νάσο, είμαστε ειδικοί στα σκάμνα. 
Γνωρίζαμε όλες τις μουριές της Βόνιτσας, απ έξω κι ανακτωτά. 
Τρεις απ αυτές ξεχώριζαν για το μέγεθος και τη νοστιμιά τους. 
Η μια ήταν στην αυλή του Τσαβαλά, η δεύτερη στην αυλή του Μάσου και η τρίτη και καλλίτερη η σκαμνιά του Καλίβα, που ήταν κολλητά στην μάντρα του Άι-Δημήτρη.
Συνήθως ξημεροβραδιάζαμε στις σκαμιές, αν δεν ήμασταν στη θάλασσα. Τη σκαμιά όμως του Καλύβα, την επισκεπτόμασταν πιο συχνά, μιας και ήταν στη γειτονιά μας.
Στον Άι-Δημήτρη και μέσα στη Θάλασσα, υπήρχε ένας βράχος.
Το βράχο αυτό τον λέγαμε κουντρί και με γεμάτες τις τσέπες μας κορόμηλα, κλείναμε τα ραντεβού μας στο Κουντρί.
Ήταν περασμένο το γιόμα, όταν έκανα νόημα στο Νάσο
-που ήταν ένα χρόνο μικρότερός μου- να φεύγουμε.
Περάσαμε μπροστά απ το καμπαναριό του Άι-Δημήτρη και κει που τέλειωνε η μάντρα του, να σου μπροστά μας η σκαμνιά 
του Καλίβα. 
Ξελιγωμένοι -καθώς ήμασταν-, απ το παιχνίδι και τη θάλασσα την είδαμε μπροστά μας σανίδα σωτηρίας.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, σκαρφαλώσαμε κατάκορφα στα πιο ψηλά κλωνάρια της.
Με τη συζήτηση που κάναμε για τις μπούνες και τη νοστιμιά τους, μας άκουσαν και ξεφύτρωσαν και μερικά κορίτσια της γειτονιάς, δεδεκαοχτάχρονες κοπέλες τότε.
Φέρανε κι ένα σεντόνι -που άπλωσαν από κάτω- και μας θερμοπαρακαλούσαν.
-Ρίξτε μας και μας μωρές παιδιά, να φάμε και μεις κάνα σκάμνο.
Αν τινάζαμε τη σκαμιά, εμείς τι θα τρώγαμε;
Απογοητευμένα τα κορίτσια πιάσανε τον ίσκιο του σπιτιού του Καλίβα -που ήταν λίγα μέτρα απ τη σκαμιά- και αερολογώντας μεταξύ τους, περίμεναν, μήπως και αλλάξουμε γνώμη.
Εμείς απ την πείνα που είχαμε, τρώγαμε συνήθως τα σκάμνα με τη χούφτα. 
Μαζεύαμε πέντε έξη μαζί και τα χώναμε στο στόμα, χωρίς να κοιτάμε αν έχουν κοτσάνια, μυρμηγκιά, μυγοχέσματα ή κουτσουλιές πουλιών. 
Έπρεπε με ένα ή ενάμιση κιλό απ αυτά, να γεμίσει στα γρήγορα το στομάχι μας.
Ξαφνικά, μ έκοψε ένας πόνος στη κοιλιά κι έστριψε το άντερο μου. 
Δεν προλάβαινα να κάνω βήμα. Κατέβασα το μαύρο κοντοβράκι μου και κροτάλισαν τα φύλλα της σκαμνιάς.
-Που - που - που σκάμνα,,, φώναξαν τα κορίτσια κι ακαριαία άπλωσαν από κάτω μας το σεντόνι. 
Όταν κατάλαβαν τι συμβαίνει, βάλανε το που - πούι. 
-Άι μωρέ ξεπατωμένο και σε τσακώσω -φώναξε η Ευδοξία- μαύρο θα σε κάνω. 
Ευτυχώς που φύγανε νωρίς, να πάνε να κάνουνε το μπάνιο τους, άλλες στη θάλασσα με τα κομπινεζόν κι άλλες στη σκάφη του σπιτιού τους.
Τότε οι κυρίες, παίρνανε το μπάνιο τους μέσα σε ξύλινες σκαφίδες, στο διπλανό καλύβι, που ήταν κι ο βοηθητικός χώρος του σπιτιού.
Εδώ, υπήρχαν και όλα τα απαραίτητα. 
Την πρώτη θέση την είχε βέβαια ο αργαλειός, 
που δε σταμάταγε ολημερίς, τα κοπανήματά του.
Εδώ ήταν και η πινακωτή με την πλαστήρα, τα πλαστάρια, τα καζάνια, το κακάβι, εδώ και το καφοσούφλι που σιγοψήνανε 
σ αυτό, ρεβίθι και κριθάρι, αντί για καφέ.
Εδώ ήταν ακόμη η ξύστρα του μαλλιού, τ αδράχτια, τα κοφίνια, οι σίτες, τα σντάβλια και τα φτυάρια του φούρνου. 
Η σκάφη του πλυσίματος με την τρίφτρα ήταν στην πρώτη σειρά, μαζί με το βαφοκόφινο και την πυροστιά.
Εδώ ήταν κι ο αρίλογος που τρίβανε τον τραχανά, εδώ και το σκαφίδι που ζύμωναν, το βδομαδιάτικο ψωμί τους οι νοικοκυρές. 
Το σκαφίδι αυτό ήταν σκαλιστό κι από κορμό δέντρου. 
Όλα τα σύνεργα ήταν χειροποίητα και ευκολόχρηστα.
Τα περισσότερα τρόφιμα για την διατροφή της οικογένειας, 
τα ετοίμαζε από μόνη της η νοικοκυρά.
Αυτά ήταν πέρα απ τη μπομπότα ο τραχανάς, οι χυλοπίτες, ο φιδές, τα λαζάνια, τα μπιρμπιλόνια, τα φακιόλια, το πλιγούρι, η μπλατσάρα με τα λάπατα και το καλαμποκάλευρο 
η κουρκούτη, η μπαζίνα, και οι τσιγαρίδες.
Οι τσιγαρίδες ήταν κομμάτια τσιγαρισμένου χοιρινού κρέατος με το ξίγκι τους μαζί, που τα διατηρούσαν μέσα σε πήλινα πιθάρια όλο το χρόνο, γιατί χοιρινά σφάζανε μόνο τα Χριστούγεννα.
Με το λίπος και τις τσιγαρίδες ζεμάταγαν οι νοικοκυρές 
τα ζυμαρικά και τη μπαζίνα, που τρώγαμε το πρωί, όταν έκανε πολύ κρύο.
Τα αυγά τηγανισμένα με μια κουταλιά τσιγαρίδες, ήτανε μούρλια.
Έκαναν και πάστα οι νοικοκυρές, από τις ντομάτες του κήπου.
Τις βράζανε μέσα στο πήλινο τσουκάλι, τις στύβανε με τις χούφτες και ξαναβράζανε το ζουμί, για να του φύγουνε τα πολλά υγρά.
Μετά τις βάζανε μέσα σε πήλινες πιατέλες και τις λιάζανε στον ήλιο, για να σφίξει ο πελτές και να ξινίσει.
Όταν βρίσκαμε μπροστά μας πιατέλα με πάστα να λιάζεται στον ήλιο, βουτάγαμε το δάχτυλο μέσα της και φεύγαμε τρέχοντας για τη βρύση.
Πάστα αλείβαμε και στο ψωμί, αν βέβαια είχαμε. 
Το ψωμί το τρώγαμε με ελιές, με κρεμμύδι ή του ρίχναμε παραπανίσιο αλάτι, για να νοστιμίσει. 
Αυτό ήταν και το πιο συνηθισμένο κολατσιό και γι αυτό λέγαμε στο συμβιβασμό, πως ότι κι αν είπαμε, ψωμί κι αλάτι.
Το αλάτι είναι αυτό που κουμαντάρει το νερό που χρειάζεται κάθε ανθρώπινος οργανισμός και περιέχει πάνω από 80 απαραίτητα μεταλλικά στοιχεία.
Ο Όμηρος αποκαλούσε βάρβαρους αυτούς που δε γνώριζαν το αλάτι, που εκείνα τα χρόνια το χρησιμοποιούσαν και σα νόμισμα.

Το αλάτι και το νερό ενισχύουν τον οργανισμό 
και διατηρούν το νευρικό σύστημα γερό. 
Βοηθούν ακόμα τα κύτταρα, ν αποβάλουνε τις τοξίνες.

Το μπάνιο στην θάλασσα ενισχύει το δέρμα να είναι απαλό 
και γερό και καθαρίζει τα κύτταρα, διώχνοντας τη σκόνη και προ πάντων τη βρωμιά.

Το αλάτι, είναι η αδυναμία μου. 
Στα ογδόντα μου χρόνια, όταν κατεβαίνω στην κεντρική αγορά της Αθήνας για φρέσκο ψάρι, παίρνω και λίγο γαύρο για αλάτισμα. 
Βάζω μια χούφτα σ ένα μπολ εμαγιέ και τον αλατίζω 
με χοντρό αλάτι, για δέκα περίπου ώρες. 
Μετά τον ξεπλένω να φύγει το πολύ αλάτι 
και τον αφήνω για άλλες πέντε με δέκα ώρες μέσα στο ξίδι. 
Στραγγίζω το ξίδι, του βγάζω το κόκαλο 
ανοίγοντάς τον στη μέση, και του ρίχνω ψιλοκομμένο σκόρδο, μπόλικο λάδι, και στο ψυγείο.
Με δυο τρία γαβράκια αρμυρά κι ένα ουζάκι, ξαναγίνομαι παιδί.

Είχα ένα φίλο γιατρό, που όταν με έβλεπε να τρώω σαρδέλα αρμυρή με το ουζάκι μου, τον έπιανε ζάλη και τρελαινόταν. 
Με έδειχνε με το δάχτυλο και μου έλεγε πως χάνω δυο χρόνια απ τη ζωή μου, με κάθε αρμυρή σαρδέλα που έτρωγα.
Δεν κάπνιζε, δεν έτρωγε σαρδέλες αρμυρές και μας άφησε γεια, εδώ και πολλά χρόνια.

Ο άνθρωπος, από μικρός πρέπει να δοκιμάζει όλα τα αγαθά της φύσης, για να είναι γερός και στα κατοπινά του χρόνια.

Στα χρόνια της κατοχής και στα μετέπειτα, το αλάτι το παίρναμε με το δελτίο απ το μονοπώλιο, που ήταν ανάμεσα στα σπίτια του Ζορμπά και του Βασιλάκου, εκεί κοντά στη βλυχούλα.

Με το δελτίο παίρναμε ακόμα τα σπίρτα και το φωτιστικό πετρέλαιο, για να ανάβουμε τα βράδια τη λάμπα μας και να βλέπουμε, μην πέσουμε και τσακιστούμε.
Η ζάχαρη βέβαια, ήταν άγνωστο είδος σε μας.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο καλύβι, για να απολαύσουμε τις κυρίες καθιστές ή όρθιες μέσα στη σκάφη, να παίρνουνε το μπάνιο τους.

Πάνω στην πυροστιά -για να μην σκύβουνε πολύ- βάζανε το καζάνι με το ζεστό νερό και με το τσανάκι στο ένα χέρι και το αυτοσχέδιο Λευκαδίτικο σαπούνι -από μούργα και ποτάσα- στο άλλο, ήταν χάρμα οφθαλμών. 
Σωστές Αφροδίτης.

Για μαλακτικό των μαλλιών χρησιμοποιούσαν την αλισίβα, 
που έδινε στιλπνότητα στα μαλλιά.

Το χειμώνα, στα σύνεργα πρόσθεταν και φωτιά κάτω από την πυροστιά, για να κόβει λίγο το κρύο, που έμπαζε από παντού.

Η δεύτερη χρήση της σκάφης, ήταν για το πλύσιμο των ρούχων. 
Η τελετή της μπουγάδας άρχιζε απ το χάραμα, με την παρασκευή της αλισίβας.
Πάνω στη σκαφή, βάζανε ένα μεγάλο κοφίνι που πάταγε στις δυο πλευρές της και μέσα στρώνανε με τάξη και με τη σειρά,
το ένα πάνω στο άλλο, όλα τα ασπρόρουχα.

Πάνω απ τα ασπρόρουχα άπλωναν το σταχτόπανο 
-που ήτανε υφάδι τ αργαλειού από λινάρι- και του ρίχνανε κοσκινισμένη στάχτη και φύλλα δάφνης, για να έχουν τα ρούχα τη μοσκοβολιά της. 
Ρίχνανε μετά με την πήλινη κανάτα ζεματιστό νερό, που διαπερνούσε τα ασπρόρουχα και κατέληγε στη σκάφη.

Το καυστικό αυτό απόσταγμα ήταν η αλισίβα, που τη φύλαγαν οι μανάδες μας για αργότερα και την χρησιμοποιούσαν στο πλύσιμο των σκούρων ρούχων.

Η στάχτη, είναι το καλλίτερο καθαριστικό. 
Απομακρύνει λαδιές και μυρωδιές, διώχνει το σκόρο, εξαφανίζει τα μυρμήγκια, τις κατσαρίδες, τα σαλιγκάρια και τα ποντίκια. 
Τα τζάμια με λίγη στάχτη, λαμποκοπούν. 
Το χώμα γίνετε πιο εύφορο και προστατεύει τα φυτά 
απ το κρύο και την παγωνιά.

Τρίτη χρήση της σκάφης, ήταν το παιχνίδι μας.
Εδώ να ξεκαθαρίσω, πως υπήρχαν δύο είδη σκάφης 
σε κάθε σπίτι. 
Το σκαφίδι του ζυμώματος, που ήταν από σκαλιστό κορμό δέντρου και το πουλούσαν οι Βλάχοι και η σκαφίδα του πλυσίματος, που την έφτιαχνε ο μαραγκός της γειτονιάς μας.

Το πρώτο ήταν μικρό, βαρύ και ακατάλληλο για μας, 
ενώ η σκάφη του πλυσίματος ήταν ευρύχωρη κι ανάλαφρη.

Αν δεν σηκωνόταν μπονώρα η νοικοκυρά,
να βάλει μπροστά το πλύσιμο, 
τη σκάγαμε στον ώμο και η σκάφη διάβαινε στη θάλασσα.

Γονατιστοί στη σκάφη και με κουπιά τα χέρια μας, ξανοιγόμασταν στ ανοιχτά, για αγώνες και ναυμαχίες.

Συνήθως είμαστε είκοσι και βάλε σκάφες, κάθε μέρα στο νερό. 
Αν έπιανε καμιά φρεσκαδούρα, καταλήγαμε στην Κουκουμίτσα ή στα Χοντρά Χαλίκια. 
Υπήρχαν βέβαια ναυάγια και ναυαγοσώστες, γιατί καμιά φορά έφευγε κανένας πάτος ή καμιά πλευρά απ τη σκαφίδα κι αυτοί απόμεναν πίσω μας ναυαγοί κι ακολουθούσαν τελευταίοι

Συνήθως οι μανάδες ξεχασμένες με το κουτσομπολιό όταν αποζητούσαν τη σκάφη, ήταν αργά.

Ερχόνταν τότε στην παραλία -εκεί στον Άι-Δημήτρη- και σκούζανε.
-Αι μωρέ κουτσουκέφαλο και γυρίσεις του βράδ στου σπίτ.