Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Γιώργος Μπελεσιώτης: Παιδικές αναμνήσεις 1940 - 1948 στην Βόνιτσα

Οι γιορτές των χριστουγέννων ήταν κάτι το ξεχωριστό για μας τα μικρά και μείνανε βαθιά χαραγμένες στη μνήμη των παιδικών μου χρόνων.
Με τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές ξαναπιάναμε τα παιχνίδια, που είχαμε αφήσει για λίγο, όπως ήταν ο μπίκος, η σκλέτζα, η γαϊδούρα, η γουρούνα, η αμπάρτζα, οι καβαλες, η πινακωτή, τα μύγδαλα, τα πεντόβολατα κι αν έβρεχε πολύ, κλεινόμασταν μέσα στο χαμόσπιτο της θειά Μαρίκας και παίζαμε το κότσι.
Γονατιστός και ξερακιανός από μικρός ο Γιάννης ο Βασιλάκος, πελέκαγε με το λούρο τα μικρά, που αποτελούσαν τον κύκλο του παιχνιδιού μας.
Εδώ ήταν η Αθηνά, η Σοφία του Γώλια, η Κλειώ, η Βγέννα, η Γκούρλια, η Παρασκευή και άλλα μικρούλια, που άντεχαν το ξύλο.
Η βάβω μας η Αθάνω -που παρακολουθούσε το παιχνίδι- παρακάλαγε το Γιάννη, να μην βαράει πολύ τα μικρά, γιατί τα λυπόταν.
Μας ήταν πολύ σεβαστή η βάβω μας η Αθάνω, γιατί αυτή μας γιάτρευε απ τη -χρυσή- και την αγαπούσαμε όλα τα μικρά ιδιαίτερα.
Η τελετή της κοπής γινόταν με το τσόφλι ενός σπασμένου αμύγδαλου, που το χρησιμοποιούσε η βάβω μας για ξυράφι.
Μας σταύρωνε μ αυτό τρεις φορές το πρόσωπο, μας ξόρκιζε με ακαταλαβίστικα λόγια και μας έκοβε τη Χρυσή, που ήταν μια μεμβράνη κάτω απ το χείλι μας, για να μας φύγει η κιτρινάδα.
Εμείς τα κάλαντα για τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά,
των Φώτων και τ Άι-Γιαννιού, τα λέγαμε μόνο το βράδυ και την παραμονή της κάθε γιορτής
Με το πέσιμο του ήλιου, βγαίναμε παρεούλες τα μικρά - για να τα πούμε- στα γύρω γνωστά σπιτόπουλα της γειτονιάς μας.
- Χριστός Γεννάται Σήμερα εν Βηθλεέμ την πόλη, αντηχούσαν τρεμουλιαστές οι παιδικές μας φωνές, απ το κρύο που μας έκοβε τούτες τις ώρες.
Γυρνούσαμε ξυπόλητα και νηστικά στα γύρω σοκάκια και η νύχτα όλο και πιο πολύ πύκνωνε κι έπεφτε το σκοτάδι.
Παλτά, είχαμε σχεδόν όλα τα μικρά, απ τις στρατιωτικές κουβέρτες που μετά την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου,
τις έβρισκες παντού.
Τα πόδια μας όμως ξυλιάζανε απ το κρύο, γιατί ήταν γυμνά
και ξεροσκασμένα απ τις λάσπες.
- Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
Για να βλέπουμε που πατάνε τα ζόρκα ποδάρια μας τούτες τις ώρες, ανάβαμε απομεινάρια κεριών, που κλέβαμε απ το πανέρι του Πλιακοπάνου.
Οι νοικοκυρές άνοιγαν την πόρτα τους και μας δίνανε για το καλό φιλέματα, όπως λαδόπιτες, ζαχαρόπιτες, πετιμεζόπιτες, καρύδια, μύγδαλα, κυδωνιά και ότι άλλο τους περίσσευε.

Τον Άι-Βασίλης βέβαια, δεν τον είδαμε ποτέ.
Μόνο μια φορά -πρωινό πρωτοχρονιάς- βρήκα πάνω στη στάχτη του τζακιού ένα τσιγάρο και η μάνα μου είπε, πως θα έπεσε του Άι-Βασίλης.
Μου εξήγησε στα σοβαρά -κοιτάζοντας την καπνοδόχο από κάτω- πως στην προσπάθειά του να κατέβει απ το μπχαρί μας δεν τα κατάφερε γιατί ήταν πολύ στενό και δεν τον χώραγε.
Τούτες τις μέρες, εμείς τα μικρά φροντίζαμε και για τις κουτσούνες, που είναι το σύμβολο της τύχης.
Τις ξεριζώναμε με πολύ κόπο στο λιμνοβρόχι και τις φέρναμε στην αυλή του σπιτιού, για να τις βάλουμε μέσα -ανήμερα την πρωτοχρονιά- μαζί με μια πέτρα και το αμίλητο νερό.
Όποιος πήγαινε στη βρύση να φέρει το αμίλητο νερό, δεν έπρεπε να μιλήσει καθόλου στο δρόμο, μέχρι να φτάσει στο σπίτι.
Με το νερό αυτό η μάνα μας ανανέωνε το καντήλι στα εικονίσματα και ράντιζε τις τέσσερις γωνιές του σπιτιού -ψιθυρίζοντας ευχές και ξόρκια- για να πάει καλά ο καινούριος χρόνος.
Το καθιερωμένο γλυκό των ημερών ήταν βέβαια η ζεστή μπομπότα, με μπόλικες μαύρες Λευκαδίτικες σταφίδες μέσα της.
Έκοβε ο αρχηγός ένα φελί για τον Χριστό, την Παναγία και του Άι-Βασίλη και μετά ένα για κάθε μέλος της οικογένειας.
Όποιος τύχαινε την κρυμμένη δεκάρα -αν υπήρχε- ήταν και ο τυχερός της χρονιάς.
Για το ποδαρικό της πρωτοχρονιάς, τα καλοίσκιοτα παιδιά που είχανε μάνα και πατέρα, ήτανε περιζήτητα.
Από μέρες τα κανάκευαν οι κυράδες της γειτονιάς και τους τάζανε λαγούς με πετραχήλια, για το ποδαρικό που θα τους κάνανε, ανήμερα την πρωτοχρονιά.
Μετά τα Χριστούγεννα ήταν τα Φώτα
Σήμερα τα φώτα και οι φωτισμοί και χαρά μεγάλη και οι αγιασμοί
Ανήμερα των Φώτων στη μέση της εκκλησιάς μας, στήνανε μια υπερυψωμένη καλύβα από ευκαλύπτους και δάφνες κι από εκεί μέσα έψελνε ο παπάς τα πρέποντα.
Ο καντηλανάφτης μας ο Πλιακοπάνος -που ήταν στα μέσα και στα έξω- μοίραζε φιόρα στους Φώτιδες που γιόρταζαν τούτη τη μέρα και μεις τα μικρά παίρναμε βαρελίσιο αγιασμό, από μια κάνουλα της καλύβας.
Μετά όλοι μαζί τραβάγαμε για την παραλία, με τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα μπροστά, τα λιβανιστήρια και τους παπάδες από πίσω.
Εμείς τα μικρά πηγαίναμε στην αρχή ή στο τέλος της κουστωδίας, γιατί τόχαμε σε κακό, να μπούμε ανάμεσα στον κόσμο.
Απλωνόμασταν γωνιακά απ τα βράχια του φάρου, μέχρι τα σκαλιά της παραλίας και εκεί έριχνε ο παππάς το σταυρό στη θάλασσα, για να αγιάσουνε τα νερά και νάνε καλοτάξιδα για τους καπεταναίους.
Το σταυρό τότε τον ρίχνανε στη θάλασσα, χωρίς να είναι δεμένος, όπως κάνουνε σήμερα, λες και είναι άλογο και θα τους φύγει.
Βούταγαν αρκετοί στα παγωμένα νερά του Αμβρακικού κι όποιος τον έπιανε, τα κονόμαγε.
Γύριζε με το σταυρό πάνω στον αγιασμένο δίσκο -από σπίτι σε σπίτι- σε όλα τα σπίτια και τα καλύβια της Βόνιτσας για να αγιάσουνε και οι νοικοκυρές αφού φύλαγαν το σταυρό, ρίχνανε μέσα στο δίσκο, ότι επιθυμούσαν.
Τότε τα νερά του Αμβρακικού ήταν πεντακάθαρα κι ο σταυρός που ήταν μαλαματένιος -είχε και κάμποσα ρουμπίνια πάνω του, πέντε θυμάμαι- λαμποκόπαγε στον πάτο της θάλασσας.
Ήταν πολύ βαρύς.
Ασήκωτος σας λέω, γιατί τον είχα κρατήσει κι εγώ στα χέρια μου.
Μια χρονιά, έπεσε ο σταυρός στη θάλασσα κι από τότε δε τον ματάδαμε.
Καθώς ήταν μαλαματένιος και κειμήλιο μεγάλης αξίας, τον ψάχνανε μέρες και νύχτες, ακόμα και με πυροφάνια.
Ο σταυρός πάει.
Δε ματαγύρισε ποτέ πια στις γειτονιές και στα σοκάκια της Βόνιτσας και πολλά είπαν.
Είπα κι εγώ, ο θεός κι η ψυχή τους.
Από τότε έδωσε εντολή ο Δεσπότης, όχι μόνο να δένουν το σταυρό με κορδέλα, αλλά να είναι κι από φελώ.
Άντε εσύ -μετά απ όλα αυτά- και καλομαθημένος με τέτοιο μαλαματένιο σταυρό που είχες, να πας τώρα να προσκύνησης το φελώ, και να πληρώσεις κι από πάνω.
Πολλά σπουδαία πράγματα είχαν χαθεί αυτή την περίοδο απ τις γύρω εκκλησιές, όπως χειρόγραφα ευαγγέλια, μανουάλια και σπάνιες εικόνες, που όταν είχε αναβροχιά και η Γη έσκαγε απ την έλλειψη του νερού, τις πήγαιναν μέχρι στα γύρω χωράφια και κάνανε παρακλήσεις στο θεό -για να μας λυπηθεί- και να μας ρίξει και καμιά βροχή.
Τότε έκανε την εμφάνισή της και η Πισπιρίτσα, που ήταν ένας νεαρός ντυμένος με κλωνάρια δέντρου -σαν να ήταν θάμνος που περπάταγε- και πίσω του ακολουθούσε μια κουστωδία από λιανόπαιδα, που ψέλνανε.
Πισπιρίτσα περπατεί, το θεό παρακαλεί,
για να ρίξει μια βροχή, μια βροχή μια δυνατή,
για να ποτιστεί η Γη και άλλα που δε θυμάμαι.
Απ τα κλαδιά που είχε πάνω του ο Πισπιρίτσας, δεν γνώριζες ποιος είναι.
Ήταν καλά καμουφλαρισμένος και είχε κρεμασμένη μπροστά του και μια αυτοσχέδια πλεχτή φωλιά, απ τα κλωνάρια της στολής του.
Κρατούσε στο ένα χέρι μια μεγάλη κουδούνα από κυπρί και στο άλλο μια γκλίτσα για τα σκυλιά που ορμούσαν καταπάνω σ αυτό το περίεργο πράμα, καθώς περνούσε μπροστά απ τις αυλές των σπιτιών τους.
Απ τα κουδουνίσματα, τα γαβγίσματα και το ψάλσιμο των παιδιών, γινόταν μεγάλος σαματάς.
Βγαίναν τότε οι κυράδες απ τα σπίτια τους με μπότια και με στάμνες και καταβρέχανε τον Πισπιρίτσα.
Για τη ζημιά που κάνανε με το κατάβρεγμα αυτό, άφηναν για αποζημίωση στη φωλιά της Πισπιρίτσας και δυο-τρία αυγά,
γιατί λεφτά δεν υπήρχαν τότε, όπως και σήμερα.