Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

Δούκας από “Άγριες Μέλισσες”: Μεγάλωσα γύρω από το Αγρίνιο, στο Καινούργιο, την Αβόρανη…”

Εδώ και πέντε χρόνια υποδύεται με επιτυχία το Νικόλα Άσιμο, προκαλώντας αντιδράσεις, ενώ παράλληλα πρωταγωνιστεί σε ταινία με θέμα την έξοδο του Μεσολογγίου.
Ο Λεωνίδας Κακούρης δεν είναι, ίσως, από τους ηθοποιούς που αναγνωρίζεις στο δρόμο. Δεν έχει εκτεθεί υπερβολικά, είναι αρκετά εσωστρεφής, αλλά θαρραλέος, πια, για να επιλέγει τα επόμενα βήματά του στη ζωή και την τέχνη. Καπνίζει αρκετά ακούει έντεχνα στο αυτοκίνητό του, είναι ευγενικός και απλός. Σχεδόν συνηθισμένος. Πίσω, όμως, από την εικόνα ενός όμορφου άντρα που δεν είναι συγκλονιστικά μποέμ ή αρτιστίκ, κρύβεται ένας καλλιτέχνης, «με δίχως σημαίες», γενναιόδωρος, ικανός για πολλά και απρόβλεπτα.
Γεννήθηκα στη Γερμανία αλλά έφυγα πολύ μικρός. Μεγάλωσα στην επαρχία γύρω από το Αγρίνιο που θα πει: Καινούργιο, Αβόρανη, Ναύπακτος. Γύρω στα οκτώ μου χρόνια, εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Αθήνα. Η επαφή με τη φύση είναι μεγάλο πράγμα, αναπτύσσει τη φαντασία ενός παιδιού, την κάνει να καλπάζει, γι’ αυτό νιώθω τυχερός που μεγάλωσα σε χωριό.
Γερμανία-ελληνική επαρχία-Αθήνα, ήταν παράξενη διαδρομή, αλλά εγώ την έκανα ακούσια, απλά ακολουθώντας τους γονείς μου.  Το έχω ξαναπεί και συνεχίζω να το πιστεύω: όσο σημαντικοί και να είναι οι σταθμοί, η διαδρομή μετράει τελικά και, βεβαίως, πού καταλήγει.
Μου άρεσε ανέκαθεν οτιδήποτε μπορούσε να ξεκινήσει από τη φαντασία: χειροτεχνίες, ζωγραφιές, τραγούδια, βιβλία. Έτσι προέκυψε η υποκριτική ως διέξοδος όλων αυτών των ανησυχιών.
Ο ηθοποιός, όμως, δεν αρκεί να είναι ένας συνεπής καλλιτέχνης, αλλά κι ένας επιδέξιος «ακροβάτης». Ειδικά στην Ελλάδα η επιβίωσή μας είναι δύσκολη. Πρέπει να το αγαπάς πολύ. Είχα δυσκολίες και συνεχίζω να έχω, οι πόρτες δεν ήταν ανοιχτές. Ακόμα, όμως, και οι δυσκολίες, ακόμα και οι άνθρωποι πίσω από αυτές, είχαν κάτι να δώσουν. Μια αποτυχία ή μια καλλιτεχνική συνύπαρξη που δεν προέκυψε σε μια δεδομένη στιγμή μπορεί και να έχει δημιουργήσει έδαφος για να γίνει κάτι καλύτερο. Χρειάζεται πίστη, υπομονή. Παλιότερα έλεγα ότι το επάγγελμα του ηθοποιού είναι μια σύμβαση με το ταμείο ανεργίας, την οποία διακόπτεις όταν βρίσκεις δουλειά . Μέσα σε αυτό το σκηνικό της κρίσης οι ηθοποιοί είμαστε ίσως πιο εκπαιδευμένοι στην ανασφάλεια και επομένως πιο ψύχραιμοι σε σχέση με άλλους κλάδους.
«Προσωπικά, ως ηθοποιό, δεν είναι τόσο οι ρόλοι που μπορεί να με δυσκολέψουν, όσο η κακή συνεργασία . Να μην ξέρει ο καπετάνιος, δηλαδή ο σκηνοθέτης, κατά που θέλει να πάει το καράβι».
Θυμάμαι ότι έδωσα εξετάσεις στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου έχοντας διαβάσει την παραμονή το βράδυ τους μονολόγους. Ένιωθα ίσως άνετος, γιατί έδινα παραστάσεις με έναν ερασιτεχνικό θίασο που είχαμε φτιάξει στο σχολείο. Σήμερα, το σκέφτομαι και χαμογελάω με το παιδί που ήμουν. Πάντως, όταν έμαθα ότι πέρασα ήταν η ομορφότερη στιγμή της ζωής μου. Αργότερα, άφησα τις σπουδές μου στη Νομική για το θέατρο. Έβλεπα ότι αυτά τα δυο δε συμβάδιζαν με τίποτα.

Μικροί όλοι έχουμε το θράσος της νιότης και κάνουμε λάθη. Όταν κάποτε ένας άνθρωπος του χώρου, έμπειρος πολύ, με προέτρεψε να εκφωνώ διαφημίσεις με τη φωνή μου, τον σνόμπαρα και είπα ότι εγώ είμαι καλλιτέχνης, ηθοποιός. Χρόνια αργότερα, γέλασα πάλι με τον εαυτό μου. Φυσικά και έχω κάνει διαφημίσεις και εκφωνήσεις: στον Real fm, για αυτοκίνητα, για διάφορα. Και χαίρομαι, γιατί είναι δουλειές, είναι χρήσιμα πράγματα και, πια, άκρως αναγκαία.

Κάθε άνθρωπος, βέβαια, είναι ένας, μοναδικός και κάθε καλλιτέχνης το ίδιο. Ο ηθοποιός, όμως, έχει την ευθύνη να μεταμορφώνεται στον χαρακτήρα που υποδύεται κάθε φορά, κάνοντας την δική του μοναδικότητα, ως ανθρώπου, πέρα για λίγο. Πρέπει να μπορεί να αναζητά , να ανακαλύπτει τις δεκάδες εκφάνσεις του κάθε ρόλου και να τις αναδεικνύει.

Προσωπικά, ως ηθοποιό, δεν είναι τόσο οι ρόλοι που μπορεί να με δυσκολέψουν, όσο η κακή συνεργασία. Να μην ξέρει ο καπετάνιος, δηλαδή ο σκηνοθέτης, κατά που θέλει να πάει το καράβι. Γι’ αυτό και όταν με ρωτούν αν προτιμώ το θέατρο ή το σινεμά, απαντώ ότι το ζήτημα είναι το «με ποιον», όχι «το τι». Γιατί και τα δύο, όταν γίνονται σωστά, έχουν απίστευτη δύναμη και γοητεία.
Έχω κάνει τηλεόραση, αρκετοί με θυμούνται ως τον Γιάννη τον Φονιά, στο πολύ δημοφιλές σήριαλ «Της Αγάπης Μαχαιριά», όπου είχα δεχθεί αρκετές επεμβάσεις για τις ανάγκες ενός χαρακτήρα μεγαλύτερου ηλικιακά από ό, τι εγώ. Έχω συνεργαστεί με την Άννα Βίσση και το Νίκο Καρβέλα σε μια παράσταση που έλαβε διαφόρων ειδών σχόλια και κριτικές στο Παλλάς, έχω συμμετοχές σε ταινίες, έχω κάνει θέατρο αρκετό. Σχεδιάζω να ανεβάσω ως σκηνοθέτης ένα θεατρικό έργο που με έχει συναρπάσει, όχι Έλληνα συγγραφέα. Αν όλα πάνε καλά, θα έχω στο πλευρό μου μια άξια ηθοποιό, από τις καλύτερες της γενιάς της. Αλλά έχω και στα σκαριά, μια έμπνευση χρόνων, που νιώθω πως έχει «παγώσει» λίγο, αλλά θέλω να την τολμήσω. Ένα έργο για τον φόβο και για τα συναισθήματα.

Ο Θάνος Αλεξανδρής ονειρευόταν να γίνει πολιούχος Άγιος, αλλά τελικά τον αποθέωσαν στα σκυλάδικα

Πριν τέσσερα χρόνια, υποδυόμουν στη διάρκεια της ίδιας σεζόν το Νικόλα Άσιμο και τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ήταν τόσο τρελό, όσο ακούγεται. Αλλά νομίζω πως δεν τα πήγα άσχημα. Φέτος συμβιώνω επίσης με τον Άσιμο καλλιτεχνικά. Αλλά βγήκε στις αίθουσες και μια ταινία στην οποία συμμετείχα ως Παιδί της Σαμαρίνας.

Η παράσταση «Στο Φαλιμέντο του κόσμου» είναι ένα μουσικοθεατρικό αφιέρωμα στον αγαπημένο μου τραγουδοποιό των Εξαρχείων. Την παράσταση συνθέτουν μουσικές, τραγούδια και κείμενα του Νικόλα από το βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» . Για την ώρα, παίζεται στο Σταυρό του Νότου, αλλά σύντομα θα ταξιδέψει σε όσες πόλεις της Ελλάδας είναι εφικτό. Αισθάνομαι πολύ τυχερός για τους συνεργάτες που έχω στο πλευρό μου. Πέρα από τους ανθρώπους του Σταυρού που είναι πολύτιμοι, ο Δημήτρης Χατζηδημητρίου ο οποίος είναι μαζί μου σε αυτό από την πολύ αρχή, αλλά και ο Βαγγέλης Καζαντζής, η Κατερίνα Μακαβού και ο γεννημένος για μουσικός Διονύσης Μακρής είναι δώρο. Χωρίς αυτούς δε θα γινόταν τίποτα.

Αctor«Δεν θα ήθελα να μιλήσω για τρελά όνειρα ή υψηλούς στόχους. Αποφεύγω πια να κάνω, γιατί η ελπίδα είναι μεγάλη πουτάνα. Είναι πανέμορφη, αλλά σε ξεγελάει πολύ».

Όσο για την ταινία, λέγεται «Έξοδος 1826» και φωτίζει μία άγνωστη σελίδα της νεότερης Ιστορίας μας . Μια κινηματογραφική δουλειά του Βασίλη Τσικάρα στην οποία πήραν μέρος εκατοντάδες άνθρωποι και η οποία αποδεικνύει πως όταν θέλεις πολύ κάτι θα τα καταφέρεις . Θα έλεγα ότι είναι μια ανεξάρτητη ,συμμετοχική ταινία, απλή στη σύλληψη της, τίμια στις προθέσεις της και ανθρώπινη, χωρίς ηρωισμούς και φανφάρες.

Είμαι άνθρωπος, άντρας, ηθοποιός -και λίγο σκηνοθέτης-, είμαι σύντροφος και πατέρας. Το ότι είμαι πατέρας, είναι κάτι που μου δίνει δύναμη πολλές φορές. Κάτι χαρακτηριστικό που συνέβη πρόσφατα είναι το εξής: Γύρισα σπίτι πολύ αργά τη νύχτα, μετά από ένα Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη, όπου ανεβήκαμε με την παράσταση Fuga, και βρήκα έξω από το παιδικό δωμάτιο κολλημένα δυο ζωγραφισμένα χαρτιά: «Μπαμπά, ξύπνα μας ό, τι ώρα και να γυρίσεις, για να μας πάρεις μια αγκαλίτσα. Μας έχει αφήσει η μαμά. Ό, τι, ό, τι ώρα και να είναι», και διάφορα τέτοια. Κατάλαβα αμέσως ποιο είχε την υπογραφή του μικρού μου και ποιο της κόρης μου. Μπήκα απευθείας μες στο δωμάτιο και έκανα αυτό που μου έγραφαν, αλλά φυσικά ήταν βαθιά κοιμισμένα. Πήρα δύναμη απίστευτη. Ούτε που με ένοιαξε αν είχα πολύ πρωινό ξύπνημα, μετά από μια σειρά εξαντλητικών ημερών δουλειάς.

Δεν θα ήθελα να μιλήσω για τρελά όνειρα ή υψηλούς στόχους. Αποφεύγω πια να κάνω, γιατί η ελπίδα είναι μεγάλη πουτάνα. Είναι πανέμορφη, αλλά σε ξεγελάει πολύ. Αν πας απευθείας στο γκρεμό, δε βοηθάει πουθενά το ελπίζεις, Πρέπει να δείξεις σθένος, να κάνεις ελιγμό και να αποφύγεις την πτώση. Δεν ξέρω τι γκρεμοί μού ξημερώνουν, γι’ αυτό προτιμώ να δουλεύω και να μιλάω στο σήμερα, στο τώρα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είμαι αισιόδοξος. Άλλωστε, προτιμώ το «venceremos», έστω κι αν καταρρέουμε.

popaganda.gr