Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Η καταγωγή της οικογένειας Κολοκανάκη-Μαμαλούκα και η ιστορία του οικισμού της Ζαβέρδας

Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Λευκάς“, στο φύλλο της 27ης Οκτωβρίου 1994. Τιτλοφορείται “Ζαβερδινές Ιστορίες“. Το κείμενο υπογράφει ο εκδότης της εφημερίδας, Λακης Μαμαλούκας. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του αρχικού κειμένου.

Πληροφορήθηκα όταν τώρα τελευταία πήγα στη Ζαβέρδα, ότι ο συγγενής μου Κώστας Π. Γκιόκας, που είχε μητέρα την Όλγα Κολοκανάκη, πως φτιάνει το οικογενειακό δέντρο της μεγάλης Ζαβερδινής οικογένειας Κολοκανάκη-Μαμαλούκα.
Η καταγωγή του γεννήτορος της οικογένειας Σπύρου Κολοκανάκη χάνεται στην άχλυ του μύθου, το βέβαιο είναι πως ήρθε στη Ζαβέρδα που ήτο υπό την επικράτεια του Αλή Πασα, τα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 κατ’ άλλους από την Αίγυπτο, καταδιωκόμενος από τους Άγγλους ως Μαμελούκος (εξ ου και το παρατσούκλι Μαμαλούκας, που αργότερα από ορισμένους κλάδους της οικογένειας υιοθετήθηκε ως επώνυμο, διότι το κανονικό επώνυμο “Κολοκανάκης” εθεωρήθη κακόηχο).
Άλλοι λένε ότι ήρθε από την Κρήτη, καταδιωκόμενος από τους εκεί Τούρκους (το -α-κης στα επώνυμα δηλώνει κρητική προέλευση) και άλλοι ισχυρίζονται ότι ήταν Έλληνας ομογενής της Αργεντινής εξ ου και το μελαμψό της επιδερμίδας των άμεσων απογόνων (ένας εξ αυτών ελέγετο και Αράπης).
Το ιστορικά εξακριβωμένο (και είναι ενδιαφέρον από απόψεως Ζαβέρδας) είναι, ότι ο Σπύρος Κολοκανάκης ήταν υποδηματοποιός (επάγγελμα προσοδοφόρο στην εποχή του) και παντρεύτηκε το 1836 τη Μαρία Τσαντιώτη, πήρε δε προίκα ένα μικρό οικόπεδο όπου έφτιασε το πρώτο πέτρινο σπίτι στη Ζαβέρδα, με κεραμίδια στη στέγη.
Τότε η Ζαβέρδα (ένα χωριό που εμαστίζετο από την φτώχεια και την ελονοσία) είχε σπίτια φτιαγμένα από πηλό (από τα όχτια) και βούρλα, με στέγη από ψαθί από τον βάλτο, δηλαδή καλύβες, που δειλά-δειλά έφτιαναν οι κάτοικοι, όσοι έρχονταν από το Παλιοχώρι προς τη θάλασσα (παλιό χωριό σε ένα πλαγερό του βουνού Τσερεκάς, μεταξύ της ιστορικής Μονής του Αγίου Δημητρίου και του ξωκκλησιού του Αη Νικόλα και της εκκλησίας της Παναγίας), που κατοικούσαν εκεί από τα αρχαία χρόνια για τον φόβο των πειρατών (όπως και τα πιο πολλά χωριά της Λευκάδας).
Το πρώτο αυτό πέτρινο σπίτι με ταβάνι και με κεραμίδια στη στέγη, έκανε εντύπωση στους Ζαβερδινούς που έρχονταν και το θαυμάζανε και λένε ότι ο γέρο Κολοκανάκης με το παρατσούκλι Μαμαλούκας, είχε ανήσυχο ύπνο.
Τη νύχτα έκανε περιπολίες, φοβότανε μήπως του κλέψουν τα κεραμίδια, ανέβαινε στη στέγη και τα μετρούσε!
Αργότερα έφτιασε δεύτερο, μεγάλο αυτή τη φορά, ανώγειο σπίτι με πέτρες πάλι και κεραμίδια. Το σπίτι αυτό χωρίστηκε με τον καιρό σε τέσσερα μικρότερα σπίτια για τα τέσσερα αρσενικά παιδιά του, τον Ηρακλή, τον Δημήτρη, με το παρατσούκλι Βλάχος, το Γιώργο και το Νικόλαο (είχε και τέσσερις κοπέλες που τις προίκισε με μετρητά), που πουλήθηκαν και μόνο ένα μένει σήμερα στην κυριότητα Μαμαλουκέικης οικογένειας, στο παραλιακό χωριό.
Στη συνέχεια βέβαια (τέλη του 18ου αιώνα), οι Ζαβερδινοί είχαν να θαυμάσουν το τεράστιο σπίτι του Ράγκου, αληθινό παλάτι, με απέραντους κήπους -πάρκα με φοίνικες και άλλα δέντρα-, λουλούδια και φτιαγμένο με μάρμαρα που έφερε, όπως λένε, από την Ιταλία, που δεσπόζει στο ύψωμα του πάνω χωριού, ως και την μεγάλη εκκλησία βυζαντινού ρυθμού της Αγίας Παρασκευής, που η χάρη της γιορτάζεται με μεγαλοπρέπεια στις 26 Ιουλίου κάθε χρόνο.
Στην Κατοχή πουλήθηκαν οι κήποι από το Ραγκαϊκό μέγαρο, που έγιναν οικόπεδα και η Ζαβέρδα εξελίχθηκε πλέον σε ένα μοντέρνο χωριό με καφετέριες και ψησταριές, πέτρινα ή τσιμεντένια πλέον σπίτια. Αλλά μεγάλες οικοδομές δεν ξανάγιναν, εκτός από το άλλο Μαμαλουκέικο σπίτι της παραλίας, που δεσπόζει του λιμανιού της Ζαβέρδας.

Λάκης Μαμαλούκας