Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Έθιμα και δοξασίες: Τα κυριότερα έθιμα των Χριστουγέννων στα Βλαχοχώρια μας


1. Πόρκου ντι Κριστσιούνε: Εκείνο το χριστουγεννιάτικό έθιμο που δημιουργούσε μιαν αλλόκοτη γιορτινή ατμόσφαιρα στο χωριό μας ήταν η σφαγή του οικόσιτου γουρουνιού ή γουρουνιών τα Χριστούγεννα (Πόρκο ντι Κριστσιούνε). Από το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων σε όλο το χωριό ακούγονταν συνεχώς και παντού, σε όλες τις αυλές των σπιτιών και σε όλες τις γειτονιές στο σπαρακτικό σκούξιμο των γουρουνιών, τα οποία τα έσφαζαν ή τα ίδια τα «αφεντικά» τους ή πιο ειδικοί γείτονες ή συγγενείς. Στα χωριά μας υπήρχε κι ένα άλλο έθιμο –δοξασία ή δεισιδαιμονία: Στα γουρούνια των Χριστουγέννων έμπηγαν ένα σιδερικό(μαχαίρι ή πιρούνι) και ψωμί για μην τα «βαρέσει ο ίσκιος» (ξωτικό)!
Σε παλιότερες εποχές το κρέας ήταν κάτι σαν είδος πολυτελείας. Τότε, έτρωγαν κρέας μόνο τις Απόκριες, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Καθώς όμως οι οικογένειες τότε ήταν πολυπληθείς φρόντιζαν να εξασφαλίσουν και την ανάλογη ποσότητα κρέατος. Αγόραζαν, λοιπόν, κατά το τέλος του καλοκαιριού μικρά γουρούνια, τα οποία τάιζαν μέχρι τα Χριστούγεννα επιδιώκοντας να γίνουν όσο το δυνατόν πιο παχιά. Το εξέτρεφε κάθε οικογένεια στον κήπο ή σε ειδικό μέρος (κουμάσι) στην αυλή με τυρόγαλο (τζέρου – αρχαία ελληνική λέξη!), πίτουρα, βελάνα, καλαμπόκι, καρπουζόφλουδες, πεπονόφλουδες, αποφάγια και άλλα.
Τις παραμονές των Χριστουγέννων οι άνδρες μαζεύονταν και συνεννοούνταν για τις γουρνοχαρές. Ακόνιζαν τα μαχαίρια και τους μπαλτάδες, ενώ οι γυναίκες ετοίμαζαν τις τάβλες, τα ταψιά, τα καζάνια. Το πρωί, παραμονή ή προπαραμονή των Χριστουγέννων έφταναν στο σπίτι οι άνδρες που θα έσφαζαν το γουρούνι. Η νοικοκυρά τους έφτιαχνε καφέ και τους κερνούσε λίγο ούζο. Στη συνέχεια, οι άνδρες αφού έστριβαν τσιγάρο, σκούμπωναν τα μανίκια και τραβούσαν για το κουμάσι. Η νοικοκυρά πιο πέρα, περίμενε με το βραστό νερό για το κεφάλι του γουρουνιού (γουρνοκέφαλο). Ο πιο ψύχραιμος άνδρας έμπαινε μέσα στο κουμάσι με ένα κομμάτι χοντρό σκοινί (τριχιά) και μαζί με τους υπόλοιπους το τραβούσαν έξω από το κουμάσι. Το γουρούνι καταλάβαινε ότι έφτανε το τέλος του και άρχιζε να ουρλιάζει δυνατά ωσότου η λάμα του μαχαιριού μπει βαθιά στο λαιμό του και κόψει το νήμα της ζωής του. Σχεδόν την ίδια ώρα ακουγόταν ουρλιαχτά γουρουνιών απ' όλες τις αυλές των σπιτιών του χωριού.

Μόλις έκοβαν το γουρνοκέφαλο, έβαζαν το σφαγμένο γουρούνι ανάσκελα χάμω κι άρχιζαν το γδάρσιμο, πρώτα από την περιοχή της κοιλιάς. Το λίπος στο μέρος εκείνο το χρησιμοποιούσαν για το παστό (βασιλόξιγκο). Το κάθε γουρούνι έβγαζε δέκα με δεκαπέντε γκάζια λίπος (λίπα, η οποία είναι ομηρική λέξη!). Μετά το γδάρσιμο αφαιρούσαν τα εντόσθια. 
Ο πιο έμπειρος άνδρας κοιτούσε τη σπλήνα ή κατά άλλους κοιτούσε την ουροδόχο κύστη και αποφαινόταν σχετικά. Αν ήταν διογκωμένη, ο χειμώνας θα παρατεινόταν πιθανώς μέχρι τον Μάρτιο. Στην αντίθετη περίπτωση ο χειμώνας θα ήταν κανονικός. Οι άνδρες και οι γυναίκες έπεφταν, κατόπιν, κυριολεκτικά πάνω στο γδαρμένο γουρούνι: άλλος ξεχώριζε το λίπος από το κρέας, άλλος έβγαζε κρέας για τηγανιά (φαγητό φτιαγμένο στο τηγάνι από ψαχνό κρέας, συκώτι, σπλήνα, καρδιά), άλλος καθάριζε τα λουκάνικα, άλλος ταχτοποιούσε το τομάρι ώστε να στεγνώσει και να φτιάξουν τα περίφημα γουρνοτσάρουχα. Όταν τελείωνε ο τεμαχισμός του γουρουνιού γινόταν μια ολιγόωρη παύση. Οι σφάχτες σκούπιζαν τα μαχαίρια, έπλεναν τα χέρια τους με ζεστό νερό και τραβούσαν για το σπίτιια να φάνε τη νόστιμη τηγανιά ή το κοψίδι που είχε ετοιμάσει η οικοδέσποινα.

2. Παστό, τσιγαρίδες, λουκάνικα: Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο από το χριστουγεννιάτικο γουρούνι. Το λίπος ή λίπα στα βλάχικα (ομηρική λέξη!) το λεγόμενο παστό, το έκοβαν μικρά κομματάκια και το έλιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το παστό, η νοικοκυρά πάσχιζε πραγματικά, επί 2-3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του. Η φωτιά έπρεπε να καίει με ένταση χωρίς να ελαττώνεται καθόλου, ώστε το λιώσιμο να γίνεται κανονικά για κάθε καζάνι. Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος (βασιλόξιγκο) στο δοχείο ή πιθάρι, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι τσιγαρίδες, τις οποίες οι συγχωριανοί μας έβαζαν στον τραχανά και στις πίτες.
Το λιωμένο λίπος το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πιθάρια, και, αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν μαγειρευτό, αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν ο σουφλιμάς και, φυσικά τα γνωστά νόστιμα χωριάτικα λουκάνικα που παρασκεύαζαν με μεγάλη επιμέλεια.

3. Η γουρνόφουσκα: Τα παιδιά, παρακολουθούσαν όλη αυτή την «άγρια» διαδικασία και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Πέρα από ότι θα τρώγαμε περισσότερο … κρέας τις ημέρες αυτές, περιμένανε με αγωνία να ολοκληρωθεί η διαδικασία της σφαγής για να πάρουνε την … πολυπόθητη … γουρνόφουσκα! Ήταν η … ουροδόχος κύστις του γουρουνιού την οποία φουσκώνανε και παίζαμε είτε ως μπαλόνι είτε ως … μπάλα!!!


4. Το Χριστόψωμο: Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά. Απαραίτητος στη μέση, επάνω, ο σταυρός από ζυμάρι. Γύρω - γύρω διάφορα διακοσμητικά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια, ανάλογα με το μεράκι ή τις οικογενειακές παραδόσεις της νοικοκυράς. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών. Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του...).

5. Το Ύψωμα: Με διαφορετική επιμέλεια και «αώτο» (ομηρική λέξη), δηλαδή προζύμι, οι νοικοκυρές παρασκεύαζαν το Ύψωμα για τους νεκρούς, το οποίο, κομμάτια – κομμάτια το πρόσφεραν σε όλους και, φυσικά, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

6. Γευστικά κουλουράκια: Την παραμονή των Χριστουγέννων οι αυλές των σπιτιών μοσχομύριζαν από τα κουλουράκια που έψηναν οι νοικοκυρές στους φούρνους και που έδιναν και στα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. Είχαν διάφορα σχήματα και στολίδια.

7. Το μεγάλο κούτσουρο ή «Χριστόξυλο»: Από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης διάλεγε το πιο όμορφο, το πιο γερό , το πιο χοντρό ξύλο από βελανιδιά. Είναι το ξύλο ή το κούτσουρο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, στο τζάκι του σπιτιού. Η στάχτη των ξύλων αυτών προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό. Πριν ο νοικοκύρης φέρει το κούτσουρο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι , ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην εστία το κούτσουρο. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το κούτσουρο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το κούτσουρο να καίει μέχρι τα Φώτα.

8. Γιαούρτια: Όσοι είχαν αιγοπρόβατα παρασκεύαζαν απαραιτήτως σε μεγάλες κατσαρόλες γιαούρτι, το οποίο μοίραζαν και σε οικογένειες που δεν είχαν τη δυνατότητα αυτή.

9. Μπακλαβάς «κόθουρο»: Έχει ομηρικές ρίζες. Οι νοικοκυρές, συνήθως την παραμονή των Χριστουγέννων, άνοιγαν φύλλα για τον μπακλαβά και έφτιαχναν το πατροπαράδοτο αυτό γλυκό των Χριστουγέννων χρησιμοποιώντας χοντρό φύλλο, σουσάμι, αμύγδαλα, γαρύφαλλο και κανέλα. Είναι το γνωστό «ριβανίε» στα βλάχικα ή «κόθουρο», επειδή ήταν στριφτό το σχετικό γέμισμα. Ήταν μια διαδικασία στην οποία επιδίδονταν οι άξιες νοικοκυρές με κέφι και μεράκι. Έπειτα, περήφανες μοίραζαν κομμάτια από τον μπακλαβά σε φιλικά σπίτια ή τα πρόσφεραν στους επισκέπτες και φίλους κατά την Πρωτοχρονιά και κατά την ονομαστική εορτή προσώπων της οικογενείας. Φυσικά, παρασκεύαζαν κι άλλα γλυκά, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες κάθε νοικοκυριού!

10. Μακαρονόπιττα:. Τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά οι Ριμένες παρασκεύαζαν, μαζί με τα χοιρινά κοψίδια και άλλα φαγητά, και την περίφημη νόστιμη βλάχικη μακαρονόπιτα. Ήταν νόστιμη γιατί, πέρα από την επιτηδευμένη παρασκευή (παραδοσιακό φύλλο, παραδοσιακό ψήσιμο κλπ), περιείχε και νόστιμα, υγιεινά και παραδοσιακά τυροκομικά και άλλα υλικά.

Του Δημήτρη Στεργίου 
𝕆𝕏Θ𝕀𝔸