Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

Η πορεία ενός περιηγητή το 1830 δια μέσου των Ακαρνανικών ορέων: Κανδήλα – Βόνιτσα.


Η φωτογραφία είναι του Αρχαιολόγου Φερδινάνδου Νωκ και προέρχεται από την βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Κολωνίας, τραβηγμένη στα 1900. Ο κάμπος της Αλυζίας με τον Πύργο. Η φωτογραφία παραχωρημένη από την σελίδα λαογραφίας στο Facebook, Βασιλόπουλο Ξηρομέρου (δείτε εδώ).

Γράφει η κα Παρασκευή Σιδερά - Λύτρα .
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί συνέχεια ανάρτησης στο ΜΥΤΙΚΑΣ PRESS στις 25 Ιουνίου 2020 με τίτλο "Ένας Σκωτσέζος στην Αλυζία το 1830. Σελίδες από το ημερολόγιο του περιηγητή Δαβίδ Ύρκυχαρτ" (δείτε εδώ).
«Μισή ώρα πριν από τη δύση του ηλίου εγκαταλείψαμε την Κανδήλα, για να πάμε στη Βόνιτσα. Κεντρίσαμε τα άλογά μας και φτάσαμε ακόμη μέρα στη χαράδρα κοντά στην Αλυζία, δια μέσου της οποίας τρέχει το ποτάμι του Βάρνακα. Στα δεξιά επάνω από ένα απόκρημνο ύψωμα, που ορθώνεται τουλάχιστον χίλιους πεντακόσιους πόδες κάθετα, υπάρχει ένα βενετσιάνικο φρούριο: Η Γλώσσα. Μετά τους βράχους, η χαράδρα στρίβει προς τα αριστερά, τα βουνά γίνονται και από τις δύο πλευρές ψηλότερα.
Εδώ αναγκαστήκαμε ξαφνικά να σταματήσουμε μπροστά σε ένα ελληνικό τείχος που φράζει ολόκληρο το κοίλωμα. Κατεβήκαμε από τα άλογα και, αφού για ένα διάστημα ψάχναμε από δω και από κει, ανακαλύψαμε δεξιά μια διέξοδο. Αυτό ήταν το φράγμα, που ανέφερα ήδη· τα άνω επίπεδα υποχωρούν τόσο προς τα πίσω, ώστε προκύπτει μια κλίση που μοιάζει με πυραμίδα· μπορεί να ιδεί κανείς ακόμη ένδεκα επίπεδα.
Νύχτωσε, αλλά είχαμε το πλεονέκτημα ότι το φεγγάρι ήταν λαμπρό και έριχνε πλημμύρα φωτός στη χαράδρα που προχωρούσαμε. Σταθήκαμε στον πιο βαθύ ίσκιο, για να αναγνωρίσουμε την αγιότητα του τόπου και να χαρούμε το άρωμα και τη δροσιά του βραδιού της Ανατολής μετά από μισ κουραστικά φωτεινή και πνιγηρή ημέρα.
Ακολουθήσαμε τον δρόμο μας μέσα από τις μυρτιές στον βαθύ ίσκιο των ωραίων και θαυμάσιων πλατάνων, που γεμίζοντας την κοίτη του ποταμού και το έδαφος του κοιλώματος σχημάτιζαν με τα τόξα των απλωμένων κλαδιών τους ένα θόλο επάνω από τα κεφάλια μας.
Μια ώρα μακριά από την πρώτη χαράδρα φτάσαμε στη δεύτερη, όπου η έλλειψη τροφής για τα ζώα δεν μας επέτρεπε να περάσομε εκεί τη νύχτα. Μετά από μισή ώρα φτάσαμε σε ένα μύλο, μπροστά από τον οποίο καθόταν στο σεληνόφως μια παρέα ημιονηγοί καπνίζοντας, τραγουδώντας και παίζοντας κιθάρα.
Περί τα μεσάνυχτα καθίσαμε επάνω σε μια ανοιχτή πλαγιά δίπλα σε μια κρυστάλλινη πηγή, αφήσαμε τα άλογα και του μουλάρια να βόσκουν στο γρασίδι και ανάψαμε μια λαμπερή φωτιά, που αύξησε τα γραφικά γόητρα του τοπίου, αλλά φαινόταν, ότι δεν άρεσε στα αγιριογούρουνα και στα τσακάλια, που ξεφυσούσαν γύρω μας διαρκώς με τα ρουθούνια και ούρλιαζαν. Μετά το κάπνισμα της πίπας και τον καφέ, ετοιμάστηκα να γευτώ μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις του ταξιδιώτη: να κουνιέμαι δηλαδή σε μια μεξικάνικη αιώρα ανάμεσα σε δύο δένδρα, και αυτό μετά από μια από τις γοητευτικότερες ημέρες ενός ύψιστα θαυμάσιου ταξιδιού.
Την άλλη μέρα, μόλις έφεξε, πήραμε τον δρόμο, και σε δύο ώρες φτάσαμε δια μέσου του πιο ψηλού σημείου της διάβασης στον ακαρνανικό Όλυμπο. Μία ώρα μακρύτερα βλέπαμε χαμηλά την εύφορη μικρή πεδιάδα, το Λειβάδι. Όταν προχωρήσαμε πιο πέρα, βγήκαν από ένα μικρό δρόμο δεξιά μερικοί στρατιώτες βοσκοί και μας πρόσφεραν φρεσκοαρμεγμένο γάλα και φρέσκια μυζήθρα – κάτι σαν την ιταλική ρικόττα. Επισκεφτήκαμε το κατάλυμά τους στο δάσος. Καλύβες, μάντρες για τα πρόβατα, σκεπές και φράχτες, φτιαγμένα από πράσινα κλαδιά και ζωντανούς θάμνους σχημάτιζαν προστατευτικά τείχη· ολόκληρος λαβύρινθος από φύλλωμα, ένα χωριουδάκι από ζωντανό πράσινο.
Τα όπλα τους και τα ακατέργαστα εργαλεία τους κρέμονταν στα δένδρα· ο ήλιος, που έλαμπε στον απέναντι λόφο και κάτω στη μισή πεδιάδα, δεν είχε φτάσει ακόμη ως εδώ· το γρασίδι ήταν ακόμη υγρό από τη δροσιά. Δεχτήκαμε χαρούμενοι τη φιλοξενία τους και απολαμβάναμε το εγκάρδιο πρόγευμα από τα απλά τους τρόφιμα, ενώ αυτοί γύρω μας χτυπούσαν το βούτυρο, καθάριζαν τα όπλα τους, άρμεγαν γίδες και πρόβατα και τα κούρευαν. Τους προξενούσαν έκπληξη οι ερωτήσεις μας, και δεν πίστευαν καθόλου στον θαυμασμό που εκφράζαμε για το αγροτικό τους κατάλυμα. Υποψιάζονταν μάλιστα, ότι διασκεδάζαμε εις βάρος της απλοϊκότητάς τους. Μερικοί όμως από αυτούς, που γνώριζαν κάτι από τον κόσμο, άρχισαν να διηγούνται για τα παλάτια και την πολυτέλεια και τη γνώση στην Αγγλία και απορούσαν, πώς ήταν δυνατόν, μιλόρδοι να βρίσκουν ευχαρίστηση στο να παρατηρούν την αμάθειά τους και τη φτώχεια τους – «ημείς ζώα όπου ήμεθα».
Επάνω σε ένα μικρό λόφο, βόρεια, ήταν τα ερείπια από το πυργί, ένα εξοχικό που είχε χτίσει ο Αλή-Πασάς. Χρόνια έμεινε ανέπαφος από υνί και τώρα είναι ένα πλούσιο λειβάδι. Για το δικαίωμα, να επιτρέπεται να βόσκουν τα ζώα τους οι οπαδοί του, ο Βαρνακιώτης και ο Τσόγκας, βρίσκονται σε διαμάχη και πιθανόν σύντομα σε ανοιχτό πόλεμο.
Κατεβαίναμε σιγά-σιγά από το ένα υψίπεδο στο άλλο.
Μια ώρα περίπου μετά από το Λειβάδι αντικρύσαμε τις δαντελωτές παραλίες και τους όρμους του Αμβρακικού κόλπου, τα βουνά της Λευκάδας και την ακτή της Ηπείρου.»


––––––––––––––––––––––––––––––


* Στη μνήμη του Κανδηλιώτη, τότε νεαρού μαθητή, που στις αρχές της δεκαετίας του ᾽50 έπρεπε να κάνει την ίδια οδοιπορία και δροσίστηκε στον δρόμο του από την ίδια "κρυστάλλινη πηγή", που αναφέρει ο περιηγητής μας.

mytikaspress