Τι προηγήθηκε της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα
Οι συνεχείς ελληνικές επιτυχίες επί των Ιταλών είχαν εξαναγκάσει τους Γερμανούς να αναμειχθούν στον ‘’βούρκο των Βαλκανίων’’, όπως γράφει ο Δρ. Ι. Σ. Παπαφλωράτος. Αρχικά επιχείρησαν να μεσολαβήσουν μεταξύ των δύο εμπολέμων (Δεκέμβριος 1940).
Στο μεταξύ ο Ιωάννης Μεταξάς συνέχιζε μάταια τις εκκλήσεις του προς τη Μ. Βρετανία για αεροπορική υποστήριξη και παροχή αντιαεροπορικών και αντιαρματικών πυροβόλων. Ωστόσο οι Βρετανοί αρκούνταν σε αόριστες υποσχέσεις και προτάσεις για ευρύτερη συμμαχία.
Ο Ρεϊμόν Καρτιέ στην ‘’Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου’’ γράφει: ‘’Η στάση των Ελλήνων είναι τίμια, θαρραλέα και ρεαλιστική. Η στάση του Τσόρτσιλ είναι υπόδειγμα υποκρισίας’’.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1940 ο Ιταλός στρατηγός Σοντού τηλεγράφησε στη Ρώμη και ζητούσε την εξεύρεση ‘’πολιτικής λύσης’’. Ο Μουσολίνι σκέφτηκε προς στιγμήν να ζητήσει τη γερμανική μεσολάβηση για τη σύναψη ανακωχής. Τότε ο Χίτλερ έστειλε τον διευθυντή της κατασκοπίας και αντικατασκοπίας φον Κανάρι στη Μαδρίτη, ο οποίος θα πίεζε τον Φράνκο να επιτρέψει την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων για την κατάληψη του Γιβραλτάρ και να κινηθεί ο ίδιος εναντίον των Βρετανών. Παράλληλα ο φον Κανάρις θα διαβίβαζε έμμεσα στον Έλληνα πρεσβευτή στη Μαδρίτη προτάσεις για ειρήνευση.
Ως μεσάζων γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε ο Ούγγρος πρεσβευτής στη Μαδρίτη, στρατηγός Αντόρκα, παλιός φίλος του φον Κανάρι. Αυτός συναντήθηκε με τον Έλληνα πρέσβη στη Μαδρίτη Περικλή Αργυρόπουλο. Τον διαβεβαίωσε ότι τον επισκέπτεται κατόπιν επίσημης υπόδειξης της γερμανικής κυβέρνησης και του πρότεινε το εξής σχέδιο ειρήνευσης. Έλληνες και Ιταλοί θα προχωρούσαν άμεσα στην υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Η Ελλάδα θα μπορούσε να διατηρήσει τις θέσεις που είχε καταλάβει ο Στρατός μας στην Αλβανία. Για να αποφευχθούν μελλοντικές συγκρούσεις θα φτιαχνόταν μια νεκρή ζώνη μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών, στην οποία θα υπήρχαν γερμανικά στρατεύματα που θα εγγυόνταν τη συνθήκη. Η Γερμανία θα αναλάμβανε την υποχρέωση να πείσει την Ιταλία για την αποδοχή του σχεδίου, ενώ η Ελλάδα θα γινόταν ξανά ουδέτερη και θα φρόντιζε να φύγουν από το έδαφός της όλες οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν σταθμεύσει σ’ αυτό.
Ο Αργυρόπουλος γνωστοποίησε το προτεινόμενο σχέδιο ειρήνης στην Αθήνα και με μία συνοδευτική αναλυτική έκθεση πρότεινε την αποδοχή του ώστε να αποφύγει η Ελλάδα μελλοντική γερμανική επίθεση που θα ήταν καταστροφική. Δεν έλαβε όμως καμία απάντηση. Παράλληλα το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 1940 ο Υπουργός Ασφαλείας της κυβέρνησης Μανιαδάκης δέχτηκε την επίσκεψη του μορφωτικού ακολούθου της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα καθηγητή Μπέρινγκερ και ενός αγνώστου, ο οποίος δεν αποκάλυψε το όνομά του και είπε ότι είναι απεσταλμένος του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών φον Ρίμπεντροπ. Ο μυστηριώδης αυτός απεσταλμένος επανέλαβε ακριβώς τις προτάσεις του Αντόρκα. Ο Μανιαδάκης τους ρώτησε για ποιο λόγο δεν απευθύνονταν στον αρμόδιο υπουργό. Η απάντηση που έλαβε είναι ότι ο Χίτλερ δεν ήθελε να χρησιμοποιηθεί η διπλωματική οδός που ήταν διάτρητη. Ο Μανιαδάκης ενημέρωσε τον Μεταξά, που έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τις προτάσεις αυτές.
Ήθελε όμως να καθυστερήσει ενδεχόμενη υπογραφή συμφωνίας, καθώς ο Ελληνικός Στρατός σημείωνε συνεχείς νίκες και κάθε μέρα που περνούσε, μπορούσε να διαπραγματευτεί η χώρα μας την ειρήνη από πλεονεκτικότερη θέση. Πάντως, σίγουρα περίμενε να τεθούν οι γερμανικές προτάσεις με επίσημη μορφή.
Αλήθεια, τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα δεχόταν τη γερμανική μεσολάβηση; Πώς θα αντιδρούσαν οι βρετανικές δυνάμεις που στάθμευαν στην Κρήτη, όταν ο Ελληνικός Στρατός θα επιχειρούσε να τις εκδιώξει;
Θα επιχειρούσαν μήπως πραξικόπημα εναντίον του Μεταξά; Οι μυστικές υπηρεσίες του μεταξικού καθεστώτος είχαν αποδειχθεί ιδιαίτερα ικανές στην αντιμετώπιση τέτοιων κρίσεων και είναι αμφίβολο αν οι Βρετανοί θα κατάφερναν να ανατρέψουν τον Μεταξά.
Ακόμα όμως κι αν ανατρεπόταν η ελληνική κυβέρνηση, θα ακολουθούσε χάος με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ό,τι πάντως κι αν έκανε ο Μεταξάς, ο αιφνίδιος θάνατός του στις 29 Ιανουαρίου 1941, οδήγησε στη διακοπή κάθε ενέργειας καθώς ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, που είχε προσδεθεί στο βρετανικό άρμα, ανέλαβε τον ουσιαστικό έλεγχο της κυβέρνησης.
Στις 5 Δεκεμβρίου 1940, έγινε σύσκεψη των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Καγκελαρία. Ο Χίτλερ έδωσε εντολή να εκπονηθεί ένα σχέδιο εισβολής στην Ελλάδα σε περίπτωση που η διαμεσολαβητική προσπάθεια θα αποτύγχανε. Το σχέδιο αυτό, πήρε την κωδική ονομασία «επιχείρηση Μαρίτα» και ο χρόνος υλοποίησής του, προσδιορίστηκε για τον Μάρτιο του 1941.
Μαρίτα ήταν το όνομα της μικρής κόρης του Αντιστράτηγου Alfred Jodl, αρχηγού του γραφείου επιχειρήσεων των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.
Οι Γερμανοί στα Βαλκάνια
Η λεγόμενη «εαρινή επίθεση» του Μουσολίνι, που ξεκίνησε στις 2 Μαρτίου 1941, δεν έφερε ουσιαστικά αποτελέσματα. Την ίδια μέρα, η 12η γερμανική Στρατιά μπήκε στο βουλγαρικό έδαφος και μέσα σε μια βδομάδα είχε φτάσει στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Ωστόσο, η χώρα μας δεν κλονίστηκε. Όπως δήλωσε ο Αλέξανδρος Κορυζής που διαδέχθηκε τον Μεταξά, οι Έλληνες θα αντιστέκονταν και εναντίον των στρατευμάτων της δεύτερης αυτοκρατορίας.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1941, ο Κορυζής επέδωσε στον Ίντεν έγγραφη δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης όπου αναφερόταν ρητά και κατηγορηματικά η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να πολεμήσει και εναντίον των Γερμανών, αν αυτοί έκαναν επίθεση στη χώρα μας.
Ήταν όμως πολύ δύσκολο οι ελληνικές δυνάμεις και οι ολιγάριθμοι Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί που υπό την ηγεσία του Στρατηγού σερ Χένρι Μέτλαντ έφτασαν στη χώρα μας από τις 7 Μαρτίου ,να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη γερμανική επίθεση.
Στις 25 Μαρτίου 1941, έγινε στη Θεσσαλονίκη μια μεγάλη σύσκεψη. Σ’ αυτήν, ο διοικητής του Τ.Σ.Α.Μ. (Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας), υπέδειξε να συνενωθούν οι ελληνικές δυνάμεις, κατά προτίμηση στην περιοχή Μπέλες-Νέστος. Ο Βρετανός αντιπρόσωπος διαφώνησε και πρότεινε την τοποθεσία του Βερμίου. Τότε, παρενέβη ο εκπρόσωπος του Γενικού Στρατηγείου, που τόνισε ότι δεν υπήρχε ο απαραίτητος χρόνος για μεταφορά δυνάμεων προς το Βέρμιο, καθώς η γερμανική επίθεση δεν θα αργούσε.
Έτσι, αποφασίστηκε να αντιταχθεί άμυνα στη γραμμή Μπέλες-Νέστος, την οποία οι δυνάμεις του Τ.Σ.Α.Μ. υπεράσπιζαν σθεναρά.
Παράλληλα, οι Γερμανοί είχαν αρχίσει τις διερευνητικές επαφές με την ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας.
Στις 14 Φεβρουαρίου, ο πρωθυπουργός Cretcovic συναντήθηκαν με τους Hitler και von Ribbentrop.
Στις 4 Μαρτίου, ο Αντιβασιλιάς πρίγκιπας Παύλος, επισκέφθηκε τον Hitler. Ο Παύλος υπήρξε διαλλακτικός, αν και δήλωσε ξεκάθαρα ότι οποιαδήποτε στρατιωτική συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, θα προκαλούσε λαϊκές αντιδράσεις στο Βελιγράδι.
Οι Σέρβοι, αποφάσισαν να προσχωρήσουν στο Τριμερές Σύμφωνο, που είχε υπογραφτεί στις 27 Σεπτεμβρίου 1940, από τις κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και, της Ιταλίας στο Βερολίνο. Σε αυτό, προχώρησαν σταδιακά η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Βουλγαρία. Σε αντάλλαγμα, οι Σέρβοι ζητούσαν την απόκτηση της Θεσσαλονίκης, τη μη διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων από το γιουγκοσλαβικό έδαφος και τη μη συμμετοχή του γιουγκοσλαβικού στρατού στις επιχειρήσεις.
Στις 25 Μαρτίου 1941, πολυμελής αντιπροσωπεία Σέρβων με επικεφαλής τον ίδιο τον Αντιβασιλέα πρίγκιπα Παύλο, πήγε στη Γερμανία και υπέγραψε την προσχώρηση της Γιουγκοσλαβίας στο Τριμερές Σύμφωνο.
Όμως πολλοί Σέρβοι αντέδρασαν και βγήκαν στους δρόμους.
Ορισμένοι υπουργοί παραιτήθηκαν. Στις 27 Μαρτίου 1941, ξέσπασε στρατιωτικό κίνημα. Ο Αντιβασιλέας Παύλος, που κηρύχθηκε έκπτωτος όπως και η κυβέρνησή του, κατέφυγε στην Ελλάδα. Ο πρίγκιπας Πέτρος κηρύχθηκε ενήλικος και ανέβηκε στον θρόνο, ενώ σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον πρώην αρχηγό της Αεροπορίας, Πτέραρχο Dusan Simovic, γνωστό για τα αντιγερμανικά του αισθήματα.
Οι Σέρβοι ξεχύθηκαν στους δρόμους του Βελιγραδίου. Πολλοί, συγκεντρώθηκαν έξω από τη γερμανική πρεσβεία και επιτέθηκαν στους ανυποψίαστους διπλωμάτες αλλά και σε πολίτες γερμανικής καταγωγής, και όχι μόνο. Σέρβοι διαδηλωτές εξέλαβαν τον Σουηδό επιτετραμμένο για Γερμανό και τον ξυλοκόπησαν μέχρι αναισθησίας. Αντίθετα, οι Σλοβένοι και οι Κροάτες ήταν πιο επιφυλακτικοί.
Στο Υπουργείο Εξωτερικών του Γ’ Ράιχ, έφταναν εκατοντάδες αναφορές και τηλεγραφήματα για βοήθεια, από Γερμανούς ή γερμανικής καταγωγής Γιουγκοσλάβους, που έφταναν τις 500.000. Η γερμανική ηγεσία αιφνιδιάστηκε.
Στις 27 Μαρτίου, σε σύσκεψη στην καγκελαρία, ο Χίτλερ δήλωσε ότι θα τιμωρήσει παραδειγματικά τους Γιουγκοσλάβους και θα εκμηδενίσει τη στρατιωτική ισχύ μιας χώρας που δεν είχε σεβαστεί την υπογραφή της.
Στις 6 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί επιτέθηκαν εναντίον της Γιουγκοσλαβίας. Από τις πρώτες μέρες της επίθεσης, ελάχιστοι Γιουγκοσλάβοι πολέμησαν, ενώ και όσοι πρόβαλαν αρχικά κάποια αντίσταση, γρήγορα τράπηκαν σε φυγή. Άλλωστε, υπήρχαν και εσωτερικά προβλήματα στη χώρα, καθώς από τις 14 Απριλίου ξέσπασαν εκτεταμένες συγκρούσεις Σέρβων και Κροατών στη Δαλματία. Στις 17 Απριλίου, υπογράφτηκε ανακωχή που άρχισε να ισχύει από το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Οι Γερμανοί, είχαν ελάχιστες απώλειες στη Γιουγκοσλαβία. 151 νεκρούς, 392 τραυματίες και 15 αγνοούμενους. Αντίθετα, οι νεκροί και οι τραυματίες από γιουγκοσλαβικής πλευράς ήταν εκατοντάδες, ενώ 340.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Η «γραμμή Μεταξά»
Το κύριο αμυντικό στήριγμα για την αντιμετώπιση εισβολής από τα βουλγαρικά εδάφη, ήταν η λεγόμενη «γραμμή Μεταξά», συνολικού μήκους 170 χιλιομέτρων, από τον Αξιό ως τον Νέστο.
Οι πρώτες σκέψεις για την οχύρωση της παραμεθόριου περιοχής, εκφράστηκαν το 1933 από τον, τότε αρχηγό ΓΕΣ, Αντιστράτηγο Δημήτριο Καθενιώτη.
Δεν εγκρίθηκαν όμως από την κυβέρνηση, λόγω μεγάλου κόστους.
Το θέμα ήρθε πάλι στο προσκήνιο το 1935, οπότε το ΓΕΣ συγκρότησε μια επιτροπή μελέτης που αργότερα ονομάστηκε Επιτροπή Μελέτης Οχύρωσης (ΕΜΟ).
Το 1936 διατέθηκαν για την οχύρωση της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου 62,5 εκατομμύρια δραχμές. Την κατασκευή του έργου ανέλαβαν, κυρίως, εργάτες από την Πελοπόννησο για να μην γνωρίζουν την περιοχή στην οποία εργάζονταν και διαρρεύσουν τα μυστικά των οχυρώσεων!
Από τα μέσα του 1936, όταν την ηγεσία του ΓΕΣ ανέλαβε ο Παπάγος, έγιναν σημαντικές τροποποιήσεις και προσθήκες στη γραμμή οχύρωσης.
Μέχρι την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, είχαν κατασκευαστεί 21 οχυρά σε όλη την έκταση της αμυντική τοποθεσίας. Στον τομέα Μπέλες, κατασκευάστηκαν τα οχυρά Ποποτλίβιτσα, Ιστίμπεη, Κελκαγιά, Αρπαλούκι και Παληουριώνες. Στον τομέα Αγκίστρου κατασκευάστηκαν τα οχυρά Ρούπελ, Καρατάς και Κάλη. Στον τομέα Καραντάγ κατασκευάστηκαν τα οχυρά Περσέκ, Μπαμπαζώρα, Μαλιάγκα, Περιθώρι και Παρταλούσκα. Στο υψίπεδο Κάτω Νευροκοπίου, κατασκευάστηκαν τα οχυρά Ντάσαβλη, Λίσσε και Πυραμιδοειδές. Τέλος, στον τομέα Φαλακρού κατασκευάστηκαν τα οχυρά Καστίλλο,
Άγιος Νικόλαος και Μπαρτίσεβα.
Τα οχυρά αυτά κάλυπταν τους άξονες εισβολής από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα μέσω των κοιλάδων των ποταμών Στρυμόνα και Νέστου. Άλλα δύο οχυρά στη Δυτική Θράκη (Εχίνος και Νυμφαία), κάλυπταν αντίστοιχα τις κατευθύνσεις Πασμακλή-Εχίνος-Ξάνθη και Κίρτζαλη-Νυμφαία-Κομοτηνή.
Μετά τα σύνορα, υπήρχαν ελαφρά έργα εκστρατείας, τα οποία θα επιβράδυναν τους επίδοξους εισβολείς, οι οποίοι αν περνούσαν αυτά τα πρώτα εμπόδια, θα αντιμετώπιζαν την κύρια οχυρωμένη τοποθεσία που την αποτελούσαν τα κύρια οχυρά και έργα εκστρατείας, ενισχυμένα κατά τμήματα με πολυβολεία από σκυρόδεμα.
Υπήρχε πρόβλεψη και για αντιμετώπιση αρμάτων, ενώ 50.000 παλαιά βλήματα πυροβολικού με την τοποθέτηση ενός πυροσωλήνα (οι… αιώνιες ελληνικές πατέντες) μετατράπηκαν σε νάρκες! Ωστόσο, η αντιαεροπορική άμυνα των οχυρών ήταν ιδιαίτερα ελλιπής, καθώς διατέθηκαν μόνο 16 αντιαεροπορικά πυροβόλα και ένας αριθμός πυροβόλων Saint-Etienne.
Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα
Στις 5.00 π.μ. της 6ης Απριλίου 1941, ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα πρίγκιπας Βίκτορ φον Έρμπαχ και ο ελληνομαθής στρατιωτικός ακόλουθος Αντισυνταγματάρχης Κλεμ Φον Χόχενμπεργκ, επισκέφτηκαν τον πρωθυπουργό Κορυζή στο σπίτι του και του επέδωσαν διακοίνωση, σύμφωνα με την οποία τα γερμανικά στρατεύματα θα εισέλθουν σε λίγο στο ελληνικό έδαφος, λόγω της άφιξης στην Ελλάδα αγγλικών στρατευμάτων. Ο Κορυζής απάντησε:
«Παρακαλώ διαβιβάσετε εις την Υμετέραν κυβέρνησιν ότι η Ελλάς, υπεραμυνομένη του πατρίου εδάφους, θα αντιτάξει αντίστασιν δια των όπλων εις πάσαν απόπειραν των γερμανικών στρατευμάτων όπως εισβάλλουν εις αυτό».
Να σημειώσουμε εδώ, ότι ο φον Χόχενμπεργκ, είχε μεγαλώσει στη Σμύρνη, όπου συναναστρεφόταν ελληνόπουλα. Αγαπούσε την Ελλάδα και τους Έλληνες, ενώ μιλούσε τόσο καλά ελληνικά, ώστε μπορούσε ν’ απαγγείλει από μνήμης, στίχους από την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια»!
Στις 7.00 π.μ., συνεδρίασε το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του Βασιλιά Γεώργιου Β’, ενώ το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 162
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Απριλίου, εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση. Η κύρια προσπάθεια των εχθρών, εκδηλώθηκε προς το Μπέλες και το Ρούπελ. Οι Γερμανοί είχαν την αμέριστη υποστήριξη της αεροπορίας. Τα αεροπλάνα Stuka, σφυροκοπούσαν ανελέητα τα οχυρά αλλά και στρατόπεδα και σιδηροδρομικούς σταθμούς στη Μακεδονία.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι τα περιβόητα Stuka, ονομάζονταν «κανονικά» Junkers Ju 87. Το Stuka(s) είναι ακρωνύμιο του SturzKampfflugzeng, και σημαίνει «καθέτου εφορμήσεως». Όσο για το επώνυμο «Στούκας», υπάρχει, τουλάχιστον στην Ήπειρο, εδώ και δύο αιώνες, το λιγότερο…
Οι μάχες ήταν σκληρές, αλλά άνισες. Οι Έλληνες στρατιώτες, πολεμούσαν μέχρι τον τελευταίο, ώσπου να μην έχουν πλέον πυρομαχικά, προξενώντας μεγάλες απώλειες στους Γερμανούς.
Στη Θράκη, οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να σημειώνουν κάποια πρόοδο. Στον Έβρο, η ελληνική Ταξιαρχία, πιεζόμενη, κατέφυγε στην Τουρκία, μεταφέροντας και τον οπλισμό της. Οι Τούρκοι αφόπλισαν στους Έλληνες, ενώ ο διοικητής της Ταξιαρχίας, Υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης, αυτοκτόνησε μετά από δύο μέρες στα Ύψαλα της Ανατολικής Θράκης… Τη νύχτα της 6ης προς 7η Απριλίου, τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Κομοτηνή. Στις 8 Απριλίου, τα περισσότερα οχυρά της «γραμμής Μεταξά» (Παληουριώνες, Ρούπελ, Καρατάς, Κάλη, Περσέκ, Μπαμπαζώρα, Μαλιάγκα, Περιθώρι, Παρταλούσκα, Λίσσε, Πυραμιδοειδές, Ντάσαβλη, Καστίλλο, Άγιος Νικόλαος και Μπαρτίσεβα), παρέμεναν σε ελληνικά χέρια. Όμως η κάμψη της ασθενούς αντίστασης των Σέρβων στα ανατολικά της Στρώμνιτσας από τους Γερμανούς, είχε σαν αποτέλεσμα την κάθοδο των ναζί στην κοιλάδα του Αξιού. Το βράδυ της 8ης Απριλίου μάλιστα, τα γερμανικά στρατεύματα έφτασαν στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Στην περιοχή, δεν υπήρχαν ελληνικές δυνάμεις, ενώ η βρετανική τεθωρακισμένη ταξιαρχία που ήταν εγκατεστημένη μεταξύ Βέροιας και κοιλάδας Αξιού, παρακολουθούσε τις εξελίξεις χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Πλέον, το Τ.Σ.Α.Μ. ήταν αποκομμένο από τις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις και η καταστροφή του φάνταζε αναπόφευκτη. Ο διοικητής του, Αντιστράτηγος Κ. Μπακόπουλος, επικοινώνησε με το Γενικό Στρατηγείο που του έδωσε την άδεια να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για τη συνθηκολόγηση του Τ.Σ.Α.Μ.
Το βράδυ της 8ης Απριλίου, ο Μπακόπουλος γνωστοποίησε στους εχθρούς την πρόθεσή του για κατάπαυση του πυρός υπό όρους. Το πρωί της επομένης, οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι δέχονται όλους τους όρους, εκτός από εκείνον που προέβλεπε τη διατήρηση του ατομικού οπλισμού των οπλιτών. Το μεσημέρι της 9ης Απριλίου, υπογράφτηκε το σχετικό Πρωτόκολλο μεταξύ του Κ. Μπακόπουλου και του Γερμανού Αντιστράτηγου Rudolf Veiel, με ιδιαίτερα τιμητικούς όρους για τα ελληνικά όπλα.
Επειδή οι διαταγές από ελληνικής πλευράς άργησαν να φτάσουν στην πρώτη γραμμή, οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν και την 9η Απριλίου. Τελικά, οι ελληνικές δυνάμεις παραδόθηκαν, ενώ λίγοι άνδρες κατάφεραν να φτάσουν στη Θάσο. Οι Γερμανοί παρουσίασαν όπλα κατά την έξοδο των εναπομεινάντων υπερασπιστών της «γραμμής Μεταξά». Μάλιστα, στο οχυρό Παληουριώνες, ο Γερμανός Ταγματάρχης που το παρέλαβε ,συγχάρηκε τον Έλληνα διοικητή και επέτρεψε στους Έλληνες αξιωματικούς να αποχωρήσουν με τα ξίφη και τη σημαία τους. Στις 10 Απριλίου οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Φλώρινα. Ακολούθησαν η Καστοριά, το Άργος Ορεστικό, η Νεάπολη και τα Γρεβενά. Στις 15 Απριλίου οι Γερμανοί νίκησαν τους Νεοζηλανδούς στο Λιτόχωρο και στη συνέχεια τους Αυστραλούς στα Σέρβια.
Οι Βρετανοί κατέβηκαν στις Θερμοπύλες, για να αντιμετωπίσουν εκεί τους Γερμανούς. Οι Θερμοπύλες όμως, είναι για ήρωες, όπως ο Λεωνίδας και ο Δέξιππος και οι Βρετανοί ηττήθηκαν. Στις 21 Απριλίου κατευθύνθηκαν προς την Αττική και την Πελοπόννησο. Στις 20 Απριλίου, είχε υπογραφεί πρωτόκολλο συνθηκολόγησης των ελληνικών δυνάμεων στην Αλβανία με τους Γερμανούς, από τον Τσολάκογλου, στο χωριό Βοτονόσι.
Στις 20 Απριλίου, καταλήφθηκαν από τους Γερμανούς η Λάρισα και τα Τρίκαλα, στις 22 ο Βόλος και η Λαμία ενώ στις 24 και 25 Απριλίου, εγκαταλείφθηκε η αμυντική γραμμή στον Αλιάκμονα
Στις 18 Απριλίου, είχε αυτοκτονήσει ο πρωθυπουργός Κορυζής. Στις 26 Απριλίου, Γερμανοί αλεξιπτωτιστές προσγειώθηκαν κοντά στην Κόρινθο. Οι Βρετανοί μόλις που πρόλαβαν ν’ ανατινάξουν τη γέφυρα του Ισθμού, ενώ ο αρχηγός του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα, Στρατηγός Wilson, επιβιβάστηκε σε αεροπλάνο για τη Μέση Ανατολή.
Στις 27 Απριλίου, τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα. Ο βασιλιάς Γεώργιος και τα μέλη της κυβέρνησης, είχαν αναχωρήσει για την Κρήτη στις 22 Απριλίου. Στη Μεγαλόνησο, με τη μάχη της Κρήτης, τον Μάιο του 1941, έλαβε τέλος η ηρωική ελληνική αντίσταση απέναντι στους Γερμανούς.
Οι Γερμανοί από την εκστρατεία στην ηπειρωτική Ελλάδα, είχαν σημαντικές απώλειες: 948 νεκρούς, 3.360 τραυματίες και 385 αγνοούμενους. Ο Ελληνικός Στρατός, στις μάχες με Ιταλούς και Γερμανούς, είχε: 13.325 νεκρούς, 62.663 τραυματίες και 1.290 αγνοούμενος, ενώ οι δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, είχαν 900 νεκρούς, 1.250 τραυματίες και 13.900 αιχμαλώτους.
Για τη γενναιότητα των Ελλήνων απέναντι στους Γερμανούς, είπαν και έγραψαν:
Eden (Βρετανός ΥΠΕΞ): «…(η Ελλάδα) κράτησε τους Γερμανούς στο ηπειρωτικό έδαφος και την Κρήτη επί έξι εβδομάδες, αυτή ανέτρεψε την χρονολογική σειρά όλων των σχεδίων του Γερμανού Επιτελείου και ως εκ τούτου επέφερε ριζική μεταβολή στις εκστρατείες του και ίσως στην όλη πορεία του πολέμου».
Στρατάρχης Harold George Alexander: «Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι η Ελλάς ανέτρεψε το σύνολο των σχεδίων της Γερμανίας εξαναγκάσα αυτήν να αναβάλλει επί έξι εβδομάδες την επίθεσιν κατά της Ρωσίας. Διερωτώμεθα ποία θα ήτο η θέση της Σοβιετικής Ενώσεως χωρίς την Ελλάδα».
Jan Christan Smuts: «Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι η ημέρα που άλλαξε τον ρου της ιστορίας. Πραγματικώς εγεννήθη μία νέα Ελλάς, όπως την ονειρεύθησαν οι ποιηταί».
Jean Cassou: «Εμείς οι Γάλλοι, νικημένοι, ταπεινωμένοι, εξουθενωμένοι ατενίζαμε την Ελλάδα να μάχεται, όπως οι ιππότες υπερασπίζονταν την τιμή τους και αυτό μας ξαναέδινε την ελπίδα».
Ραδιοφωνικός Σταθμός Μόσχας: «Επολεμήσατε άοπλοι εναντίον πανόπλων και ενικήσατε. Μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήτο δυνατόν να γίνει άλλως, διότι είσθε Έλληνες. Εκερδίσαμε χρόνον δια να αμυνθώμεν. Ως Ρώσοι και ως άνθρωποι σας ευγνωμονούμε».
Στρατάρχης Kaitel, στη δίκη της Νιρεμβέργης: «Η απροσδόκητη και ισχυρή αντίστασις των Ελλήνων, εβράδυνε την επίθεσιν κατά της Ρωσίας πλέον των δύο μηνών. Εάν δεν θα υπήρχαν η καθυστέρησις αύτη, η εξέλιξις του πολέμου θα ήτο διαφορετική, τόσο εις το ανατολικόν μέτωπον όσο και εις τον πόλεμον γενικώς και άλλοι σήμερα θα ήσαν εις την θέσιν του κατηγορουμένου».
Γερμανοί αξιωματικοί προς Έλληνες συναδέλφους τους μετά τις μάχες στα οχυρά:
«Επολεμήσατε θαυμάσια… Εάν τα βλήματά σας δεν είχαν πολλάς αφλογιστίας, ουδέν από τα μετασχόντα εις τον αγώνα τμήματά μας θα εσώζετο από την κόλασιν εκείνην του πυρός.
Ο διοικητής της γερμανικής LXXII Μεραρχίας που πολέμησε στο Κάτω Νευροκόπι, προς τον Έλληνα Αντιστράτηγο Δέδε: «Επολέμησα εις την Πολωνίαν και την Γαλλίαν, αλλ’ ουδαμού συνήντησα τόσον αποτελεσματική και φθοροποιόν αντίστασιν όσον εις την Ελλάδα».
Ο Στρατάρχης Wilhelm Sigmnd List: «Οι Έλληνες υπερασπίσθησαν την πατρίδα των γενναίως».
Τέλος, ο περιβόητος Goebbels: «Προχωρούμε αργά στην Ελλάδα… οι Έλληνες είναι γενναίοι μαχηταί…
Τα καταληφθέντα χαρακώματα είναι γεμάτα πτώματα και αυτός ο Φίρερ θαυμάζει ιδιαιτέρως το θάρρος των Ελλήνων»…
Πηγές: Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1948)», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2014, ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: «Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ-ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ «ΟΧΙ», Εκδόσεις HISTORICAL QUEST, 2015.