Σάββατο 24 Απριλίου 2021

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΛΑΖΑΡΑΣ ΣΤΗ ΒΟΝΙΤΣΑ (ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ)


(Τα παρακάτω κείμενα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο: Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και Αναγέννησης, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ 24, Αθήνα 2008, σ. 248-281, 443-449, όπου και όλη η ανάλυση του αγερμικού αυτού δρώμενου και οι τίτλοι των εδώ βιβλιογραφικών αναφορών Βλ. και Ελένη Ψυχογιού, «Η πόλη θυμάται αγρυπνώντας. Εαρινά δρώμενα στη Βόνιτσα: λατρευτικές πρακτικές και συλλογική μνήμη», στο Μπάδα Κωνσταντίνα (επιμέλεια), Η μνήμη του επαρχιακού αστικού τόπου και τοπίου: το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60, (Πρακτικά Ημερίδας, 23 Σεπτεμβρίου 2000),
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΗ ΛΑΖΑΡΑ
 
Τα έθιμα που σχετίζονται με τη γιορτή του Λαζάρου είναι γνωστά και μελετημένα στον κεντρικό και βορειοελλαδικό χώρο περισσότερο, κυρίως ως παγανιστική, εαρινή αγερμική ή και θεατρική νεκραναστάσιμη τελετουργία παιδιών[1] με μαγικό, λατρευτικό, ευετηρικό, γονιμικό περιεχόμενο και έντονα κοινωνικό και παιδευτικό χαρακτήρα αλλά και ως μυητικό δρώμενο κοριτσιών στην εφηβεία[2]. Λαζαρικός παιδικός αγερμός τελείται και σε όλο το Ξηρόμερο, παλιότερα σχεδόν αποκλειστικά από αγόρια που τα φιλοδώριζαν με αβγά και χρήματα και σήμερα από παιδιά και των δύο φύλων.[3]
Αυτοί που δεν είναι εξίσου γνωστοί, είναι οι ανδρικοί λαζαρικοί αγερμοί. Στη Δυτική Ελλάδα (η οποία, με σχετικό σύνορο τον ορεινό όγκο της Πίνδου και της παραφυάδες του στην Πελοπόννησο, αποτελεί ιδιαίτερο, ενιαίο γεωπολιτισμικό χώρο) ο αγερμός του Λαζάρου τελείται και στο πλαίσιο μιας μουσικής επαιτείας από ομάδες ανδρών, από το β΄ μισό του 19ου αι. τουλάχιστον, όπως προκύπτει από τις σχετικές γραπτές και προφορικές μαρτυρίες αλλά έμμεσα και από τις αποθησαυρισμένες παραλλαγές του τραγουδιού στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας (στο εξής ΚΕΕΛ)[4].
Ο εκχρηματισμός του δώρου −σε συνδυασμό με το status και την ηλικία των τελεστών (ηλικιωμένοι, που συνήθως ανήκουν σε οικονομικά ασθενείς ή/και σχετικά περιθωριακές κοινωνικές ομάδες)− και η προσωπική ιδιοποίησή του συμβάλλει στη χρήση των αγερμών για την κατά ένα τρόπο «ανακατανομή» του πλούτου με τη μορφή τελετουργικών απολαβών, εν όψει μάλιστα της σπατάλης που απαιτείται στις γιορτές που αφορούν αλλά και την ευσπλαχνία που αυτές κινητοποιούν (βλ. και μαρτυρία αρ. 2, στο Επίμετρο Β΄).[5] Η δράση αυτών των κοινωνικών ομάδων σε ρόλους τελετουργικούς, αφορά και τη διαβατήρια ανατροπή, αφού κατά ένα τρόπο οι υποβαθμισμένες στην καθημερινότητα παρουσίες τους αναβαθμίζονται μέσα από μια αντιστροφή ρόλων και γίνονται φορείς ιερότητας και μαγικής δυναμικότητας επ’ αγαθώ ή/και, δυνητικά, επί κακώ.
Ως τέτοιο ανδρικό δρώμενο τελείται −για τρίτη τουλάχιστον γενιά τελεστών− ο αγερμός του Λαζάρου και στη Βόνιτσα. Κατά τις μαρτυρίες, το εισήγαγε και το επιτελούσε για χρόνια μαζί με ομάδα ενήλικων καλαντιστών ένας ντόπιος Ρομά κατά τις πρώτες δεκαετίες του λήξαντα αιώνα (βλ. Επίμετρο Β΄, μαρτυρία αρ. 2).[6] Η πληροφορία είναι σημαντική, τόσο ως προς το οικονομικό, επαιτικό νόημα του αγερμού αλλά και όσον αφορά τη συμβολή της συγκεκριμένης εθνοπολιτισμικής ομάδας στη διάδοση και τη μουσική επιτέλεση των εθίμων μέσα από τα επικοινωνιακά πολιτισμικά δίκτυα γενικότερα.[7]
[1] Πβ. Κακούρη 1965· Πούχνερ 1989: 42· πβ. και Ψυχογιού 1982, χ/φο 4192: 86-87, 235· ( βλ. καιπαρακάτω, τη μαρτυρία).
[2] Βλ Λουκάτος 1998: 43-53· Πούχνερ 1989: 39-45. Στην περίπτωση αυτή, το συγκεκριμένο δρώμενο που ονοματίζεται κατά τόπουςΛαζαρίνες (προσωποποιούμενο ως προς τα δρώντα πρόσωπα που αφορά), εμπεριέχει σύνθετες διαδικασίες, στις οποίες εντάσσεται και ο ανάλογος αγερμός, ενώ ο τελεστικός λόγος αναδεικνύεται μέσα από ένα ευρύτατο φάσμα τραγουδιών, τα οποία εκφέρονται κατά την επιτέλεση ανακαλούμενα στην τελεστική μνήμη ανάλογα με την τελετουργική φάση, τις πολύσημες δράσεις και τις συμβολικές, μυητικές, κοινωνικές και μαγικές σημασίες της τελετουργίας. Δεν υπάρχει παρόλ’ αυτά εθνογραφική μελέτη που να εντάσσει το έθιμο στο εκάστοτε συγκεκριμένο τοπικό, κοινωνικό και συμβολικό του περιβάλλον στο πλαίσιο μιας διαβατήριας ή/και μυητικής τελετουργίας. Επιλεγμένα σχετικά τραγούδια και έθιμα που αφορούν το «Λάζαρο» γενικά, κυρίως ως γυναικείο μυητικό δρώμενο, ενταγμένο στο σύνολο των γυναικείων ανοιξιάτικων νεκραναστάσιμων τελετουργιών πρωτότυπα, σε σχέση με την τελετουργική, μουσική, ποιητική και χορευτική του διάσταση, βλ. Τερζοπούλου 1998· Μάργαρη 1998.
[3] Σήμερα παιδικός αγερμός εξακολουθεί να τελείται και στη Βόνιτσα (σε περιορισμένη κλίμακα, σε λίγα σπίτια ή μαγαζιά.) από μια-δυό το πολύ ομάδες αγοριών ή/και κοριτσιών, που περιφέρονται ανήμερα της γιορτής το πρωί στα σπίτια και. φιλοδωρούνται πλέον μόνο με χρήματα. Τέτοιος αγερμός πραγματοποιήθηκε, όπως πληροφορήθηκα εκ των υστέρων, και εφέτος σε λίγα σπίτια, στη γειτονιά του Κόκκινου και στο Παζάρι το Σάββατο το πρωί, ανήμερα της γιορτής. Δεν μπόρεσα δυστυχώς να τον παρακολουθήσω, γιατί γίνεται απρογραμμάτιστα και αυθόρμητα, ανάλογα με τη συγκυρία και τη δυνατότητα συνταιριάσματος της παιδικής αγερμικής παρέας, έτσι δεν πληροφορήθηκα την τέλεσή του έγκαιρα. Αλλά και να το είχα πληροφορηθεί, ήταν ανέφικτη η καταγραφή του, αφού περίπου συνέπεσε με τις τελευταίες φάσεις της ολονύχτιας Λαζάρας, Βλ. τις σχετικές μαρτυρίες στο Παράρτημα, σελ. …
[4] Βλ. και Πούχνερ 1989: 41-42. Για την ύπαρξη τέτοιων ανδρικών αγερμικών ομάδων («μητραγύρτες» ή «μηναγύρτες») και στην αρχαιότητα αλλά και το βυζάντιο, βλ. Πετρόπουλος 1969· πβ. και Chavarria 1999 για ένα μυθιστορηματικό σχετικό πρόσωπο. Η κατανομή των παραλλαγών όπως προκύπτει από τους φακέλους του ΚΕΕΛ, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, δεν αποτελεί βεβαίως τεκμηριωμένη βεβαιότητα ως προς τη γεωγραφική τυπολογική διάδοση, αλλά ωστόσο μια σίγουρα ενδεικτική τάση. Ως προς την εξάπλωση της συγκεκριμένης μορφής επιτέλεσης του δρώμενου στη Δυτική Ελλάδα, σημειώνω πως υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες, καταγραμμένες και μη, για τέτοια μουσική επαιτεία και σε χωριά της Boρειοδυτικής Πελοποννήσου, (συγκεκριμένα στον κάμπο της Γαστούνης -τέως δήμος Μυρτουντίων- του νομού Ηλείας και της Δύμης Αχαΐας). Τελούνταν παλιότερα (μέχρι τη δεκαετία του 1950 τουλάχιστον) από ομάδα ηλικιωμένων ανδρών που έκαναν τον αγερμό του Λαζάρου τη νύχτα της παραμονής περιφερόμενοι από χωριό σε χωριό καβαλάρηδες, προερχόμενοι κυρίως από τα Αρβανιτοχώρια του τέως Δήμου Δύμης Αχαΐας (βλ. Καράμπελας 1951· Ψυχογιού 1989, χ/φο 4400: 514). Στα Λεχαινά ο σχετικός ανδρικός αγερμός γινόταν (ή και) την Πρωτομαγιά. (Παπαδημητρακόπουλος 1888· Καρκαβίτσας 1973, Δ΄: 461-463,509…· Ψυχογιού….). Στον ίδιο χώρο του τέως δήμου Μυρτουντίων επιχωριάζει και μια ανάλογη ανταγωνιστική αγερμική τελετουργία, ο γενιτσαρίστικος χορός, η οποία τελούνταν (πριν τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο) από συγκροτημένες ομάδες χορευτών από διαφορετικά χωριά που περιφέρονταν στους οικισμούς του κάμπου τις Απόκριες (σήμερα τελείται μόνο στα Λεχαινά, στο πλαίσιο των οργανωμένων εκδηλώσεων του σύγχρονου καρναβαλιού· βλ. Ψυχογιός 1951· Ψυχογιού 1975, χ/φο 3805: 402-406· 1987: 68-75· Ζωγράφου 1996: 130· πβ. και Δρανδάκης 2000).
[5] Βλ. Mauss 1979: 86κε· πβ. και Turner 1969: 132, 134· αντίθετη άποψη -ως προς τον παιδικό αγερμό- βλ. Λουκάτος 1979: 45.
[6] Στη συγκεκριμένη ευρύτερη περιοχή, όπως και αλλού, οι Γύφτοι (κατά τον τοπικό ετεροπροσδιορισμό τους,πρόκειται για τοπικές ομάδες τους Τσιγγάνων ή Ρομά) παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο ως προς τη μουσική επιτέλεση εθίμων, όπως π.χ. οι Αρματωμένοι του άη Συμιού στο Μεσολόγγι, τα πανηγύρια κλπ. ·βλ. Αικατερινίδης 1965-1966· Μπάδα 1996: 203· σημειώνω επιπλέον σχετικά πως στο πλαίσιο της εν λόγω πασχαλινής έρευνας, μουσική κομπανία ντόπιων Γύφτων [Ρομά] έπαιξε με όργανα και τραγούδησε δημοτική μουσική στο συμποσιακό γλέντι και το χορό των καβαλάρηδων του άη Γιώργη.
[7] Η πληροφορία είναι ενδεικτική επίσης ως προς τη διαπολιτισμική κινητικότητα και αφομοίωση των εθίμων μέσα στην ίδια την κοινότητα: δηλαδή έχουμε εδώ ένα έθιμο το οποίο θεωρείται ότι εισήγαγε στην πόλη ένας «Γύφτος» (Ρομά), σήμερα επιτελείται από και απευθύνεται σε «Βονιτσάνους», μεταξύ των οποίων, π.χ., και σε μια γυναίκα μικρασιατικής καταγωγής η οποία την έχει εσωτερικεύσει ως «δική της» παράδοση (βλ. και μαρτυρία αρ. 1, στο Επίμετρο Β΄ για τη σχετική ώσμωση των εθίμων στη δυτική Στερεά και την Ήπειρο και τη συμβολή των πολιτισμικών ομάδων σ’ αυτή, βλ. Καμηλάκη 1998, όπου και λεπτομερής τοπική βιβλιογραφία. Δεν έχει μελετηθεί η σημαντική συμβολή της επαιτείας στον τόπο μας στη διάδοση και ανταλλαγή προϊόντων της προφορικής παράδοσης και μάλιστα των τραγουδιών, κατά τους νεότερους χρόνους (βλ. και Πετρόπουλος 1969: 111).
Η ομάδα των καλαντιστών της «Λαζάρς που την τραγούδησαν στα σπίτια της Βόνιτσας τη νύχτα της 20-21 Απριλίου 2000, παραμονή προς ανήμερα της γιορτής του Λαζάρου: Παντελής Γιωργαλής, Τάκης Λουριώτης, Χρήστος Ντάρδας, Νίκος Μπακογιώργος
Απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης συνομιλίας της γράφουσας με τον Τάκη Λουριώτη (δεύτερος από αριστερά στην παραπάνω φωτογραφία), που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1999 στη Βόνιτσα:
Τ.[άκης] Λ.[ουριώτης]: …−Θυμάμαι, όχ’ θυμάμαι, γιατί πήγαινα και ’γώ, εγώ πήγαινα απ’ τα δώδεκά μου χρόνια. Πήγαινα με τον πατέρα μου και με μερικούς αλλ’νούς. Πηγαίναμε τουλάχιστον μέχρι τη χρονιά πού ’γινε η δικτατορία [1967]. Γιατί το ’67 μας απαγορέψανε να πάμε το βράδυ, γιατ’ ήτανε στ’ς εικοσπέντε [25 Απριλίου] Πάσχα, στ’ς εικοσιμία [21 Απριλίου] είχαμε τη δικτατορία και δε μας αφήσανε. Ήτανε η τελευταία χρονιά που πήγα με τον πατέρα μου και με τους παλιούς, να πούμε. Εε…μετά ξεκίνησε και ήταν κάποιος άλλος που τον λέγαν […] τον λέγανε ‘δω πέρα [παρωνύμιο]. Αυτοί δεν τον παίρνανε, ο πατέρας μου και οι άλλοι, οι γερόντοι, γιατί φοβόντουσαν στα χρήματα να σας πω την ακρίβεια, γιατί, κακά τα ψέμματα, τότε πηγαίναμε και για τα χρήματα! Πηγαίνανε για τα χρήματα. Τώρα θα μου πεις, εσείς δεν πηγαίνετε [για τα χρήματα]; Συν τοις άλλοις, εγώ τουλάχιστον, πηγαίνω. Τα χρήματα δεν τα πετάει κανένας αλλά επειδής εγώ, σου λέω πάλι, από δώδεκα χρονών πηγαίνω συνέχεια και ήταν μερικά χρόνια , όταν παντρεύτηκα, και ανάλαβε ο κύριος αυτός, να το πούμε έτσι, εγώ δεν πήγαινα γιατί έπαιρνε όλη τη μουλαρία, τα παιδιά, και κάνανε διάφορα στο δρόμο και ’γώ δεν τα πήγαινα αυτά. Γιατί αυτό [τη Λαζάρα] εγώ το αισθάνομαι και το ζω. Πηγαίνω κάθε χρόνο και το ζω. Καταλάβατε; Αυτό εγώ το θυμάμαι, τουλάχιστον ήμουν δώδεκα χρονώ που πρωτοπήγα με τον πατέρα μου και με αλλουνούς γερόντους.
Ερευνήτρια, Ελένη Ψυχογιού]: −Πώς το λέγατε ’σείς αυτό το έθιμο;
Τ. Λ. : −Λαζάρα το λέμε μεις.
Ερ.: −Λαζάρα, «η» Λαζάρα;
Τ. Λ.: −Λαζάρα. Αυτό το λέμε Λαζάρα εμείς […] Αυτοί ήτανε γερόντοι, δηλαδή μεγάλοι άνθρωποι, θα ’τανε εξήντα χρονών, πενήντα , κάπου ’κεί μέσα[1]. Λοιπόν, εγώ εβάσταγα το καλαθάκι
Ερ.: −Α, είχατε κι ένα παιδί για το καλαθάκι…
Τ. Λ.: −Θα σ’ πω, τώρα… Όχι, τραγούδαγα αλλά είχα και το καλαθάκι. Το καλαθάκι, γιατί ήταν. Τότε ο κόσμος δεν είχε χρήματα και μας έδιν’ αβγά! Και το καλαθάκι ήταν για τα λουλούδια, είχε μέσα ένα σταυρό με λουλούδια φτιαγμένο αλλά το περσότερο εξυπερετούσε για να βάλουμε τ’ αβγά.
Ερ.: −Τι λουλούδια βάζατε;
Τ. Λ.: −Διάφορα λουλουδάκια. Μαζεύαμ’ απόξω και τα βάζαμε στο καλαθάκι και τά ’χαμε φτιασμένο σε στυλ σταυρού. Αλλά τώρα εμείς δεν το κάνουμ’ αυτό το πράγμα, γιατί δεν υπάρχουν αβγά βέβαια τώρα, δεν έχουν αβγά, τώρα πάμε χωρίς καλάθι.
Ερ.: −Και τα χρήματα μέσα εκεί τα ρίχνατε, στο καλάθι;
Τ. Λ. –Όοοοχι! Στα χέρια. Και να φανταστείς ότι εγώ πήγαινα, και την ημέρα του Λαζάρου, το πρώτο που έκανα, ήταν να πάρω παγωτό! Έπιανα τρακόσες δραχμές τότε κι έπαιρνα παπούτσα.
Ερ.: −Με τα λεφτά της Λαζάρας ;
Τ. Λ. –Ναι. Ήτανε και φτωχός κόσμος κι ο πατέρας μου φτωχός ήτανε, τα λεφτά αυτά ήταν για παπούτσα!
Ερ.: −Για πες μου, πόσοι ήταν αυτοί;
Τ. Λ.: −Τέσσερις.
Ερ.: −Και ένα παιδάκι; Ή όχι;
Τ. Λ.: −Τέσσερις. Ήμουνα εγώ, ήταν ο μακαρίτης ο πατέρας μου, κάποιος Καλύβας και κάποιος «Μπράης» [παρωνύμιο], τόνε ξέρω ’γώ, τώρα δεν ξέρω αν λέγεται Μπράης, πρέπει να λέγεται και στο επίθετο, αυτοί είναι μακαρίτες όλοι. Δε ζει κανένας. Λοιπόν μετέπειτα ήρθ’ αυτός ο …..[παρωνύμιο]. Και ’παιρνε διάφορα παιδιά εδώ πέρα και εν τω μεταξύ στο δρόμο γινόσαντε καμπόσες «στρακαστρούκες»….
Ερ.: −Ρίχνανε στρακαστρούκες;
Τ. Λ.: −Όχι στρακαστρούκες, πίνανε, μαλλώνανε για τα χρήματα, τέτοια, διάφορα. Μια χρονιά μου λέει ’μένα, Τάσο, έτσι κι έτσι. Θα ’ρθείς; Λέω εγώ, θα ’ρθώ, αλλά χώρια αυτά για να ’ρθω, λέω. Αλλιώς εγώ δεν έρχομαι.
Ερ.: −Και τι ώρα γίνεται αυτό; Πότε ξεκινάγατε;
Τ.Λ.: –Ξεκινάμε στις έντεκα η ώρα το βράδυ.
Ερ.: −Α, νύχτα!
Τ. Λ.: –Όλη τη νύχτα, μέχρι το πρωί, έξι η ώρα, εξήμυσι.
Ερ.: −Όχι αποβραδίς, απόγευμα;
Τ. Λ.: −Απ’ το βράδυ, όλη τη νύχτα. Δηλαδή ξενυχτάμε.
Ερ.: −Και πηγαίνατε σε ορισμένα σπίτια ή σε όλα, παλιά[2];
Τ. Λ.: −Εκείνα τα χρόνια ήταν όλοι ντόπιοι. Τώρα η Βόνιτσα είναι μεγάλη και ο κόσμος ξένος. Σε μερικούς πηγαίνουμε ξένους. Πηγαίνουμε στους ντόπιους, γιατί ο ξένος δεν ξέρει [το έθιμο]. Εν τω μεταξύ είναι το περιεχόμενο τέτοιο, που πρέπει να ξέρεις και ’σύ [ο τραγουδιστής] τι θα πεις στον άλλονε. Γιατί ξεκινάει [το τραγούδι], ξεκινάει απ’ τη μάνα με τα παιδιά ή μάλλον με τον νοικοκύρ’ και τη γυναίκα τ’. Ξεκινάει με τη μάνα με τα παιδιά που πηγαίνουν σχολείο…Όχι, να το πω αλλιώς. Ξεκινάει απ’ το νοικοκύρη. Ξεκινάει απ’ την αρρεβωνιασμένη, λέει για την αρρεβωνιασμένη, λέει γι’ αυτή που ’ναι παντρεμένη καιρό και δεν έχει παιδιά, λοιπόν…
Ερ.: −Έχει δηλαδή για τον καθένα κάποια…
Τ. Λ.: ….λέει για τον ξενιτεμένο, λέει για τον αρρεβωνιασμένο, την αρρεβωνιασμένη, την κοπέλα που είναι για παντρειά, όλα, τα πάντα.
Ερ.: −Δηλαδή πρέπει να ξέρεις τι είναι στο κάθε σπίτι για να πεις το κατάλληλο.
Τ. Λ.: −Πρέπει να ξέρεις την οικογένεια. Δεν πηγαίνομε σε ξένο. Σε πέντε σπίτια μπορείς να πας. Πρέπει να ξέρεις τα πάντα. Και να σημειώσετε κάτι. Αν υπάρχει πένθος, δεν πηγαίνω. Κακό αυτό, γιατί είναι άσχετο το ένα με το άλλο, αλλά έτσι το ’χουμε και δεν πηγαίνω. Λοιπόν, αυτό είναι το ιστορικό της Λαζάρας. Είναι ένα ωραίο πράμα. Δηλαδή είναι ησυχία…ακούγεται πολύ εξαίσια! Βέβαια εγώ είμαι το υψίφων από μουσική, ε, γιατί έχω και φωνή! Λοιπόν, εν τω μεταξύ, τι γίνεται. Αυτό, εμείς θυμάμαι τότε, λέγανε τη Λαζάρα αλλά είχαν και φωνή! Φυσικά και ’γώ που ’μουνα παιδί, εμείς την τραγουδάγαμε τη Λαζάρα διακεκομμένα. Δηλαδή: αρχίζανε οι δύο και πιάνανε [το τραγούδι] και τελειώνανε. Σταματάγανε οι δύο κι αρχίζανε οι άλλοι. Το παίρνανε οι άλλοι, και ξανά οι άλλοι. Ενώ τώρα, το λέμε όλοι μαζί. Μονοκόμματα. Γιατί οι άλλοι δεν ξέρουν να τραγουδάνε, και δεν ξέρουν κιόλας [το τραγούδι]! Και εκεί υπάρχει πρόβλημα. Είνι κι κουραστικό!
Ερ.: −Ε, βέβαια, γιατί είναι και μεγάλο, ε; Πώς να το λες όλο, δεν ξεκουράζεται η φωνή λίγο…
Τ. Λ.: –Πάμε έντεκα και ξεμπερδεύουμε εφτά η ώρα!
Ερ.: −Δηλαδή μπορεί να πας τρεις η ώρα, τέσσερις, να του χτυπήσεις του άλλου την πόρτα, το ξέρουν και το περιμένουν.
Τ. Λ:. –Βέβαια. Εν τω μεταξύ, τι γίνεται. Επειδή καμιά φορά τις ξέραμε τις γιορτές, τώρα δεν τις ξέρει ο κόσμος, έχει τόσα προβλήματα, που οι γιορτές, τις ξεχνάει. Όταν είμαστε ’δώ κι ακούει ο άλλος, ανάβει το φως!
Ερ.: −Αααα… στο διπλανό σπίτι, για να ξέρεις ότι σε περιμένει, να πας…
Τ. Λ.: …να πας. Άσε την άλλη την ημέρα, όπου δεν πηγαίνομε, τι τραβάμε! -Γιατί δεν ήρθες σε μένα; Και ’γώ δεν είχα λεφτά; Τέτοια πράγματα!
Ερ.: −Το θεωρούνε για καλό, δηλαδή, να πας.
Τ. Λ.: −Είνι…, πώς το λένι, είνι η παράδοση! Βέεεεεβαια. Είν’ η παράδοση.
Ερ.: −Δηλαδή εσύ από πότε το θυμάσαι; Πήγαινε κι ο παππούλης σου;
Τ. Λ: − Όχι, εγώ τον πατέρα μου θυμάμαι.
Ερ.: −Ο πατέρας σου σας έλεγε τίποτα για τους πιο παλιούς;
Τ. Λ.: −Απ’ ό,τι μου ’λεγε ο πατέρας μου, εδώ υπήρχε κάποιος… πώς τον ’λέγαν στο επίθετο όμως… τώρα, να στον πω Γύφτο; Έτσι. Γιατί μετά, εγώ γνώρισα το παιδί του. Κι ήταν Γύφτος, πραγματικά, τον ελέγαμι «Γυφτογιώργο», εμείς. Έπιζι και κιθάρα. Καθότανε ’δώ πέρα. Αυτός, μου ’λεγε ο πατέρας μου, ότι αυτός την έφτιαξε [τη Λαζάρα]. Τώρα δεν θυμάμι πώς μου ’λεγε τ’ όνομά του. Δεν το θυμάμαι…εεε… Διαμάντης λεγότανε! Λεγότανε Διαμάντης.
Ερώτηση [άλλος παρών, θαμώνας]: −Στο Γιώργο;
Τ. Λ.: −Όχι στο Γιώργο, στον πατέρα τ’. Τον πατέρα τ’ Γιώργη, κι απάνου. Τον ελέγανε Κώστα. Ότι αυτός την έφτιαξε. Αυτός την έφτιαξε τη Λαζάρα. Αυτός τ’ν έχει φτιάξει. Τώρα, από ’κεί και πέρα, τα πιο παλιά, δεν ξέρω.
Ερ. [Ε. Ψ.]: −Αυτός ήτανε από ’δώ, ντόπιος ή είχε έρθει από πουθενά;
Τ.Λ.: −Ντόπιος, ντόπιος. Ντόπιος κι’ είχε και σπίτι εδώ, στον άγιο Παντελεήμονα [στον Κόκκινο]. Τώρα δεν υπάρχει βέβαια. Το χάλασαν.
Ερ.: −Μήπως αυτός το ’χε βρει απ’ τον παππού του, τον πατέρα του, ξέρω ’γώ;
Τ. Λ.: -Δεν ξέρω. Αυτό μου ’χε πει, αυτό λέω.
Ερώτηση: -Αυτός δηλαδή πότε ζούσε; Στα χρόνια του πατέρα σου;
Τ. Λ.: −Του πατέρα μου. Μπορεί τώρα να ’ταν μεγαλύτερος απ’ τον πατέρα μου, πάντως στα χρόνια του πατέρα μου, εκεί.
Ερ.: −Και λέτε Λαζάρα όλο το έθιμο αυτό ή μόνο το τραγούδι;
Τ. Λ.: −Λαζάρα λέμε το τραγούδι. Τίποτε άλλο. Είνι αυτή η διαδικασία. Σηκωνόμαστε έντεκα η ώρα, τώρα έχουμε τα μηχανάκια, κάποτε πηγαίναμε με τα πόδια. Είχαμε τις… τότε ήταν και σκυλιά, είχαμε και τις μαγκούρες, αυτοί, που ’ταν και πιο μεγάλοι από ’μένα, εγώ δεν είχα μαγκούρα.
Ερ.: −Πάντοτε υπήρχε και το παιδί να κρατάει το καλάθι;
Τ. Λ.: −Όχι, ήμουν εγώ, απλώς έτυχε να ’μαι ’γώ.
Ερ.: −Αλλιώς το κρατούσαν αυτοί;
Τ. Λ.: −Ναι, το ’χαν αυτοί.
Ερ.: −Και ποιος το στόλιζε αυτό το καλάθι;
Τ. Λ.: −Μόνοι μας. Μόνοι τους το στολίζανε.

Ερ.: −Και γιατί πηγαίνανε νύχτα;
Τ. Λ.: −Εγώ νύχτα τσ’ βρήκα. Τώρα, γιατί πηγαίνανε νύχτα, δεν ξέρω. Πάντοτε τη νύχτα. Νύχτα. Εγώ είμαι πενήντα χρονών και το θυμάμαι νύχτα.
Ερ.: −Κι όταν τελείωναν, τί έκαναν;
Τ. Λ.: −Α, λογαριασμό! Μοιρασιά!
Ερ.: −Και τ’ αβγά;
Τ. Λ.: −Και τ’ αβγά, βέβαια! Ίσα-ίσα, τ’ αβγά τα κάνανε κι οι κότες! Ή και τα πουλάγανε, τα πουλάγανε τότε. ‘Ητανε πολλά.
Ερ.: −Και χωρίζανε μετά.
Τ. Λ.: -Χωρίζανε, πάει.
Ερ.:−Δεν ξανασυναντιόντουσαν μέσ’ στο χρόνο…
Τ. Λ.: −Όοοχι, συναντιόντουσαν στα καφενεία.
Ερ.: −Λέω επί τούτου, γι αυτό το θέμα.
Τ. Λ.: −Όχι, γι αυτό το πράγμα, όχι. Πάει, τελείωνε.
Ερ.: −Και πώς το μαθαίνατε το τραγούδι; Ο ένας με τον άλλον, τραγουδώντας, ή μαζευόσασταν και το μαθαίνατε λίγο πριν;
Τ. Λ.: −Το ξέρανε. Τώρα, εγώ το θυμάμαι. Ας περάσει ένας χρόνος ολόκληρος, εγώ θα πάω, χωρίς να το ξεχνάω….[….] Μετά, αφού τελειώσει η Λαζάρα, την Κυριακή των Βαΐων , το βράδυ, γιατί αρχίζει επίσημα πλέον η εκκλησία για τη Μεγάλη Βδομάδα, συνηθίζεται εδώ, ανάβουνε φωτιές! Θυμάμαι ’γώ που ’μουνα παιδάκι, βέβαια τότε δεν ήτανε αυτά εδώ πέρα, εδώ ήτανε χωράφια. Εδώ, εδώ ακριβώς [δηλ. στο μαγαζί του, που βρίσκεται πίσω ακριβώς από το ιερό της εκκλησίας του αγ. Σπυρίδωνα], στην εκκλησία, πίσω απ’ το ιερό, δεν μιλάμε για φωτιά, μιλάμε για φωτιές!!… Τώρα, αυτή τη στιγμή όμως το έθιμο το διατηρούνε απάν’ στη Μπούχαλη. Στην εκκλησία εκεί [άγιοι Απόστολοι], κάθε χρόνο, ανάβουν φωτιά. Κάθε βράδυ. Μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή, κάθε βράδυ. Λοιπόν. Και ’κεί λένε διάφορα τραγούδια. Βεβαίως! Εκεί τα λένε σε στυλ….να σ’ πω τώρα…σόκιν, να στο πω έτσι. Δηλαδή που πειράζουνε τον ένα και τον άλλονε, διάφορα. Πάρα πολλά. Λένε τραγούδια. Και ’κεί είναι ωραίο το έθιμο. Το κάνουνε ωραίο το έθιμο. Το κάνουνε ωραίο το έθιμο αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουνε ανθρώποι εδώ να τα διατηρήσουν τα έθιμα. Σύλλογος, παράδειγμα. Ένας Σύλλογος, ένας λαογραφικός Σύλλογος, να ενδιαφέρεται για τα έθιμα, να μην ενδιαφέρεται για άλλα πράγματα. Δυστυχώς. […….] Πάντως, όσο για τη Λαζάρα, εγώ έχω πει πως όσο ζω και θα μπορώ, θα πηγαίνω. Και δυο-τρεις χρονιές επήρα και το γιο μου. Ο γιος μου είναι τώρα 26 –27 χρονώνε. Ταξιδεύει στα καράβια. Λοιπόν, τον πήρα κανα-δυο χρονιές, όταν ήτανε μικρός, γιατί εφέτος δεν έτυχε να ’ναι ’δώ, μετά από έξι χρόνια, δεν ήθελε να ’ρθει…

Ερ.: −Και πριν αρχίσετε να λέτε στο τραγούδι για το νοικοκύρη, τη νοικοκυρά, μήπως υπήρχε κάποιο κομμάτι σταθερό που ίσχυε για όλα τα σπίτια, που έλεγε μέσα για Λάζαρο; Ή όχι;

Τ.Λ.: −Αρχή, αρχή….[απαγγέλλει] Εδώ διαβαίνει Λάζαρος με δώδεκ’ Αποστόλους / και πάλι ξαναγύρισε με δεκατρείς αγγέλους…μετά, σταματάει εκεί. Αυτή είναι για όλους. Μετά, είναι λίγο πρόβλημα, όταν υποχρεώνεσαι να πας σε σπίτι που δεν έχει νοικοκύρη. Εκεί είναι λίγο το πρόβλημα, γιατί μετά αρχίζει [απαγγέλλει], …το έλληνο προσέλληνο το χαλινό μουλάρι / πό’ ’χ’την ελιά στο μέτωπο φεγγάρι στα καπούλια / και πίσω απ’ τα καπούλια του τρεις φραγκοπούλες παίζουν…, τρεις γυναίκες, δηλαδή [απαγγέλλει], …η μια βαρεί το τάμπουρα η άλλη το μπουζούκι / και η τρίτη η καλύτερη παίζει με τον αφέντη… αυτό είναι για τον άντρα. Αυτό [απαγγέλλει], …παιζόντας και γλεντίζοντας ο αφέντης αποκοιμήθ’κε…. Και μετά, λέει [απαγγέλλει], …άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι / πολλά ειπαμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας / κυρά μου τα παιδάκια σου τα μοσχαναθρεμένα / για λούσε τα για χτένιστα και στο σχολειό να πάνε / τα καρτερεί ο δάσκαλος με μια χρυσή βεργούλα / τα καρτερεί ’δασκάλα τους με δυο κλωνάρια μόσχο…Μετά είναι για τον ξενιτεμένο, λέει [απαγγέλλει], …ξενιτεμένο μου πουλί κι ανάργυρο γεράκι η ξενιτιά σε χαίρεται…[συγκινείται και σπάει η φωνή του, σταματά].


Ερ.: − Είναι και συγκινητικό…
Τ. Λ.: −Είναι [δηλ. μετά, στη συνέχεια] για την αγκαστρωμένη!…
Ερ.: −Τι λένε για τη γκαστρωμένη;
Τ. Λ.: −Πρέπει να ξέρεις με τη σειρά. Δεν είναι κάλαντα, να ξέρεις ένα. Πρέπει να τ’ αλλάζεις όλα σε κάθε σπίτι.
Ερ.: −Δεν λέτε τίποτα για πεθαμένους, ε; … ας πούμε, αν έχουν στο σπίτι πεθαμένο…
Τ. Λ.: −Οοοοχι. Δεν πάμε αν έχει πεθαμένο!
Ερ.: −Μόνο για ξενιτεμένους…
Τ. Λ.: −Σπάνια πάμε [αν έχει στο σπίτι πεθαμένο], γιατί άλλος το θεωρεί πως δεν κάνει, λόγω του πένθους, άλλος θεωρεί, «δε βαριέσαι καημένη», σου λέει, »άλλο το ένα, άλλο το άλλο». ΗΛαζάρα δεν έχει καμιά δουλειά, δεν είναι πανηγύρι και τραγούδια, αυτό δηλαδή.
Ερ.: −Για θυμήσου τώρα, τι λέγατε στις γκαστρωμένες;
Τ. Λ.: [γελάει]…−Θα σου πω για τα παιδιά [απαγγέλλει], …κυρά μου τα παιδάκια σου τα μοσκαναθρεμένα…γιατί πηγαίνουνε στο σχολείο…Όχι, είναι ωραίο έθιμο. Εγώ σας είπα, όσο ζω κι όσο μπορώ, θα πηγαίνω.
Ερ.: −Και μόνος, δηλαδή; Γίνεται να πάει και ένας;
Τ. Λ.: −Δε μπορεί, δεν κάνει…Δεν υπάρχει περίπτωση, δεν μπορείς.
Ερ.: −Είναι πολύ ώρα δηλαδή το τραγούδι, που το λέτε;
Τ. Λ.: −Αναλόγως. Αναλόγως τι θα βρεις. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Από πάνω που μένω εγώ, μένει ο παπάς. Και συγκεκριμένα, έτυχε να τόνε κάνω και συμπέθερο, γιατί ο γιος του παίρνει την κοπέλα μου…
Ερ.: −Να ζήσουνε!
Τ. Λ.: −…Ευχαριστώ. Λοιπόν, έχει αρρεβωνιασμένο το παιδί τ’. Έχει κόρη ανύπαντρη. Έχει γιο στα ξένα, γιατί όταν λέμε ξένα, εννοούμε και στην Αθήνα και στ’ Αγρίνιο. Έχει μικρά παιδιά. Λοιπόν, όλα αυτά, πρέπει να τα πεις!
Ερ.: −Είναι και παπάς! Έχει για παπά;
Τ. Λ.: −Όχι.
Ερ.: −Για τη γυναίκα του, την παπαδιά;
Τ. Λ.: −Ναι. Την παπαδιά. Τί της λες της παπαδιάς. Της λέμε το εξής [απαγγέλλει], …κυρά μου τα εγγόνια σου τα μοσχαναθρεμένα / για λούσε τα για χτένιστα και στο σχολειό να πάνε…[σταματάει].
Ερ.: −Υπήρχε περίπτωση να πάτε και σε άλλα χωριά, κοντινά;
Τ. Λ.: −Όχι, όχι, ποτέ. Γιατί, δεν ξέρω. Δεν το ξέρουνε.
Ερ.: −Δηλαδή μόνο στη Βόνιτσα γίνεται αυτό;
Τ. Λ.: −Δεν το ξέρουνε.
Ερ.: −Δεν γίνεται ούτε στο Μοναστηράκι, ας πούμε, ούτε στα Παλιάμπελα;
Τ. Λ.: −Στο Μοναστηράκι και στα Παλιάμπελα, μπορεί να πηγαίνουνε τα παιδάκια και να λένε τα συνήθη, αυτό που λέγαμε ’μεις πιτσιρικάδες, μικροί-μικροί.
Ερ.: − Τί; Του Λαζάρου πάλι;
Τ. Λ.: −Ναι.
Ερ.: −Ααα, υπάρχει και για παιδιά.
Τ. Λ.: − Του Λαζάρου, που πηγαίνανε τα παιδάκια.
Ερώτηση: −Τι παιδάκια; Αγόρια ή κορίτσια;
Τ. Λ.: −Ανακατεμένα. Πρώτα πηγαίνανε μόνο αγόρια, τώρα πηγαίνουνε και κορίτσια.
Ερ.: −Α, παλιά μόνο αγόρια πηγαίνανε…
Τ. Λ.: −Και βέβαια. […] Τ’ αγόρια, ναι. Πού, έβγαινε κοπέλα έξω! [γέλια]. Πού να πάει η κοπέλα! Τώωωωρα! Περ’σσότερα κοριτσάκια τα λένε τα κάλαντα, ειδικά τα Χριστούγεννα βέβαια και την Πρωτοχρονιά, παρά τ’ αγόρια!
Ερ.: −Και λένε άλλα κάλαντα εκείνα;
Τ. Λ.: −Ε, ναι. Δεν έχ’νε καμιά δουλειά…Βέβαια, άλλο…Δεν το θυμάμαι κιόλα να το πω, το ’χω ξεχάσει…
Ερ.: −Αυτά είχανε καλάθι, τα παιδάκια;
Τ. Λ.: −Τα παιδάκια είχανε, βέβαια, είχανε τα παιδάκια καλάθι. Τα παιδάκια δεν το ’χανε για τ’ αβγά, ήτανε το έθιμο να κρατάνε καλαθάκι. Και στα χωριά το έχουνε τα παιδάκια, μπορεί να κρατάνε καλαθάκι ακόμα.
Ερ.: −Δεν τους έβαζαν δηλαδή αβγά;
Τ. Λ.: −Όχι, απλώς κρατούσανε το καλαθάκι με τα λουλούδια. Και λέγανε κάτι διαφορετικό. Αυτό που λέμε ’μείς δεν υπάρχει πουθενά. Ε, μπορεί να υπάρχει αλλά πηγαίνουν την ημέρα, εδώ όλη νύχτα….

Η ΕΠΙΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ «ΛΑΖΑΡΑΣ» – ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
(νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο,
21-22 Απριλίου του 2000 βλ. και το προηγούμενο post, Λαζάρα – 1).
(Τα κείμενα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο: Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και Αναγέννησης, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ 24, Αθήνα 2008, σ. 248-281, 443-449, όπου και όλη η ανάλυση του αγερμικού αυτού δρώμενου και οι τίτλοι των εδώ βιβλιογραφικών αναφορών Βλ. και Ελένη Ψυχογιού, «Η πόλη θυμάται αγρυπνώντας. Εαρινά δρώμενα στη Βόνιτσα: λατρευτικές πρακτικές και συλλογική μνήμη», στο Μπάδα Κωνσταντίνα (επιμέλεια), Η μνήμη του επαρχιακού αστικού τόπου και τοπίου: το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60, (Πρακτικά Ημερίδας, 23 Σεπτεμβρίου 2000), έκδοση Παν/μιο Ιωαννίνων-Μεταίχμιο-Δήμος Αγρινίου, Αγρίνιο 2003, σ. 77-115. ).

Η Λαζάρα
Παρακολούθησα τη Λαζάρα στη γιορτή του Λαζάρου, τη νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο, 21-22 Απριλίου του 2000. Η τελετουργική περιήγηση διήρκεσε από τις 11μ.μ. της παραμονής, μέχρι τις 7.30 π.μ. του Σαββάτου, ανήμερα της γιορτής. Εκτός από τον «αρχηγό» Τάσο Λουριώτη, στην ομάδα εφέτος συμμετείχαν και οι: Παντελής Γιωργαλής, Χρήστος Ντάρδας, Νίκος Μπακογιώργος (βλ. φωτ. αρ. 1: πρώτος, τρίτος και πέμπτος, από δεξιά, αντίστοιχα). Είναι αξιοσημείωτο ως προς τη σχέση του εθίμου με τη θρησκευτικότητα, πως ο τελευταίος (ο και νεότερος της τετραμελούς αγερμικής παρέας) είναι ψάλτης και μάλλον προορίζεται για παπάς (βλ. και υποσημ. αρ. 96). Ο καιρός ήταν ζεστός, λόγω της προχωρημένης Άνοιξης με την οποία συνέπεσε εφέτος η γιορτή και η νύχτα ανέφελη και φεγγαρόλουστη.

Ο αγερμός ξεκίνησε από ένα ουζάδικο της κεντρικής πλατείας, στο Παζάρι, που είχε οριστεί από τον επικεφαλής της ομάδας ως τόπος συνάντησης. Εκεί, σ’ ένα από τα τραπέζια που λόγω εποχής, ήταν έξω, έτυχε να κάθεται, ως θαμώνας και όχι επί τούτου, ο Δήμαρχος της πόλης, με τον οποίο αντάλλαξαν ευχές και αστεϊσμούς. Τα μέλη της ομάδας μπήκαν επίσης −σποραδικά και όχι σε πομπή− στο συγκεκριμένο ναό (ο οποίος βρισκόταν σε ανακαίνιση και ήταν γεμάτος σκαλωσιές και κουτιά με μπογιές σε πλήρη αταξία αλλά και σπουδή αφού έπρεπε να είναι έτοιμος τη Μ. Πέμπτη, όπως και έγινε) και προσκύνησαν πριν ξεκινήσουν. Τελικά δεν ήταν άνευ τελετουργικού νοήματος, όπως μου φάνηκε αρχικά, το ότι ορίστηκε το συγκεκριμένο ουζερί ως σημείο εκκίνησης της πομπής, αφού βρίσκεται στην πλατεία, σε κομβικό σημείο της πόλης, εμπρός από τη δυτική είσοδο του ναού του πολιούχου Αγ, Σπυρίδωνα, πέρα από το ότι αποτελεί και γνωστό στέκι του Δήμαρχου. Έτσι δηλαδή τελέστηκε κατά κάποιο τρόπο άτυπα η παλιά συνήθεια να ξεκινούν οι αγερμοί και μάλιστα των ενηλίκων (ως τελετουργίες με συλλογικό θρησκευτικό και κοινωνικό χαρακτήρα) με την ευχή και την άδεια του θρησκευτικού ή/και κοινοτικού άρχοντα του τόπου (πβ. Δρανδάκης 2000: 34).

Σημειώνω εδώ και ένα γεγονός που έχει ενδιαφέρον ως προς τον τρόπο συγκρότησης της ομάδας αλλά και ως προς την επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη της και τους αποδέκτες του τραγουδιού: οι τελεστές αρνήθηκαν κατηγορηματικά τη συμμετοχή και ενός άλλου μεσήλικα άνδρα που βρισκόταν στο ουζάδικο πριν ξεκινήσουν, παρόλο που τους το ζήτησε επίμονα, άλλοτε παρακαλεστικά, επιδεικνύοντας μάλιστα τραγουδιστά και τη γνώση του αγερμικού ψαλμού, άλλοτε απειλητικά, αλλά και με βωμολόχους αστεϊσμούς, με κίνδυνο να προκληθεί σύρραξη (η άρνηση αυτή ίσως να οφείλεται και στην αποφυγή του μοιράσματος της «πίτας» των εισπράξεων σε περισσότερα άτομα βλ. και τραγ. στο σπίτι αρ. 14).

Στη συνέχεια ανέβηκαν ανά δύο σε μηχανάκια και ξεκίνησαν την αγερμική περιήγηση, πράγμα που δυσκόλευε τη δική μου συμμετοχή, αφού αναγκάστηκα να τους ακολουθώ με το αυτοκίνητο, πράγμα που δεν με καθιστούσε τόσο ευκίνητη (δεδομένου ότι κουβαλούσα και τα μηχανήματα που έπρεπε να χρησιμοποιώ) ενώ, λόγω του ότι ήταν πιο ευέλικτοι από μένα και το δρομολόγιό τους δεν ήταν προκαθορισμένο, τους έχανα. Σύντομα το πρόβλημα λύθηκε εν μέρει, αφού ένα μέλος της ομάδας πρότεινε να να γίνει συνοδηγός μου.

Ο αγερμός τελέστηκε συνολικά χωρίς την παρουσία άλλων συμμετεχόντων, πλην των καλαντιστών και των κατοίκων του συγκεκριμένου κάθε φορά σπιτιού και βεβαίως και της γράφουσας. Η δική μου παρουσία, απροσδόκητη για τους καλαντιζόμενους (οι οποίοι, όσο προχωρούσε η νύχτα, όποτε άνοιξαν την πόρτα ήταν κατά κανόνα με ένδυμα ύπνου ή και μισόγυμνοι, λόγω εποχής), όταν γινόταν αντιληπτή, αντιμετωπιζόταν αρχικά με κάποια αμηχανία (μερικοί μάλιστα, λόγω του σκότους και του σκούρου, ποδήρους και φαρδιού ρούχου μου με εξέλαβαν προς στιγμήν για τον παπά) αλλά και αστεϊσμούς και γινόταν αποδεκτή πιο πολύ με την ιδιότητά μου ως στενής συγγενούς διακριτού μέλους της βονιτσάνικης κοινωνίας.

Ακολουθούν επιλεγμένα ποιητικά κείμενα[1] της Λαζάρας, όπως τραγουδήθηκαν κατά την αγερμική περιήγηση, τα οποία απομαγνητοφώνησα από τις ταινίες video που μαγνητοσκόπησα σε τριάντα πέντε (από τα σαράντα περίπου συνολικά που επιτελέστηκε) σπίτια της Βόνιτσας, επιλογή που γίνεται προκειμένου να καταγράφονται οι διαφορετικοί για κάθε σπίτι στίχοι, όπως τραγουδήθηκαν, προκειμένου ν’ αποδοθεί η ποικιλία των οικογενειακών περιπτώσεων ή/και οι παραλλαγές των στίχων, κατά περίπτωση. Σχόλια για το περιεχόμενο των στίχων και την επιτέλεση, στις οικείες υποσημειώσεις.[2]. Επειδή οι εισαγωγικοί για τη γιορτή στίχοι τραγουδιούνται σχεδόν οι ίδιοι σε όλα τα σπίτια (μέχρι και το στίχο: …αφέντης αποκ’μιέτι ή, συνηθέστερα, το: …τρεις Φραγκοπούλες παίζουν), για οικονομία χώρου τους παραθέτω δυο φορές, όπως τους τραγούδησαν στο πρώτο και στο τελευταίο σπίτι. Στα υπόλοιπα, ενδιάμεσα τραγουδίσματα παρατίθεται μόνο το πρώτο ημιστίχιο του πρώτου εισαγωγικού στίχου ακολουθούμενο με αποσιωπητικά, τα οποία υποκαθιστούν τους ελλείποντες στίχους.
[1ο σπίτι:]

Ν εδώ διαβαίνει[3] ο Λάζαρος με δώδεκ’ Αποστόλους
και πάλι ξαναγύρισε με δεκατρείς αγγέλους[4].
Το έλινο προσέλινο το χαλινό μουλάρι[5]
πό’ ’χ’ την ελιά στο μάγουλο φεγγάρι στα καπούλια
πίσ’ από τα καπούλια του τρεις Φραγκοπούλες παίζουν[6]
η μια βαρεί τον ταμπουρά κι η άλλη το μπουζούκι
κι η τρίτη η καλύτερη παίζει με τον αφέντη
παίζοντις και γλεντίζοντις αφέντης αποκ’μιέτι[7].
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι[8].
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και των παδιών μας
παλικαράκια ν έμορφα με το στριφτό μουστάκι[9]
σας παραγγέλν’ η λυγερή σας παραγγέλν’ η κόρη
να πά’ να πάρτε το φιλί τα δυό της μαύρα μάτια[10]
πριν κατεβάσ’ ο Ντούρναβος[11] και σύρουν τα λαγκάδια.
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Κι εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Καλό Πάσχα! [12]

[2ο σπίτι:]
Εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και των παδιών μας
ξενιτεμένα μου πουλιά κι αλαργινά γιράκια[13]
η ξενιτιά σας χαίρεται κι εγώ πίνω κιντέρι[14].
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Παλικαράκια ν έμορφα με το στριφτό μουστάκι[15]
σας παραγγέλν’ η λυγερή σας παραγγέλν’ η κόρη
να πά’ να πάρτε το φιλί τα δυό της μαύρα μάτια
πριν κατεβάσ’ ο Ντούρναβος και σύρουν τα λαγκάδια.
Ν ιδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Κι τ’ χρόν’ μπάρμπα Μήτσο, καλό Πάσχα κι ο Παναθηναϊκός με το κύπελο!
Ακόμα και αν οι νοικοκυραίο κοιμούνται, η Λαζάρα επιτελείται «για το καλό» και δίνουν τα χρήματα στους καλαντιστές την άλλη μέρα
[3ο σπίτι:]

Εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Ιγώ πατώ την αρριβώνα σου στη βέργα ν αποκάτου[16]
για ν’ αγναντέψω τ’ς έμορφες πώς στρώνουν πώς κοιμούνται
πώς ρίχνουν τ’ άνθη πάνω τους τριγύρω στο λαιμό τους.
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Ν ιδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…

[4ο σπίτι:]
Εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας.
Κυρά μου τα εγγόνια σου τα μουσκαναθρεμένα
για λούσε τα για χτένισ’ τα και στο σχολειό να πάνε
τα καρτερεί ν ο δάσκαλος με μια χρυσή βιργούλα
τα καρτερεί ’ δασκάλα τους με δυο κλωνάρια μόσχους.[17]
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Ν ιδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Χρόνια πολλά, κι τ’ χρόνου, καλό Πάσχα!

[5ο σπίτι:]
(η νοικοκυρά:) −Καλώς τους, σας περιμέναμε, έφερα και την κουμπάραμου να ντ’ ακούσ’!
(οι καλαντιστές:)
Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Παλληκαράκι ν όμουρφο με το στριφτό μουστάκι
σου παραγγέλν’ η λυγερή σου παραγγέλν’ η κόρη
να πά’ να πάρεις το φιλί τα δυό της μαύρα μάτια
πριν κατεβάσ’ ο Ντούρναβος και σύρουν τα λαγκάδια.
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Σήκω κορή μου κι άλλαξε κι προξενιές θα ν’ έρθουν[18]
θα να ’ρθ’ ο γιος του βασιλιά θα να ’ρθ’ ο γιος του ρήγα.
−Δε θέλω γιο του βασιλιά δε θέλω γιο του ρήγα
Μόν’ θέλω τα’ αρχοντόπουλο πού ειναι το ριζικό μου.
−Μα ’κείνο τ’ αρχοντόπουλο πολύ προικιό γυρεύει
γυρεύει μύλους εκατό μ’ όλους τους μυλωνάδις
γυρεύ’ αμπελοχώραφα μ’ όλους τους θεριστάδις.
Ν ιδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
-Και τ’ χρόν’, καλό Πάσχα!
Μερικοί νοικοκυραίοι, αν και αγουροξυπνημένοι, προσκαλούν τους καλαντιστές μέσα στο σπίτι και τους κερνάνε
[6ο σπίτι:]

Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και των παδιών μας
παλικαράκια ν έμορφα με το στριφτό μουστάκι
σας παραγγέλν’ η λυγερή σας παραγγέλν’ η κόρη
να πά’ να πάρτε το φιλί τα δυό της μαύρα μάτια
πριν κατεβάσ’ ο Ντούρναβος και σύρουν τα λαγκάδια
αν βρέξει βρέξει βρέχομαι κι ανεί χιονίσει χιονιούμαι
κι εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
-Κι τ’ χρόν’, χρόνια πολλά, καλό Πάσχα!

[8ο σπίτι:]
Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας.[19]
Κυρά μου τα παιδάκια σου τα μουσχαναθρεμένα
για λούσε τα για χτένισ’ τα και στο σχολειό να πάνε
τα καρτερεί ν ο δάσκαλος με μια χρυσή βιργούλα
τα καρτερεί ’ δασκάλα τους με δυο κλωνάρια μόσχους.
-Χρήστο[20] μου πού ’ν’ τα γράμματα, Χρήστο μου πού ’ν’ ο νους σου;
-Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου πέρα ως πέρα
πέρα πέρα κι αντίπερα πέρα στις μαυρομάτες
κι εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Κι τ’ χρόν’, καλό Πάσχα! −Φχαριστούμι, κι τ’ χρόν’ νά ’στι καλά!

[12ο σπίτι:]
Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Σήκω κυρά μου[21] κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου
βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και τον καθάριο Αυγερινό βάλ’ τονε δαχτυλίδι.
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Κι εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Κι τ’ χρόν’ νά ’στι καλά, καλό Πάσχα!

[13ο σπίτι:]
Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας.
Κυρά μ’ τις θυγατέρες σου τις μουσχαναθρεμένες[22]
για λούσε τις για χτένισ’ τις και στο σχολειό να πάνε
τις καρτερεί ν ο δάσκαλος με μια χρυσή βιργούλα
τις καρτερεί ’ δασκάλα τους με δυο κλωνάρια μόσχους.
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Κι τ’ χρόν’ νά ’στι καλά, καλό Πάσχα!

[14ο σπίτι:]
Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και του παιδιού μας
παλικαράκι ν έμορφο με το στριφτό μουστάκι[23]
σου παραγγέλν’ η λυγερή σου παραγγέλν’ η κόρη
να πά’ να πάρεις το φιλί τα δυό της μαύρα μάτια.
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Χίλιες φορές αρχόντεψες και πάλι γύφτος είσαι![24]
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Χρόνια πολλά, κι τ’ χρόν’! −Χρόνια πολλά, παιδιά, κι τ’ χρόν’ νά ’στι καλά!

[15ο σπίτι:]
Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας.


Κυρά μου τον υγιόκα σου σου τον μουσχαναθρεμένο


που τον ταΐζεις ζάχαρη που τον ταΐζεις μέλι


για λούσε τον για χτένισ’ τον και στο σχολειό να πάει


τον καρτερεί ν ο δάσκαλος με μια χρυσή βιργούλα


τον καρτερεί ’ δασκάλα του με δυο κλωνάρια μόσχους.


Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει


κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…


−Και του χρόνου, καλό Πάσχα!


[17ο σπίτι:]


Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………


Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.


Ξενιτεμένα μου πουλιά κι αλαργινά γιράκια


η ξενιτιά σας χαίρεται κι εγώ πίνω κιντέρι.


Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει


κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…[25]


−Κι τ’ χρόνου κυρά Μαρία! −Κι τ’ χρόνου παιδιά, καλή Ανάσταση να ’χουμι, ά’στε στο καλό, στο καλό! Ευχαριστώ πιδιά μ’!


[30ό σπίτι:]


Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………


Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.


Κυρά μου τον υγιόκα σου σου τον μουσχαναθρεμένο


για λούσε τον για χτένισ’ τον και στο σχολειό να πάει


τον καρτερεί ν ο δάσκαλος με μια χρυσή βιργούλα


τον καρτερεί ’ δασκάλα του με δυο κλωνάρια μόσχους.


Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.


Σήκω κορή μου κι άλλαξε κι προξενιές θα ν’ έρθουν[26]


θα να ’ρθ’ ο γιος του βασιλιά θα να ’ρθ’ ο γιος του ρήγα.


−Δε θέλω γιο του βασιλιά δε θέλω γιο του ρήγα


Μόν’ θέλω τ’ αρχοντόπουλο πού ειναι το ριζικό μου.


−Μα ’κείνο τ’ αρχοντόπουλο πολύ προικιό γυρεύει.


Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει


κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…


−Κι τ’ χρόνου!


[32ο σπίτι, στο οποίο μένει ο παπάς της ενορίας του αγ. Σπυρίδωνα και συμπέθερος του αρχηγού της ομάδας:]


Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος με δώδεκ’ Αποστόλους


και πάλι ξαναγύρισε με δεκατρείς αγγέλους.


Το έλλινο προσέλλινο το χαλινό μουλάρι


πό’ ’χ’ την ελιά στο μάγουλο φεγγάρι στα καπούλια


πίσ’ από τα καπούλια του τρεις Φραγκοπούλες παίζουν


η μια βαρεί τον ταμπουρά κι η άλλη το μπουζούκι


κι η τρίτη η καλύτερη παίζει με το μπουρέντι [27].


Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.


Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας.


Κυρά μου τα εγγόνια σου τα μουσκαναθρεμένα


για λούσε τα για χτένισ’ τα και στο σχολειό να πάνε


τα καρτερεί ν ο δάσκαλος με μια χρυσή βιργούλα


τα καρτερεί ’ δασκάλα τους με δυο κλωνάρια μόσχους.


Ξενιτεμένα μου πουλιά κι αλαργινά γιράκια


η ξενιτιά σας χαίρεται κι εγώ πίνω κιντέρι.


Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει


κι ο νοικοκύρ’ς που κάθεται χρόνια πολλά να ζήσει…[28]
(Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο: Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και Αναγέννησης, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ 24, Αθήνα 2008, σ. 248-281, 443-449, όπου και όλη η ανάλυση του αγερμικού αυτού δρώμενου και οι τίτλοι των εδώ βιβλιογραφικών αναφορών.


Βλ. και Ελένη Ψυχογιού, «Η πόλη θυμάται αγρυπνώντας. Εαρινά δρώμενα στη Βόνιτσα: λατρευτικές πρακτικές και συλλογική μνήμη», στο Μπάδα Κωνσταντίνα (επιμέλεια), Η μνήμη του επαρχιακού αστικού τόπου και τοπίου: το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60, (Πρακτικά Ημερίδας, 23 Σεπτεμβρίου 2000), έκδοση Παν/μιο Ιωαννίνων-Μεταίχμιο-Δήμος Αγρινίου, Αγρίνιο 2003, σ. 77-115).


[1] Είναι ενδιαφέρον το ότι ο συνομιλητής, 50 χρ. κατά τη συνέντευξη, αναφερόμενος στην αμέσως προηγούμενη γενιά των τελεστών τους αποκαλεί «γερόντους», προβάλλοντας ίσως το πώς τους προσελάμβανε όταν ήταν παιδί, ενώ αυτοί είχαν τότε την ηλικία που έχει σήμερα ο ίδιος, την οποία βέβαια δεν θεωρεί γεροντική.


[2] Εδώ γίνεται φανερή μια εμμονή της γράφουσας στο «λαογραφικό παρελθόν» την οποία συνειδητοποίησα κατά την απομαγνητοφώνηση. Μη έχοντας παρακολουθήσει ακόμα το δρώμενο ζωντανά και έχοντας πληροφορηθεί πρόσφατα (σε σχέση με τη συνέντευξη) την ύπαρξή του, οι ερωτήσεις μου τοποθετούνται στην αρχή τουλάχιστον, στα «παλιά». Ευτυχώς ο συνομιλητής οδηγεί τη συζήτηση στον δικό του, παρόντα χρόνο.


[1] Το τραγουδισμένο κείμενο δεν διαφέρει σχεδόν από το απομαγνητοφωνημένο ποιητικό, πλην του ότι περιέχει ανάμεσα στις συλλαβές μερικών λέξεων κάθε στίχου το ευφωνικό γράμμα -ν- , το οποίο συνδυαζόμενο με το φωνήεν της προηγούμενης συλλαβής, σχηματίζει νέα, ομόηχη συλλαβή που παρεμβάλλεται στη λέξη, όπως: …με δώδεκ’ Α-να-ποστόλους…, …με δεκατρεί-νει-ς αγγέλους…, … αφέντης α-να-ποκ’μιέτι… κλπ. (τη μουσική μεταγραφή των στίχων με τα συλλαβικά αυτά προσφύματα στις λέξεις, βλ. Περιστέρης 1976: 348,355).


[2] Επέλεξα να απομαγνητοφωνήσω από τις videoταινίες και όχι από τις ταινίες μαγνητοφώνου, στις οποίες επίσης κατέγραψα -αν και οι δεύτερες περιέχουν πληρέστερη καταγραφή από άποψη διάρκειας- γιατί η ταυτόχρονη μελέτη της εικόνας και του ήχου λειτούργησε κατά τη συγγραφή υποβοηθητικά ώστε ν’ ανακαλέσω στη μνήμη μου πρόσωπα και γεγονότα, να δω τα δρώμενα συνολικά και με χρονική απόσταση, να παρατηρήσω διαλαθούσες κατά την καταγραφή λεπτομέρειες, πράγματα που συνέβαλαν στο να κατανοήσω και να προσπαθήσω να ερμηνεύσω τα διαδραματισθέντα.


[3] Το εναρκτήριο επίρρημα εδώ, γραμματικά είναι τοπικός και χρονικός προσδιορισμός·σημασιολογικά λειτουργεί υποδηλώνοντας την τελετουργική διαδικασία, αποδίδοντας με μια αφαιρετική πυκνότητα τις αγερμικές συντεταγμένες: την επιτελούμενη τελετουργία, τον τόπο και τη χρονική εορτάσιμη συγκυρία· το ρήμα διαβαίνει υποδηλωτικό και του διαβατήριου χαρακτήρα της τελετουργίας, όσον αφορά το ιερό πρόσωπο.


[4] Ο θάνατος του Λαζάρου υποδηλώνεται μεταφορικά με τους δύο αυτούς εισαγωγικούς στίχους.


[5] Η στερεότυπη φράση το έλινο προσέλινο, ως προσδιορισμός που αφορά το θεϊκό μουλάρι, ιδιάζει στις παραλλαγές της Δυτικής Ελλάδας της ΕΜΣ του ΚΕΕΛ ως εξής: …Αφέντης καβαλίκεψε σε σέλινο μουλάρι / σε σέλινο προσέλινο, κι ασημοσελωμένο / και πίσω τα καπούλια του τρεις φραγκοπόύλες παίζουν …(Λευκάδα, Σταματέλλος, 1875, όπ.) · …Αφέντης καβαλίκεψε σε σέλινο μουλάρι / σε σέλινο προσέλινο, κι ασημοσελωμένο / και πίσω τα καπούλια του τρεις φραγκοπόύλες παίζουν….(Παραμυθιά, Παναγιωτίδης 1892, χ/φο 414: 152) ·…Βρ’ αφέντη καβαλίκεψε το σέλινο μουλάρι / το σέλινο προσέλινο, κι ασημοσελωμένο / πό ’χει τη σέλα από φλωρί, τα πέταλα απ’ ασήμι / έχει και τα καρφάκια του σπειρί μαργαριτάρι…(Σούλι, Λουκόπουλος 1933, χ/φο 976: 61) ·…Αφέντη καβαλίκα / στα σέλινα προσέλινα τ’ αργυροκουδουνάτα…(Ζαγόρι, Παπανικολάου 1953, χφο 1911: 94) · …κι άλλοι πέντε παρακαλούν Αφέντη καβαλίκα / κι Αφέντης καβαλίκεψε το σέλινο μουλάρι…(Κόνιτσα, Ρεμπέλης 1929, χ/φο 1569: 100)· …Αφέντη καβαλίκα / στο σέλινο προέλινο στο κάλιο το μουλάρι / οπώχ’ ήλιο στο μέτωπο φεγγάρι στα καπούλια…(Πάργα, εφημ. Βραδυνή 28/11/1929) ή, στην παραφθορά τους: …Αφέντη καβαλίκα / στο μπροστινό, στο πισινό, στο Κάλλιο το μουλάρι…(Καλέντζι Ιωαννίνων, Φίλιος 1959, χ/φο 2315: 69)· πβ. επίσης … Σεΐζη σέλωσ’ τ’ άλογο σελοκαλίγωσέ το βάλ’ του τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια… (Λεχαινά Ηλείας· Καρκαβίτσας 1974: 509). Η αινιγματική φράση έλινο προσέλινο στην πλήρη, μη φθαρμένη ή παραλλαγμένη διατύπωσή της, είναι ασέλινο προσέλινο (βλ. σχετική ηπειρωτική παραλλαγή στην ωστόσο μη αξιόπιστη, ως προς τις παρεμβάσεις του συγγραφέως στο ποιητικό κείμενο, συλλογή του Αραβαντινού, 1880) και σημαίνει, σύμφωνα με το σχετικό λήμμα (λέξη: προσέλλινος) στα αποθησαυρισμένα δελτία του αρχείου του Κέντρου Ερεύνης Συντάξεως του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, το ασέλωτο-πρωτόσελο μουλάρι (άλογο κλπ.), δηλαδή το αδάμαστο, που εδώ δαμάζεται και σελώνεται σύμφωνα με τελετουργικό τυπικό, προκειμένου να το πρωτοκαβαλικέψει ο «αφέντης». Αυτό ενισχύει την άποψη ότι ο εν λόγω «αφέντης» είναι ιερό πρόσωπο με θρησκευτική σημασία, δεδομένου ότι σε όλες τις ανάλογες τελετουργίες τα ζώα που αφορούν το θεϊκό πρόσωπο, θυσιαζόμενα ή άλλα, πρέπει να έχουν αυτές τις «παρθενικές» ιδιότητες (βλ. ενδεικτικά Μέγας 1912). Ως προς το ιστορικό βάθος αυτών των τραγουδιών, η φράση μας παραπέμπει τουλάχιστον στο βυζάντιο, αφού σε λαϊκά στιχουργήματα του τέλους του 13ου-αρχές 14ου αιώνα, που αφορούν ζώα, έχουμε παρόμοιες εκφράσεις: ..με σέλας χρυσοκόλλητας και αργυροδεμένας / χαλιναροκαπίστελα αργυροχρυσωμένα / με εντελιμπροστέλλινα με το χρυσοπετάλιν…(βλ. Tsiouni 1972: 97, στιχ. αρ. 759-761· σε σχετική υπόδειξη της συγγραφέως και συναδέλφου οφείλω και την αρχή του μίτου για την ερμηνεία της φράσης στο τραγούδι και την ευχαριστώ). Η φράση ενίοτε προσλαμβάνεται από τους σημερινούς τελεστές, ίσως λόγω ομοηχίας, και ως: το Έλληνο προσέλληνο. Δηλαδή -ως ερμηνεία ή φαντασιακή κατασκευή- ότι το έθιμο προέρχεται και αφορά τη συγκεκριμένη, ελληνική εθνοπολιτισμική παράδοση (και θρησκευτική, με την έννοια ότι παραπέμπει στην αρχαία παγανιστική-ειδωλολατρική) διαχρονικά, σε μια αναπομπή πολύ βαθιά στο παρελθόν, κατ’ αναλογίαν ίσως προς το: πάππου προσπάππου, δηλωτικό αντίστοιχης διαχρονικής οικογενειακής καταγωγής (πβ. Κακριδής 1997· Λεοντή 1998).


[6]Ο στίχος με τον εθνοπολιτισμικό όρο Φραγκοπούλες αναπέμπει στο Φραγκικό ιστορικό παρελθόν αλλά κυρίως (όπως συμβαίνει και με άλλες τέτοιες ομάδες) αναδεικνύει την ανάλογη, ως προς τη συγκεκριμένη κάθε φορά σημασιοδότηση, παραβατική, κατά κανόνα λόγω ετερότητας (κατά τα συγκεκριμένα πολιτισμικά πρότυπα), συμπεριφορά. Στα λατρευτικά τραγούδια όμως αυτή η εθνοπολιτισμική ετερότητα χρησιμοποιείται και για να δηλώσει ταυτόχρονα και μεταφυσική ετερότητα, δηλαδή δαιμονικά ή θεϊκά όντα, αρσενικού ή θηλυκού γένους, με τελετουργικά παραβατική συμπεριφορά (βλ. και Ψυχογιού 1998: 105, σημ. αρ.20, 2000: 203, σημ. αρ.96).


[7]Τραγουδιέται: α-να-ποκ’μιέτι= αποκοιμιέται, τον παίρνει ο ύπνος. Ο στίχος αφορά τον τελετουργικό/μυητικό ύπνο-θάνατο του ιερού θεϊκού προσώπου, όπως προκύπτει και από άλλη παραλλαγή από τη Δυτική Ελλάδα (Σούλι Ηπείρου, Λουκόπουλος 1933, χ/φο 976: 61): …για παίζοντας, για νεύοντας, αποκοιμήθ’ Αφέντης. / -Για σήκω, σήκ’ Αφέντη μου και μη βαριά κοιμάσαι / η μια σου παίρνει τ’ άλογο, η άλλη…….[λείπει] κι η τρίτη κ’ η καλύτερη, επαίρει τον Αφέντη… όπου αναδεικνύεται και η τελετουργική, μέσω της ερωτικής, γονιμικής πράξης ή ιερογαμίας (που εδώ υποδηλώνεται με το επαίρει τον Αφέντη) ανάστασή του. Η χρήση λέξεων όπως Αφέντης (ή και δεσπότης, κυρά κ.ά. δηλωτικά ιεράρχησης αλλά και κάποια κύρια ονόματα προσώπων) στα τελετουργικά λατρευτικά τραγούδια πρέπει να μας υποψιάζει πως μπορεί να μην αφορά κοινωνική (ή μόνο κοινωνική) αλλά και ιερατική διάκριση με θρησκευτική, μεταφυσική σημασία. Εύγλωττοι εξάλλου, ως προς το θείο πρόσωπο που αφορούν, είναι και οι στίχοι του σχετικού παιδικού αγερμού που γίνεται στη Βόνιτσα και αφορούν τον «Λάζαρο» ως το συγκεκριμένο θείο ή δαιμονικό όν που προσωποποιεί μάλλον το χωμένο στη γη σπόρο: Ήρθ ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια / ήρθι η γιορτή μεγάλη κι άγια./ -Πού ’σουν Λάζαρι, στη γη κρυμμένους / κι στου χώμα ανακατεμένους…(βλ. Παράρτημα, σελ….). Ο συγκεκριμένος στίχος με τον ύπνο του αφέντη στις επόμενες επιτελέσεις συχνά παραλείφθηκε, χάριν συντομίας ίσως -ιδιαίτερα προς το τέλος της περιήγησης- για εξοικονόμηση δυνάμεων λόγω κόπωσης (ή για κάποιο άλλο λόγο που δεν μπόρεσα ακόμα να διερευνήσω, αφού οι αλλαγές στη ζωντανή επιτέλεση των τραγουδιών δεν στερούνται τελετουργικής σημασίας· βλ. π.χ. υποσημ. αρ. 96· βλ. και Ψυχογιού 1998: 104, σημ. αρ.17).


[8] Τυπικός, επαναλαμβανόμενος περιοδικά, στίχος στα αρθρωτά πολύστιχα τελετουργικά τραγούδια που υποδηλώνει αλλαγή θεματικής ενότητας ή προσώπου (είτε τελεστή είτε αυτού που αφορά η τελετουργία), συνήθης στους θρήνους (πβ. …ας το γυρίσω κι ας το ειπώ κι αλλιώς το μοιργιολόι… βλ. Ψυχογιού 1998: 92, 82-91).


[9] Στην οικογένεια υπάρχουν περισσότερα από ένα αγόρια σε ηλικία γάμου.


[10] Οι συμβολικές φράσεις παίρνω ή φιλώ τα μαύρα μάτια (αναφορικά με τους άντρες) και δίνω ταμαύρα μάτια (αναφορικά με τις γυναίκες) στα δημοτικά τραγούδια, κωδικοποιούν την ερωτική συνουσία (βλ. και Ψυχογιού 1999: 52, σημ. αρ. 34, 2004Α).


[11] Ίσως παραφθορά του Τούρναβος (χωριό στην ΄Ηπειρο, κοντά στην Πυρσόγιαννη) ή του ποταμού Δούναβη.


[12] Πρόκειται για τις ευχές που λένε οι καλαντιστές και έχουν ηχογραφηθεί. Οι νοικοκυραίοι =όταν είναι ξύπνιοι και ανοίξουν την πόρτα- αντεύχονται.


[13] Το σπίτι έχει περισσότερα του ενός παιδιά «στα ξένα». Όπου «ξένα» μπορεί να είναι π.χ. η Αυστραλία αλλά και το κοντινό Αγρίνιο, τελετουργικά σημασία έχει δηλαδή η απουσία και όχι η απόσταση (βλ. και μαρτυρία αρ. 2, στο Επίμετρο Β΄).


[14] Κιντέρι ή κεντέρι (λεξη τουρκική): στενοχώρια, βάσανο, καημός (αρχείο λέξεων ΚΣΙΛ).


[15] Στην οικογένεια υπάρχουν περισσότερα από ένα αγόρια σε ηλικία γάμου.


[16] Η οικογένεια έχει γιο πρόσφατα αρραβωνιασμένο.


[17] Αφορά τους νεαρούς, σε σχολική ηλικία, βλαστούς της οικογένειας..


[18] Η οικογένεια έχει κόρη σε ηλικία γάμου.


[19] Στη νοικοκυρά του σπιτιού οι στίχοι αναφέρονται πάντα σχετικά με την ιδιότητά της ως μάνας, ή, αν δεν έχει ακόμα τεκνοποιήσει, αφορούν την επίτευξη αυτού του σκοπού (βλ. και παρακάτω, το τραγούδι στο σπίτι αρ. 12).


[20] Το συγκεκριμένο φερώνυμο παιδί της οικογένειας, για το οποίο οι καλαντιστές, όπως εξήγησαν, γνωρίζουν (λόγω και κακής απόδοσης στο σχολείο) ότι δεν «τα πάει» και τόσο πολύ τα γράμματα.


[21] Η συγκεκριμένη οικοδέσποινα, αρκετά χρόνια παντρεμένη, δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμα (δεν θα ξεχάσω την έκφραση του προσώπου της, καθώς άκουγε το τραγούδι· εδώ αναδεικνύεται και πάλι το αμφίσημο νόημα της τελετουργίας: αφενός η μαγική, ευχετική σκοπιμότητα των λόγων, απ’ την άλλη μια σκληρότητα ως προς το κοινωνικά δέον, που αγνοεί τις προσωπικές ευαισθησίες των καλαντιζόμενων, πράγμα που βαρύνει και το ρόλο του αρχηγού). Έπονται συμβολικές προτροπές, προφανώς προκειμένου η εν λόγω «κυρά» να διεγείρει ερωτικά τον άντρα της, ώστε ν’ αποκτήσει το ζευγάρι το πολυπόθητο παιδί. Με τον τρόπο αυτό, η τελετουργία συνδέεται και με την τελετουργία της γέννησης (Ψυχογιού 2000:199: υποσημ. αρ. 9).


[22] Στίχοι προσαρμοσμένοι στις κόρες της συγκεκριμένης οικογένειας αλλά και τη νεότερη πραγματικότητα, αφού στα λαϊκά κυρίως στρώματα ήταν παλιότερα δεδομένος ο γυναικείος αναλφαβητισμός. Μοναδικός προορισμός των «κοπελών», όπως παντού στην ελληνική προβιομηχανική κοινωνία, ήταν ο γάμος και η τεκνοποίηση.


[23] Στην οικογένεια υπάρχει ένα αγόρι σε ηλικία γάμου.


[24] Στίχος σκωπτικός για τον συγκεκριμένο νοικοκύρη. Πρόκειται για αυτόν που ήθελε να μπει στην αγερμική ομάδα και του αρνήθηκαν. Εδώ, για να τον περιπαίξουν, παραλλάσσουν ένα τυπικό στίχο του τραγουδιού: …−Αφέντ’ αφέντ’ ολάφεντε πέντε βολές αφέντη / πέντε βολές αφέντεψες και πάλ’ αφέντης είσαι … (βλ. και υποσημ. αρ. 42) προσαρμόζοντάς τον στο βίο και το χαρακτήρα του -όπως αυτοί τον προσλαμβάνουν κοινωνικά- με τον οποίο τον «στόλισαν» -κατά την έκφρασή τους- τραγουδώντας. Εκείνος ξύπνησε, βγήκε γελώντας και μας κέρασε λέγοντας αστεία Ταυτόχρονα όμως εμπόδιζε –αστειευόμενος αλλά και με ανταποδοτική διάθεση- την ομάδα να συνεχίσει την πορεία της, πράγμα ενδεικτικό και των απρόοπτων ή και επικίνδυνων ακόμα καταστάσεων που μπορεί να προκύψουν κατά την περιήγηση, καθώς και των δύσκολων χειρισμών που απαιτούν.


[25] Είναι αξιοσημείωτο ότι ο στίχος επαναλαμβάνεται στερεότυπα ακόμα και σε σπίτια, όπως εδώ, που ο σύζυγος είναι χρόνια πεθαμένος και αφορά πλέον τον –ξενιτεμένο στη συγκεκριμένη περίπτωση- μεγαλύτερο γιό.


[26] Ο στίχος απευθύνεται στην, παρούσα κατά τον αγερμό, μεγαλύτερη από τις δύο κόρες του σπιτιού, που είναι -σύμφωνα πάντοτε με τα πολιτισμικά δεδομένα του τραγουδιού – σε ηλικία γάμου. Παρόλο που η συγκεκριμένη «κοπέλα», φοιτήτρια, είναι περίπου πέντε χρόνια μεγαλύτερη από τον μαθητή γιό, αυτός -παρών επίσης- αναφέρεται πρώτος, δεδομένης της έμφασης στην πατριαρχικότητα στην περιοχή, που συνάδει και με τα πολιτισμικά δεδομένα του τραγουδιού.


[27]Επαναλαμβάνω εδώ όλους τους εισαγωγικούς στίχους για να αναδείξω πώς τους διαφοροποιεί τελετουργικά η αλλαγή μιας μόνο λέξης, της λέξης αφέντη που υποκαθίσταται από τη λέξημπουρέντι, (η λέξη δεν είναι αποδελτιωμένη στο Αρχείο του ΚΣΙΛ, ίσως αποτελεί παραφθορά του ταμπουράς ή και να την δημιούργησε εκείνη τη στιγμή, ομοιοκατάληκτα με το αφέντη, ο αρχηγός) προφανώς λόγω της ιερής χριστιανικής ιδιότητας του νοικοκύρη, που είναι γέροντας παπάς. Δηλαδή εδώ η μικρότερη Φραγκοπούλα δεν «παίζει» (γονιμικά), δεν ερωτοτροπεί, με τον «αφέντη» αλλά με το «μπουρέντι», δεδομένης και της πολύσημης χρήσης του ρήματος «παίζω». Επισημαίνω εδώ ότι λόγω του ότι η ομάδα έφθασε στο εν λόγω σπίτι χαράματα, ο παπάς-νοικοκύρης είναι απών, γιατί έχει μεταβεί ήδη στην εκκλησία, όπως μας πληροφόρησε η παπαδιά. Ο αρχηγός της ομάδας σχολίασε την πληροφορία, λέγοντας πως θ’ αρχίσει ο παπάς τη λειτουργία (της χριστιανικής γιορτής του Λαζάρου) χωρίς τον ψάλτη, μια που ο τελευταίος συμμετείχε ακόμα στον αγερμό. Έτσι ο νεαρός ψάλτης πέρασε μετά από λίγο από τη μαγικοθρησκευτική στην εκκλησιαστική-χριστιανική τελετουργία, διακονώντας ισότιμα −και επίσημα− και τις δύο λατρευτικές παραδόσεις.


[28] Ο εν λόγω νοικοκύρης μένει στο σπίτι με ενοίκιο.


Πηγή : http://fiestaperpetua.blogspot.gr/
myvonitsa