Η ιστορική αναίρεση της συλλογικής ενοχής - Η θεία βούληση δεν προκαθορίζει μόνο τη δουλεία, αλλά και την άρση της
Του αειμνήστου ιστορικού Σπ. Ι. Ασδραχα....
Πρόκειται για τον αφανή Χριστόφορο Κοντό (1833-1869). Ηταν ένας άτυχος άνθρωπος: ορφανεμένος από παιδί, καλογερεύει και συγχρόνως σπουδάζει στη Βόνιτσα, στο Μεσολόγγι, στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε στη Ζαβέρδα του Ξηρομέρου και πέθανε φυματικός στη Λειψία. Από το 1867 αναγγέλλει ότι γράφει ή ότι έχει γράψει μια ιστορία της Αιτωλοακαρνανίας. Πρόκειται για ένα αδέξιο σύνθεμα που φέρει τον τίτλο «Αιτωλία και Ακαρνανία του Μεσαιώνος» και τη χρονολογία 1868. Αποσπώ από το ιδιόγραφον του Κοντού τα εξής:
«Αφ ης εποχής οι λαοί της Ηπείρου και ιδίως της Αιτωλο-Ακαρνανίας έγνωσαν ότι συνεπληρώθησαν αι ποιναί της δουλείας και εξεκάμφθη πλέον η άκαμπτος του Θεού οργή και ήρχισαν να διασείσωσι τα δεσμά της δουλείας, πολλοί κατεδείχθησαν τότε πρωτομάρτυρες και πρωταθληταί μεγάλου τούτου έργου».....
Λέγαμε σε προηγούμενο σημείωμα ότι η συλλογική αμαρτία συνεπάγεται τη συλλογική ενοχή και ότι η αποδοχή της τελευταίας έχει ως παρεπόμενο την αποδοχή της υποδούλωσης• ότι ακόμη η αποδοχή της αποπλήρωσης των αμαρτημάτων γινόταν εργαλείο για την ανατροπή της υποδούλωσης. Ας θυμίσουμε ότι ανάμεσα στα σημαινόμενα της λέξης «αμαρτία» και των παραγώγων της είναι η έννοια του «λάθους»: αμαρτάνω, τουτέστι «λαθεύω». Κάποτε κάναμε ένα λάθος και κατόπιν το πληρώνουμε. Απατώντας και αυταπατώμενοι, μπαίνουμε ανέτοιμοι στην Ευρωπαϊκή «Ενωση», δηλαδή σε ένα σύνολο ηγεμονικών και ηγεμονευόμενων οικονομικών, χωρίς η δική μας οικονομία να ανήκει στις ηγεμονικές. Κι ακόμη περισσότερο: χωρίς η δική μας κοινωνία να είναι δομικώς αντίστοιχη με εκείνες του συνόλου στο οποίο ενταχθήκαμε. Ελπίσαμε, όχι χωρίς δόλο, ότι θα επωφελούμαστε από τις λειτουργικές ομοιότητες μιας Δημοκρατίας που φάνταζε κοινή αλλά είχε διαφορετικά (και αντιθετικά) εδράσματα. Κάποιοι έντιμοι αλλά αφελείς πίστευαν ότι θα κερδίσουμε το ιστορικό στοίχημα της επιτάχυνσης κι ακόμη ότι σε συνθήκες κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου η πολιτική θα μπορούσε να ποδηγετήσει την οικονομία. Σήμερα γίναμε η «παλιόψαθα των Εθνών», όπως έλεγε ο Μακρυγιάννης. Πώς όμως οι τρίσαβοί μας αναίρεσαν το στοίχημα της αμαρτίας; Θα ανασύρω δύο μόνο παραδείγματα.
Υποδούλωση και Επανάσταση: «ήτον προμελετημένον και προκηρυγμένον να γένη κ’ εκείνο και τούτο, ήγουν και η πτώσις και η ανάστασις της δόξης του γένους μας, κρίμασιν οις οίδε Κύριος». Αυτά γράφονται στα 1823, όταν η Επανάσταση του 1821 δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση στη Θεσσαλία και, από μια στιγμή και ύστερα, στο Πήλιο. Συγγραφέας είναι ο Νέος Ιατρός, δηλαδή ο Χριστόδουλος Κονομάτης από το χωριό Καλωτά του Ζαγοριού (1782 - c. 1849). Πρόκειται για μια επιστολή με αποδέκτη τον Ιωάννη Οικονόμου, τον Λαρισσαίο, επιλεγόμενο Λογιώτατος (c. 1782-1842). Ο Ιωάννης Οικονόμου συγκρότησε έναν κώδικα με «επιστολές διαφόρων» που εκδόθηκε το 1964. Δεν νομίζω ότι, παρά τις επί μέρους επισημάνσεις που έγιναν, αυτή η συναγωγή επιστολών του Οικονόμου αξιοποιήθηκε στον βαθμό όπου της ταιριάζει. Ωστόσο, δεν είναι εδώ ο τόπος για να θέσουμε το ζήτημα αυτό. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι η εθνικοποίηση μιας παραδοσιακής προνοιακής πρόσληψης της ιστορίας: πρόσληψη αντιθετική.
Από το ένα μέρος η αποδοχή της οθωμανικής κατάκτησης• από το άλλο η αναίρεσή της. Και οι δύο βάσει της ίδιας πρόσληψης, ότι δηλαδή η ιστορία ανήκει στη θεία πρόνοια.
Οιονεί ελεύθεροι
Βεβαίως ούτε ο Κονομάτης ούτε ο Οικονόμος πίστευαν στην προνοιακή ιστορία: ο Νέος Ιατρός τη χρησιμοποιεί για να αναιρέσει την επιχειρηματολογία όσων απέρριπταν την επανάσταση επικαλούμενοι την προδιαγραφή της ιστορίας από τη θεία βούληση που γι’ αυτούς εδραίωνε την κατάκτηση, την υποταγή στη θέληση του νομιμοποιημένου κατακτητή. Μαζί του οι κατακτημένοι ζούσαν ήσυχοι και οιονεί ελεύθεροι. Το μοτίβο αυτό διατρέχει τον νεοελληνικό ιστορικό προβληματισμό και την επείσακτη ιστοριογραφία και μάλιστα εκείνη που ανήκει στη λεγόμενη δημόσια ιστορία, αλλά γι’ αυτό ίσως άλλοτε.
Οι δύο αλληλογράφοι, ο Χριστόδουλος Κονομάτης και ο Ιωάννης Οικονόμου, είναι άνθρωποι των Φώτων. Στη γραμματαλλαγή τους (μια παλιά λέξη που αντικαταστάθηκε από την αλληλογραφία) επικαλούνται ονόματα και έννοιες του γαλλικού Διαφωτισμού. Ωστόσο ο Κονομάτης συνδέεται με μια επίσης παλιά παράδοση, εκείνη της ελπίδας ή της υποταγής που αναζητούσε το αποδεικτικό της έρεισμα στην ερμηνεία των Χρησμών και της Αποκάλυψης: για να αντιταχθεί, ο Κονομάτης, στην αποδοχή του μοιραίου που θεωρητικοποιούσε η «Πατρική διδασκαλία» ή ο Κύριλλος πατρεύς και τόσοι άλλοι.
Ο Κονομάτης μέσω της προσποιητής αποδοχής της προνοιακής πρόσληψης της ιστορίας εισάγει μιαν ερμηνεία της ιστορίας: η τουρκική κατάκτηση ήταν η απάντηση στην ελληνική εξάπλωση που φορέας της ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος: η Ασία εκδικούνταν την Ευρώπη (όπως θα έλεγε κανείς με σημερινούς όρους). Η Ασία, δηλαδή η οθωμανική Αυτοκρατορία, εδραίωνε την κατάκτηση μέσω της υλικής συντήρησης αλλά και μέσω της αδρανοποίησης και οιονεί εκφυλισμού των κατακτημένων. Σήμερα θα λέγαμε μέσω της αποπτώχευσης όπως ήδη είχε πει ο Νεκτάριος Τέρπος στο πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα, διατεινόμενος ότι η σωτηρία βρίσκεται στο Επέκεινα, αλλ’ ότι στον παρόντα χρόνο οι κατακτημένοι θα έπρεπε να είναι δίκαιοι, να μην κλέφτουν στο ζύγι, να απαρνούνται την οριζόντια κοινωνική κινητικότητα και συνεπώς και την κάθετη.
Οι δύο αλληλογράφοι δεν ανήκουν στις κορυφές της διανόησης: είναι οι μέσοι όροι των φώτων που έχουν διαμορφώσει εθνική συνείδηση, καθώς μάλιστα ζουν στην ώρα της εθνικής επανάστασης.
Αφανής και ταπεινός
Αργότερα, αφού ήδη είχε εγκαθιδρυθεί το ελληνικό κράτος, ένας ταπεινότερος από τον Κονομάτη μάρτυρας θα επανέλθει στην εθνικοποιημένη πρόσληψη της προνομιακής ιστορίας. Δεν είναι ο μόνος, αλλά στο σημείωμα αυτό δεν αναφέρομαι στα κορφοβούνια αλλά στις ρίζες των βουνών.
Πρόκειται για τον αφανή Χριστόφορο Κοντό (1833-1869).
Ηταν ένας άτυχος άνθρωπος: ορφανεμένος από παιδί, καλογερεύει και συγχρόνως σπουδάζει στη Βόνιτσα, στο Μεσολόγγι, στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε στη Ζαβέρδα του Ξηρομέρου και πέθανε φυματικός στη Λειψία. Από το 1867 αναγγέλλει ότι γράφει ή ότι έχει γράψει μια ιστορία της Αιτωλοακαρνανίας. Πρόκειται για ένα αδέξιο σύνθεμα που φέρει τον τίτλο «Αιτωλία και Ακαρνανία του Μεσαιώνος» και τη χρονολογία 1868. Αποσπώ από το ιδιόγραφον του Κοντού τα εξής:
«Αφ ης εποχής οι λαοί της Ηπείρου και ιδίως της Αιτωλο-Ακαρνανίας έγνωσαν ότι συνεπληρώθησαν αι ποιναί της δουλείας και εξεκάμφθη πλέον η άκαμπτος του Θεού οργή και ήρχισαν να διασείσωσι τα δεσμά της δουλείας, πολλοί κατεδείχθησαν τότε πρωτομάρτυρες και πρωταθληταί μεγάλου τούτου έργου».
Οι Κλέφτες
Το μεγάλο έργο ήταν η Επανάσταση του 1821• πρώτοι μάρτυρες και πρωταθλητές οι εξεγερμένοι και οι ανυπότακτοι, δηλαδή οι Κλέφτες που έχουν ήδη μπει, παρά τις προυχοντικές ενστάσεις στο εθνικό Πάνθεον. Στην ίδια γραμμή είναι, καθώς είπαμε, η ερμηνεία του Νέου Ιατρού και του αλληλογράφου του. Κάποια στιγμή σταματά η θεία Νέμεσις που την είχαν προκαλέσει οι αμαρτίες του γένους. Η προνοιακή πρόσληψη της ιστορίας ισχύει ή χρησιμοποιείται ως όπλο, χωρίς γι’ αυτό να γίνεται αποδεκτή. Ο άτυχος Χριστόφορος Κοντός πιστεύει ότι τα ανθρώπινα πεπραγμένα απορρέουν από τη θεία βούληση, τον τιμωρό Σαβαθώθ. Ο διαφωτισμένος Νέος Ιατρός εργαλειοποιεί αυτή την ιστορική ερμηνεία, χωρίς να την αποδέχεται, για να πει στους διστακτικούς ή τους αντίθετους στην επανάσταση ότι η ερμηνεία τους δεν είναι μονοδιάστατη: η θεία βούληση δεν προκαθορίζει μόνο τη δουλεία, αλλά και την άρση της.
Υστερόγραφο. Σε παλαιότερο σημείωμα («Κ» 17.4.2011) η κακογραφία μου μετάτρεψε το Kaz Dag σε Koz Dag, κι έτσι το Χηνοβούνι έγινε Καρυδοβούνι. Με την ευκαιρία ας σημειωθεί ότι το διαδεδομένο όνομα Κάσδαγλης είναι καταγωγικό μεταπεσμένο σε οικογενειακό. Κοιτίδα συνεπώς όσων το φέρουν το Καζ Νταγ.
Πηγή: http://news.kathimerini.gr/