Tις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ' τους άλλουν θεν' παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ' αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
...τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια δεκάρα
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνουν με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας το χοντρό τον κινητή,
την έχω βαρεθεί.
Και τι θα κάναμε χωρίς αυτούς όλους
τους Γερμανούς, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δε γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες
κόβουν στα μέτρα τους, τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς
με ιδεώδεις υποταχτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσκος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ, μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στα όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας το χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα 'χουνε πλακάκια,
σα χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας το χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα 'χουνε πλακάκια,
σα χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.