Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Η καρδιά μου «χτυπάει ακόμη»… στο πατρικό που γεννήθηκα!

Στη φωτογραφία του 1965 ο παππούς Γιάννης 
Σκλαβενίτης και η γιαγιά Δήμητρα στην αυλή 
του πατρικού σπιτιού στη Κατούνα με τα τέσσερα 
εγγόνια τους από αριστερά: τα αδέρφια
Νίκο, Κώστα, Γιάννη Σκλαβενίτη και 
στην αγκαλιά τη Θεοδώρα Λάζαρη.
 Οι παιδικές αναμνήσεις για όσους γεννήθηκαν σε κάποιο χωριό είναι κάτι το ιδιαίτερο κάτι το ξεχωριστό απ όσους γεννήθηκαν σε μια μεγάλη πόλη και συγκεκριμένα σε κάποιο μαιευτήριο.
Θα αναφερθώ στα δικά μου παιδικά χρόνια της δεκαετίας του ’60 που έχουν συνδυαστεί με το χωριό Κατούνα Λευκάδας και το σπίτι που γεννήθηκα. Ένα σπίτι στο οποίο με τη βοήθεια μιας πρακτικής μαίας ήρθα στο κόσμο κι εκεί πήρα τη πρώτη ανάσα, έριξα το πρώτο κλάμα, τη πρώτη ματιά.
Έτσι σχεδόν γεννηθήκαμε όσοι μεγαλώσαμε στα χωριά την χρονική περίοδο που ανέφερα αλλά και οι προηγούμενοι από εμάς.

Θεωρώ τύχη, ας μου επιτραπεί που γεννήθηκα έστω με ελλιπή ιατρική παρακολούθηση σε χωριό και έχω παιδικές αναμνήσεις ανεξίτηλες χαραγμένες στο μυαλό μου, από το πατρικό σπίτι, την αυλή του, τη γειτονιά του και γενικότερα το ίδιο το χωριό με το σχολείο που μάθαμε τα πρώτα γράμματα, με τη πλατεία που παίξαμε τα παιχνίδια της εποχής, τα σοκάκια που περπατήσαμε, τους συγχωριανούς στα καφενεία, ακόμη και τις «εξορμήσεις» στα χωράφια για να βρούμε φρούτα να φάμε κι ας ήταν ξένα.
Όλα όσα προανέφερα είναι καταχωρημένα στο μυαλό μου με πάρα πολλές λεπτομέρειες, ωστόσο ξεχωρίζω από όλα αυτά όπως και οι περισσότεροι πιστεύω το πατρικό σπίτι και κατόπιν το σχολείο που μάθαμε τα πρώτα γράμματα στη πανοραμική θέση Αλώνια.
Το πατρικό μου που θα αναφερθώ παρ ότι σήμερα δεν ανήκει σε μένα ή κάποιον άλλον από την οικογένειά μας είναι το μέρος που θέλω να βλέπω κάθε φορά που ανηφορίζω στη Κατούνα.
Θέλω να αντικρίσω το δωμάτιο που γεννήθηκα, την αυλή που μπουσούλησα, περπάτησα και έπαιξα, ακόμη να δω και τη «κουφάλα» της ελιάς που υπάρχει και την είχα κρυψώνα για διάφορα χειροποίητα παιχνίδια που είχαμε τότε.
Σήμερα το διώροφο σπίτι αυτό έχει αλλάξει, ωστόσο η δομή του παραμένει ίδια με την πέτρινη σκάλα που όλοι μας φάγαμε τις κολοτούμπες μας, τη ξύλινη βεράντα του και την αυλή του. Μία αυλή που γέμιζε παιδικές φωνές από εμένα τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια μου, ξαδέρφια αλλά και παιδιά της γειτονιάς.
Είμαστε μεγάλη οικογένεια και ζούσαμε με το παππού, τη γιαγιά, και αδέρφια του πατέρα μου. Δύσκολα χρόνια χωρίς ρεύμα και χωρίς κάποια οικονομική άνεση διότι τα εισοδήματα προέρχονταν από τη θάλασσα και τις ελιές.
Οι δυσκολίες πέρασαν όπως και τα παιδικά χρόνια αλλά εκείνο που έμεινε τελικά είναι οι καλές αναμνήσεις απ αυτό το σπίτι με το παππού αλλά κυρίως τη γιαγιά που πάντα μας προστάτευε μέσα στη ποδιά της όταν τρέχαμε για να γλυτώσουμε τις «ψιλές» για τις ζαβολιές που σαν παιδιά κάναμε.
Το 1970 κατοικήσαμε στη Λυγιά σε ένα σπίτι νεόκτιστο. Έζησα εκεί τα υπόλοιπα χρόνια μέχρι να τελειώσω το γυμνάσιο.
Τίποτε δεν έχω στο μυαλό μου απ αυτό ώστε να με συγκινεί ιδιαίτερα και να αισθανθώ να κάνω κάποια αναφορά παρ ότι μας ανήκει.
«Η καρδιά μου χτυπάει ακόμη » στο παλιό πατρικό που γεννήθηκα.
aromalefkadas
Γράφει ο Κώστας
Σκλαβενίτης

google page rank