ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΡΧΕΙΟ
Κλεφταρματολός από την Κατούνα Ξηρομέρου. Ο πιο γνωστός και σημαντικός με ευρεία δράση στη Δυτική Ελλάδα προς το τέλος του ΙΖ΄ αιώνα, στην εποχή που, με την υποκίνηση και την υποστήριξη των Ενετών, εκδηλώθηκε μια από τις σημαντικότερε; εξεγέρσεις του Ελληνισμού κατά των Τούρκων από το σκλαβωμό του έθνους μέχρι την Εθνεγερσία του 1821. Το οικογενειακό του επώνυμο είναι άγνωστο. Έμεινε γνωστός με το παρωνύμιο Μεϊντανής, που προέρχεται από την τουρκική λέξη «μεϊντάν» (= πλατεία) και σήμαινε από τότε τον αντάρτη, τον ανυπότακτο, τον άνθρωπο που αντιστέκεται στην εξουσία, χαρακτηρίζοντας προσφυώς τον άνδρα για την έκδηλη επαναστατική συμπεριφορά του. Το όνομα δεν φαίνεται να έχει σχέση με το σύστημα των «μεϊντάνηδων» (=αγροφυλάκων) που είχαν οργανώσει οι Ενετοί μετά την από το 1684 κατάληψη τμημάτων της Δυτικής Στερεάς, ή με τον χαρακτηρισμό με το όνομα αυτό των κλεφτών που έμπαιναν στην υπηρεσία των Ενετών, γιατί όταν ο Πάνος Μεϊντάνης συνεργάθηκε με τους Ενετούς κατά των Τούρκων ήταν ήδη γνωστός και προφανώς με το όνομα αυτό κλεφταρματολός.
Εξάλλου και από το γεγονός που μνημονεύει ο Διον. Μιτάκης («Πάνος Μεϊντάνης» περ. «Στερά Ελλάς», Οκτώβριος 1990), μεταφέροντας σχετικό απόσπασμα από το «δοκίμιο» του Κ. Σάθα «Η κατά τον ΙΖ΄ αιώνα επανάστασις της Ελληνικής Φυλής, 1684-1715», Αθ. 1805», ότι ο Μεϊντάνης συνελήφθη από τους Ενετούς «διαρκούσης της πολιορκίας της Κρήτης», προκύπτει ότι η δράση του τελευταίου ως κλεφταρματολού κατά των Τούρκων στην Ακαρνανία αλλά και κατά των Ενετών στη θάλασσα, θα πρέπει να είχε αρχίσει πριν από το 1669, αφού είναι γνωστό ότι η πολιορκία του Ηρακλείου κράτησε από το 1648 ως το 1669 και ότι πιθανώς ο χρόνος της γέννησης του θα ήταν γύρω στο 1640.
Η σύλληψη του Μεϊντάνη από τους Ενετούς και όσα ακολούθησαν αποτέλεσαν κρίσιμη καμπή στη ζωή του κι έδωσαν αποφασιστική τροπή στην επαναστατική δράση του. Η εξιστόρησή τους από τον Κ. Σάθα («Τουρκοκρατούμενη Ελλάς» Αθ. 1869, σελ. 313) στο σημείο που αναφέρεται στις προετοιμασίες του Μοροζίνη για την εκπόρθηση της Λευκάδας και στην ανάγκη αποβίβασης δυνάμεων στην Ακαρνανία για την επιτυχία του σκοπού αυτού, εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
«Μετά του Μοροζίνη συνεστράτευον τότε και τρεις αρματολοί της Στερεάς Ελλάδος, Αγγελής ο Σουμίλας ή Βλάχος εξ Ιωαννίνων. Πάνος ο Μεϊντάνης εκ Κατούνας της Ακαρνανίας και το Μικρό Χορμόπουλο εξ Αγράφων. Ούτοι ενοχοποιηθέντες προηγουμένως κατά των Τούρκων περιεφέροντο ως αντάρται εν Ακαρνανία, προσβάλλοντες εξίσου τους Οθωμανούς και τους Ενετούς. Αλλ’ η Ενετική δημοκρατία κατώρθωσεν ίνα συλλαβή δια προδοσίας αυτούς κατά τα παράλια της Βονίτσης. Ενώ δε ούτοι δέσμίοι. εφέροντο επί ενετικής γαλέρας, αλγερινή φούστα παρουσιασθείσα κατά τα παραλία της Δαλματίας προσεκάλεσεν εις παράδοσιν τους Ενετούς, οίτινες μετά μακρόν ακροβολισμόν ενέδωσαν εις το υπερβάλλον των πολεμίων.
Οι αιχμάλωτοι αρματολοί ακούσαντες τον θόρυβον ηρώτησαν ναύτην τινά περί της αιτίας και μαθόντες τα συμβαίνοντα παρεκάλεσαν αυτόν να διαβιβάση εις τον πλοίαρχον ότι, εάν συνήνει να λύση τα δεσμά και τοις δώση τα όπλα αυτών, ανελάμβανον τον κατά των Αλγερινών πόλεμον. Ο πλοίαρχος, συλλογιζόμενος ότι ούτω και άλλως ήθελον απολεσθή και αναγωρίζων άμα την φήμην των δεσμωτών, παρεδέχθη το αίτημα. Αφού δε οι αρματολοί απηλευθερώθησαν και έλαβον ανά χείρας τα προσφιλή των όπλα, έπηδησαν πυροβολούντες και αγρίως αλαλάζοντες επί της κατ' εκείνην την στιγμήν προσεγγισάσης προς παραλαβήν των αιχμαλώτων φούστας. Οι Ενετοί, ενθαρρυνθέντες εκ του παραδείγματος των Ελλήνων, παρηκολούθησαν αυτούς και μετ' ου πολύ εκ των Αλγερινών οι μεν εφονεύθησαν, οι δε ηχμαλωτίσθησαν. Μετά δε τούτο οι νικηταί, θέσαντες όπισθεν της γαλέρας το πειρατικόν πλοίον, εν θριάμβω εισήλθον εις Ενετίαν, ένθα ο πλοίαρχος εκτιμών το μέγεθος της προσφερθείσης υπηρεσίας ανέφερε μετά μεγίστων επαίνων εις την Πολιτείαν, ήτις αντήμειψε γενναίως τους τρεις αρματολούς, επιχορηγήσασα αυτοίς βαθμούς και γαίας. Περί τούτου διεσώθη και το εξής δημοτικόν άσμα:
«Μη νάνε χιόνια στα βουνά,
μη νάν' πανιά απλωμένα;
Μη νάν’ Αγγελής πώρχεται,
Αγγελής και Μεϊντάνης
και το μικρό Χορμόπουλο
πώρχετ' από τ’ Άγραφα,
με τα μπαϊράκια ανοικτά
τα κόκκινα τα άσπρα;
Στην Άρτα πάν κι εκόνεψαν,
στη Βόνιτσα τους πιάνουν.
Μια φούστα εζαγνάντιασε ....».
Και το δημοτικό τραγούδι. συνέχιζε, όπως παραδόθηκε αργότερα ολοκληρωμένο, την ποιητική εξιστόρηση των παραπάνω περιστατικών, κατακυρώνοντας την ιστορικότητα τους, την οποία είναι προφανές ότι αποδέχεται πλήρως ο Κ. Σάθας στην παραπάνω αφηγητή του, αποφεύγοντας ν’ αναφερθεί σε προφορική παράδοση, όπως έκαμε κατά τη σχετική εξιστόρηση στο προγενέστερο δοκίμιο του για την Επανάσταση στον ΙΖ΄ αιώνα.
Η Λευκάδα κατελήφθη από τους Ενετούς, ύστερα από πολιορκία, την 6/18 Αυγούστου 1684 με τη βοήθεια και σωμάτων από Επτανήσιους με αρχηγό τον συνταγματάρχη Άγγελο Δελλαδέτσιμα, ενώ στην Ακαρνανία, όπου νωρίτερα ο Μοροζίνης είχε αποβιβάσει τους τρεις αρματολούς που «συνεστράτευον» μ' αυτόν, οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν κατά των Τούρκων κυρίως με την υποκίνηση και τις οδηγίες του Μεϊντάνη και των άλλων δύο αρματολών, οι οποίοι με την εκμετάλλευση και της επιτυχίας των Ενετών κατόρθωσαν να δημιουργήσουν στην περιοχή έντονο επαναστατικό κλίμα. Συγχρόνως ζήτησαν και τη βοήθεια των Ενετών και ο Μοροζίνης, για να ενισχύσει την εξέγερση, αποβίβασε στην Ακαρνανία τον στρατηγό Στρασόλδο με πεντακόσιους άνδρες και τον Δελλαδέτσιμα με τους Επτανήσιους και τους διέταξε να κάμουν γι' αυτό ό,τι μπορούν. Σε μικρό διάστημα ο Στρασόλδος κυρίευσε το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό, ενώ ο Δελλαδέτσιμας. με τη βοήθεια των Ελλήνων και επικουρικής δύναμης που ο Μοροζίνης αποβίβασε στον Αστακό, λεηλάτησε τα χωριά Ζαπάντι, Βρανώρι, Καλύβια, Αγγελόκαστρο και Νεοχώρι. Το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό και η Γούρια υποχρεώθηκαν να πληρώσουν σημαντικά ποσά ως φόρο, που τους εξασφάλιζε την προστασία των Ενετών. Οι επιτυχίες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας στον αιτωλοακαρνανικό χώρο από τις νότιες ακτές του Αμβρακικού ως τις εκβολές του Αχελώου.
Με τον καιρό, κι ενώ συνεχιζόταν ο ενετο-τουρκικό πόλεμος, οι αρματολοί εδραίωναν, μετά την εκδίωξη των Τούρκων, την εξουσία τους στ’ αρματολίκια που καταλάμβαναν κι έδειχναν τάσεις ανεξαρτησίας σε σημείο που να μη λογαριάζουν την επικυριαρχία των Ενετών.
Ο Μεϊντάνης (μαζί με τον Σταθόγιαννο) νέμονταν, με έδρα την Κατούνα, τα αρματολίκια της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας και της Ναυπακτίας κι ήταν αυτός που έδιωξε, υστέρα από συμπλοκή στη Σιβίστα, τα σώματα των μισθοφόρων τα οποία, κάτω από την ηγεσία του Χρήστου Βαλαωρίτη και του αδελφού του Αγγελή Σουμίλα, είχαν στείλει οι Ενετοί εναντίον των δύστροπων και ανεξάρτητων αρματολών.
Εκείνο που ξεχώριζε τον Μεϊντάνη ήταν η αταλάντευτη προσήλωση του στην ιδέα του έθνους και η συνεπής εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Ελληνισμού και γι’ αυτό δεν δίσταζε να πολεμάει και τους Ενετούς, όταν μάλιστα διαπίστωσε πως ο σκοπός τους δεν ήταν η ουσιαστική βοήθεια προς τους Έλληνες, αλλά η κατάκτηση της χώρας.
Επίσης, ήταν αυτός κυρίως που αντιστάθηκε στις επιδρομές του Μανιάτη τυχοδιώκτη Γερακάρη, που υπηρετούσε τα συμφέροντα ποτε των Τούρκων και ποτέ των Ενετών. Κι όταν, αργότερα, η κατάσταση ανατράπηκε υπέρ των Τούρκων και ο Λαρισαίος «αρματολούμπασης» Τοπάλ Οσμάν πέρασε στην Πελοπόννησο για να καταλάβει τα φρούρια των Ενετών και πολλοί αρματολοί πήγαν μαζί του με κυριώτερη επιδίωξη τη λαφυραγώγηση της Πελοποννήσου, ο Μεϊντάνης ήταν από τους λίγους που δεν έλαβε μέρος σ’ αυτή την πελοποννησιακή «αλαμπάντα» (λαφυραγώγηση) κι ούτε συμμάχησε με οποιονδήποτε τρόπο με τους Τούρκους.
Ορκισμένος εχθρός τους, ήταν ο μόνος που αντιστάθηκε, όταν ο Τοπάλ Οσμά επανήλθε στη Στερεά μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου· όμως κατανικήθηκε κι έπεσε μαχόμενος ηρωικά σε φονική μάχη παρά τον Αχελώο κοντά στο Αγγελόκαστρο, πιθανώς το έτος 1715.
Μέσα στη δύσκολη εποχή του, ο Μεϊτάνης υπήρξε ασφαλώς ένας πρόδρομος της Εθνεγερσίας, που συνετέλεσε στη συντήρηση του επαναστατικού πνεύματος του Ελληνισμού, αλλ’ ίσως η σημαντικότερη προσφορά του ήταν το υπόδειγμα εθνικού ήθους που με τη συμπεριφορά του άφησε στους μεταγενέστερους, καθώς η παράδοση και η δημοτική ποίηση το μετέφεραν και το εμφύτευαν στην εθνική συνείδηση.
Κι όμως γι' αυτόν τον Πρόδρομο της Εθνεγερσίας δεν υπάρχει ένα μνημείο σήμερα στην Κατούνα παρόλες τις παροτρύνσεις του Συλλόγου Κατουνιωτών Αθήνας.
Β.Κ.
Εφημεριδα "η Κατούνα"
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Κ. Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Αθήναι 1869. ΑΝΤ. ΑΡΧΟΝΤΙΔΗΣ,
«Η Βενετοκρατία στη Δυτική Ελλάδα 1684-1699», Θεσσαλονίκη 1983.- ΝΙΚΟΣ Σ. ΚΟΜΒΟΣ
Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική εγκυκλοπαίδεια