Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Έφυγε βοσκός από την Ελλάδα, έγινε εργοστασιάρχης στη Μελβούρνη


Προτού φτάσει να έχει στην ιδιοκτησία του αυτό το εργοστάσιο τα έκανε όλα!
Ο Διονύσης Μακρής ήταν 14 χρόνων όταν με την γκλίτσα στο χέρι, μετά από ένα ταξίδι που του φαινόταν ατελείωτο, βγήκε στο λιμάνι της Μελβούρνης.
Κοίταζε γύρω του περίεργα, σ΄ έναν τόπο άγνωστο, τόσο παράξενο και αλλιώτικο από αυτόν που ήξερε. Από τα βουνά της Αιτωλοακαρνανίας, όπου έβοσκε πρόβατα στην Κανδήλα, βρέθηκε πάμπτωχος, χρεωμένος με τα ναύλα του, 200 λίρες που του βάρυναν την καρδιά, σ΄ έναν τόπο άγνωστο αναζητώντας την τύχη του.
«Μέχρι τότε το μόνο που ήξερα, ήταν τα βουνά του χωριού μου, τα γίδια και τα πρόβατα που έβοσκα, έχοντας πάντα τη γκλίτσα μου συντροφιά. Γι΄ αυτό την έφερα μαζί μου. Να μου θυμίζει ποιος είμαι και από πού ξεκίνησα. Να με δένει με τα χώματα του χωριού μου που γνώριζε κι εκείνη τόσο καλά και να παίρνω δύναμη από ένα δέσιμο που στην πραγματικότητα δεν μ΄ άφησε ποτέ», περιγράφει ο κ. Μακρής στο «Νέο Κόσμο», που παρουσιάζει το πορτρέτο ενός αυτοδημιούργητου ομογενή.
Πλέον εδώ και χρόνια, από το 1997 ο Δ. Μακρής είναι ιδιοκτήτης των Cyclo Fans, ενός εργοστασίου που παράγει συστήματα εξαερισμού. Συστήματα, που έχει τελειοποιήσει και διατίθενται στην Αυστραλία αλλά και στις αγορές της Ασίας.
Προτού φτάσει να έχει στην ιδιοκτησία του αυτό το εργοστάσιο τα έκανε όλα! «Μέχρι 12 χρόνων δεν είχα φορέσει παπούτσια», θυμάται ο ίδιος. Στην Αυστραλία είχε φθάσει το 1952. Χρωστούσε μέχρι και τα εισιτήριά του. Δούλεψε για ένα θείο του, τα ξόφλησε και μερικά χρόνια αργότερα, αγόρασε ένα μαγαζί χάμπουργκερ, όπου εργαζόταν επτά μέρες την εβδομάδα, από τις 5 το βράδυ μέχρι τις πέντε το πρωί. Δεν ήταν 17 χρονών όταν ξεκίνησε το πρώτο του μαγαζί που δεν πήγε και καλά.
Το πούλησε και πήρε την απόφαση να εργαστεί σκληρά σε επιχειρήσεις, να μάθει περισσότερα και να μεγαλώσει το κεφάλαιό του.
Αρχικώς, ένας αγρότης του ζήτησε να πουλά τις πατάτες του στα ψαράδικα. Και υπήρχε τέτοια ζήτηση, που αγόρασε δύο φορτηγά για να μπορέσει να την καλύψει.
Στα ψαράδικα έμαθε να διορθώνει τις μηχανές, που καθάριζαν και έκοβαν πατάτες. Έτσι άνοιξε το Richmond Food Machinery στο Bridge Rd., όπου αγόραζε, πουλούσε, επιδιόρθωνε, νοίκιαζε και κατασκεύαζε εξοπλισμό κουζίνας εστιατορίων, καφέ σάντουιτς μπαρ κ.λπ.
Η επιχείρηση αυτή πλέον έχει συμπληρώσει 30 χρόνια ζωής και τη διαχειρίζονται δύο από τα παιδιά του, Ο Νίκος και η Αλεξάνδρα.
Ο Διονύσης και η σύζυγος του Διαμάντω έχουν τρία παιδιά και τέσσερα εγγόνια. Μανιώδης συλλέκτης παλιών εργαλείων και μηχανών ο ίδιος, όπως και αυτοκινήτων -από τα οποία έχει έναν ολόκληρο στόλο- τα επισκευάζει μαζί με τον εγγονό του.
Και μεταξύ των μηχανών που έχει φτιάξει με τα χέρια του, η αγαπημένη του είναι ένα αποστακτήριο, που φτιάχνει θεσπέσιο τσίπουρο.

Πηγή:www.capital.gr

google page rank