Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Το ολοκαύτωμα στο Δίστομο, 10 Ιουνίου 1944

«Τη μέρα τούτη το Δίστομο δεν παρουσίαζε τη συνηθισμένη του κίνηση μα κάπως διαφορετικιά. Την άλλη μέρα, θα γινόταν στην εκκλησία του Άη – Νικόλα, μνημόσυνο για τα τέσσερα αδικοσκοτωμένα Διστομιτόπουλα: τον Όθωνα Π. Καραγιάννη, τον Στάθη Δ. Σιδέρη, τον Γιάννη Ν. Γαμβρίλη και τον Δημήτρη Ι. Σφοντούρη. Και οι τέσσερες, λεβεντονιοί 20 με 25 χρονών. Πριν από σαράντα μέρες – στις 25 του Απρίλη – καθώς ξένοιαστα βοσκούσανε τα κοπάδια τους στην τοποθεσία Τσέρες,... τα τέσσερα αυτά τσοπανόπουλα, δέχτηκαν κατάστηθα τα βόλια του καταχτητή που τα σώριασαν νεκρά. Τον άδικο χαμό τους θρηνολογούσαν όλοι χωριανοί τους κι ήταν το πρώτο χτύπημα που ύστερα από τρία χρόνια σκλαβιάς, δεχότανε το φιλήσυχο αυτό χωριό.
Και μ ҆ όλο που είχαν αρχίσει κείνο τον καιρό το θέρισμα, αρκετά παλληκάρια, φίλοι και συγγενείς, και πολλές γυναίκες, προτιμήσανε να μην πάνε στα χωράφια τους για το θέρο, μα μείνανε στο χωριό να στολίσουν την εκκλησιά και να φτιάξουν τα κόλλυβα, για τ ҆ αυριανό συλλείτουργο. Θέλανε να τιμήσουν κατά πως έπρεπε κι άξιζε τη μνήμη των αδικοχαμένων παλληκαριών τους. Κι ενώ απ ҆ την αυγή, που μαύρα σύγνεφα σκέπαζαν τον ουρανό, είχαν καταπιαστεί μ ҆ αυτό, κατά τις 10 η ώρα το πρωί είδανε αναπάντεχα να μπαίνει στο χωριό τους μια φάλαγγα από εξηνταπέντε γερμανικά αυτοκίνητα γιομάτα στρατιώτες, κοντά χίλιους.
Ας αφήσουμε τους Διστομίτες με την πρώτη εντύπωση της φάλαγγας κι ας δούμε από πού ξεκίνησε αυτή για να φτάσει κείνη την ώρα στο Δίστομο.
Τις πρωινές ώρες του Σαββάτου οι Γερμανοί στη Λειβαδιά, επιτάξανε δυο λειβαδίτικα ιδιωτικά αυτοκίνητα φορτηγά, το με αριθμό 24321 και μ ҆ οδηγό το Σπύρο Πελεκάνο ή Κουρκουτά, και το 33257 με το Λουκά Ζάχο. Στα δύο αυτά αυτοκίνητα, μπήκανε δεκαοχτώ Γερμανοί στρατιώτες, των ταγμάτων εφόδου – Ες – Ες μ ҆ επικεφαλής το βαθμοφόρο Τέο. Δεν φορούσανε τη στολή τους, μα ήταν ντυμένοι πολιτικά, που είχαν φροντίσει απ ҆ την προηγούμενη να τ ҆ αρπάξουν απ ҆ τους φυλακισμένους Έλληνες. Μέσα στα ίδια αυτοκίνητα κρύψανε σε μέρος πρόχειρο κι όλο τον οπλισμό τους, όχι απλό αλλά οπλισμό πολεμικό.
Στις 7½ η ώρα, πριν απ ҆ το μεσημέρι, ξεκίνησαν απ ҆ τη Λειβαδιά τα δύο αυτά αυτοκίνητα με τους Έλληνες οδηγούς, παίρνοντας το δρόμο Διστόμου – Αράχωβας. Δεν πέρασε μισή ώρα που φύγανε τα πιο πάνω αυτοκίνητα, κι άλλα πέντε γερμανικά με στρατό, με στολή τούτοι και μ ҆ οπλισμό μάχης, ακολούθησαν το δρόμο που είχαν πάρει τα δυο προηγούμενα. […]
[…] Το να μασκαρευτούν με πολιτικά ρούχα οι «διαλεχτοί» της Γερμανίας στρατιώτες, ήταν ένα δολερό τέχνασμα. Είχαν πληροφορίες πως στα μέρη κείνα, βρίσκονταν αντάρτικα σώματα. Θέλανε λοιπόν με το τέχνασμα αυτό να τα κάνουν να ξεθαρρέψουν και να τους ζυγώσουν, θαρρώντας τα για συνηθισμένα επιβατικά αυτοκίνητα με μαυραγορίτες. Σε περίπτωση κινδύνου, ήταν σιγουρεμένοι γιατί δε θ ҆ αργούσε να καταφθάσει σε βοήθειά τους κι η άλλη δύναμη. Έτσι ελπίζανε να δώσουν μια αποτελεσματική μάχη με τις γύρα κει αντάρτικες δυνάμεις.
Στο σταυροδρόμι που χωρίζει για το Δίστομο – Αράχωβα, τα δύο πρώτα αυτοκίνητα αφήσανε αριστερά το δρόμο του Διστόμου και πήρανε της Αράχωβας. Δεν προχώρησαν όμως δυο χιλιόμετρα και συναντάνε στο δρόμο τους να κατεβαίνει απ ҆ την Αράχωβα μια φάλαγγα γερμανική από εξήντα αυτοκίνητα, γιομάτα στρατό, με οπλισμό μάχης, πολυβόλα, όλμους κτλ. Η δύναμη αυτή ήταν ο 2ος λόχος του 2ου τάγματος του 7ου συντάγματος (regimente) θωρακισμένων γρεναδιέρων (panzer – grenadiere) της 1ης μεραρχίας των Ες – Ες (Stab. 1]SS) κι είχαν βάση τη Λειβαδιά. Επικεφαλής ήταν ο λοχαγός Köpfner. Η συνάντηση με τα δυο αυτοκίνητα δεν ήταν τυχαία, μα από πριν είχαν συνεννοηθεί να σμίξουν. Προχωρήσανε τα τριάντα αυτοκίνητα κι ακριβώς στη μέση της φάλαγγας προσκολληθήκανε και τα ελληνικά αυτοκίνητα – κατά τη μαρτυρία του οδηγού Ζάχου – ενώ από πίσω ακολουθούσανε τα υπόλοιπα τριάντα. Όλη η φάλαγγα συνέχισε το ταξίδι της, κι όταν έφτασε στο σταυροδρόμι, έστριψε δεξιά και πήρε το δρόμο για το Δίστομο. […]
[…] Σαν συναντήσανε στη Στενή και στα Διστομίτικα Αμπέλια τους πρώτους διαβάτες, είτε ζωντανούς, είτε ξωμάχους που θερίζανε στα χωράφια τους κοντά στη δημοσιά, σταματούσανε και τους πιάνανε για ομήρους. Δώδεκα συλλάβανε όλους – όλους. Τους Νίκο και Γιάννη Λάμπρου ή Κουτσουβέλη αδέρφια, το Θεμιστοκλή Σφοντούρη, το Γιώργη Παπαϊωάννου ή Σόρες, τ ҆ αδέρφια Γιάννη και Θανάση Κοκκίνη, τον Τάσο Τζάθα, το Γιώργη Σφοντούρη ή Πασκούλη με τα δυο του παιδιά το Γιάννη και το Δημήτρη, τον Ηλία Πελέκη και τον Μήτσο Τσόκο. Αφού τους συγκεντρώσανε στο δρόμο, τους δέσανε πρώτα σφιχτά τα χέρια πισώπλατα κι ύστερα τον έναν με τον άλλο. Τους ανεβάσανε όλους σ ҆ ένα απ ҆ τα στρατιωτικά αυτοκίνητα προς τη μέση της φάλαγγας γι ҆ ασφάλεια και τραβήξανε το δρόμο για το Δίστομο.

Στο μεταξύ ζυγώνανε απ ҆ τη Λειβαδιά και τ ҆ άλλα πέντε γερμανικά αυτοκίνητα που είχαν ακολουθήσει τα δυο επιταγμένα ελληνικά. Όμως και τούτα δε μείνανε πίσω σε δράση απ ҆ τα προηγούμενα. Κάνανε αρχή μάλιστα πολύ πριν απ ҆ τ ҆ άλλα. Καθώς έρχονταν απ ҆ τη Λειβαδιά, μόλις περάσανε το χάνι του Καρακόλιθου, μεσοστρατίς, αρχίσανε κι αυτοί να ντουφεκάνε προς όλες τις μεριές. Κι ενώ οι άλλοι είχαν περιοριστεί στα ζωντανά τούτοι δεν κάνανε καμιά εξαίρεση. Ρίχνανε και καταπάνω στους ανθρώπους. Τίποτα δεν γλύτωνε απ ҆ τα βόλια τους […]
[…] Και πριν μπει η γερμανική φάλαγγα μέσα στο Δίστομο είχε γράψει μ ҆ αίμα τον πρόλογο της τραγωδίας που θα ξετυλιγόταν σε λίγο…

[…] Στις 12½ το μεσημέρι τα δυο ιδιωτικά αυτοκίνητα με τους Έλληνες οδηγούς και με τους μασκαρεμένους Γερμανούς, αφήσανε το Δίστομο και πήρανε το δρόμο για το χωριό Στείρι. Φεύγανε για να βάλουν σ ҆ ενέργεια το τέχνασμά τους, παρασέρνοντας αντάρτικες ομάδες που θα βρίσκονταν ίσως κει γύρα. Σε περίπτωση κινδύνου, η υπόλοιπη φάλαγγα θα πρόστρεχε να τους παρασταθεί.

Στ ҆ αλήθεια, λίγο έξω απ ҆ το Στείρι, βρίσκονταν ο 11ος λόχος, μ ҆ εβδομήντα άντρες, του 3ου τάγματος του 34ου τάγματος του 34ου συντάγματος ανταρτών, κατά τη σχετική έκθεση. Με την οδηγία του υπολοχαγού Χριστόφορου Γερακοβούνη (= Χρίστου Τσιγαρίδα) και του καπετάν Λευθέρη (= Παντελή Παπάζογλου) κάνανε κείνη την ώρα γυμνάσια μάχης. Αν και είχαν λάβει γνώση ότι βρίσκονταν στο Δίστομο ολόκληρη φάλαγγα και ανάμεσά τους ήταν και δυο ιδιωτικά αυτοκίνητα, αυτοί αψηφώντας τους ξακολουθήσανε. […]

[…] Τ ҆ αυτοκίνητα όλο και ζυγώνανε με τους ξένοιαστους Γερμανούς. Σαν φτάσανε στο ξωκκλήσι Αγία Ειρήνη, προς το Στείρι, δέχτηκαν απανωτές ντουφεκιές του λόχου. Ήταν τόσο αναπάντεχη και τόσο καλά οργανωμένη η επίθεση απ ҆ τους αντάρτες που όσο να καταφέρουν οι Γερμανοί να πηδήσουν έξω από τ ҆ αυτοκίνητα και να πάρουν θέσεις, οι όλμοι, και το πολυβόλο, τους θέρισαν. Οι περισσότεροι απομείνανε στ ҆ αυτοκίνητα μέσα νεκροί και μαζί μ ҆ αυτούς ήταν κι ο οδηγός του 24321 Σπύρος Πελεκάνος. Όσοι απ ҆ τους στρατιώτες καταφέρανε ν ҆ αφήσουν τ ҆ αυτοκίνητα και να ταμπουρωθούνε πρόχειρα κάπου κι αυτοί σε λίγο βρήκανε την τύχη που είχαν οι σύντροφοί τους. Βαριά λαβωμένος κι ο αξιωματικός τους Τέο ξεψυχούσε. Ο λόχος μοιρασμένος στα δυο τους χτυπούσε αλύπητα από παντού.

[…] Η ζημιά των Γερμανών στάθηκε αρκετά μεγάλη. Απ ҆ τα δυο ιδιωτικά αυτοκίνητα κατάφεραν να σωθούν μονάχα ένας στρατιώτης κι ο οδηγός του 33257 Λουκάς Ζάχος. Οι υπόλοιποι δεκαεφτά Γερμανοί βρίσκονταν άλλοι νεκροί κι άλλοι βαριά πληγωμένοι. Αυτό το τέλος είχε σε βάρος των Γερμανών η χωσιά που θελήσανε να στήσουν στις δυνάμεις των ανταρτών.[…]

[…] Σαν γύρισε στο χωριό η νικημένη φάλαγγα, τ ҆ αυτοκίνητο με τους δώδεκα ομήρους το σταματήσανε οι στρατιώτες μπροστά στο σκολειό. Τους είχαν ακόμα δεμένους όπως και πριν.[…] Μ ҆ όλο που ξέρανε το τέλος τους, οι πιασμένοι Διστομίτες καρτερικά κι ατάραχα με το κεφάλι ψηλά κατεβήκανε απ ҆ τ ҆ αυτοκίνητα για να προχωρήσουν στο Γολγοθά τους. […]

[…] Ολοφάνερα βλέπανε μπροστά τους πως λεπτά τους απομένανε ακόμα να ζήσουν, μα χεροδεμένοι πώς να παλέψουν! Κι άγνωστο πώς την ώρα που κατεβαίνανε απ ҆ τ ҆ αυτοκίνητο, σε μια στιγμή κατάφερε ο Νίκος Λάμπρου να λευτερώσει τα χέρια του απ ҆ τα δεσμά. Δεν αποτόλμησε κίνημα απελπισιάς να σωθεί φεύγοντας. Θα ήταν άσκοπο. Μα μήτε και ήθελε να ταπεινωθεί μπροστά στους μελλοθάνατους συντρόφους του. Μόνη ικανοποίηση γι ҆ αυτόν κείνη τη στιγμή ήταν να θανατώσει με τα χέρια του έναν απ ҆ τους δειλούς δημίους που τους περιτριγύριζαν. Πέφτοντας μ ҆ ορμή καταπάνω στον πρώτο που βρήκε κοντά του τον έπιασε με το ένα χέρι απ ҆ το λαιμό για να τον στραγγαλίσει και με την ατσαλένια του γροθιά του έσπασε τα σαγόνια κι αρκετά δόντια. Με κόπο καταφέρανε οι άλλοι Γερμανοί να τον ξεκολλήσουν και να σώσουν απ ҆ τα χέρια του μελλοθάνατου Διστομίτη τον καταματωμένο σύντροφό τους. Κι ο Νίκος Λάμπρου στάθηκε το μοναδικό θύμα απ ҆ όλο το χωριό που μπόρεσε να κάνει κάποια αντίσταση έστω και με τα χέρια. Και το ηρωικό του τόλμημα πλήρωσε με φριχτά μαρτύρια. Απανωτές φορές τα κοντάκια απ ҆ τα όπλα και τα πιστόλια των Γερμανών πέσανε πάνω του, κι οι λόγχες τους χώθηκαν σε πολλές μεριές του κορμιού του, όπως ύστερα το πτώμα του μαρτυρούσε.

Τους παρατάξανε και τους δώδεκα μαζί, και το μισοζώντανο γενναίο Λάμπρου, στην ανατολική πλευρά του σκολειού. Άφοβα πρόταξαν όλοι τα στήθια τους στο εκτελεστικό απόσπασμα για να δεχτούν τα βόλια του, με την πεποίθηση πως κείνη τη στιγμή προσφέρανε κι αυτοί στη βασανισμένη τους πατρίδα, ό,τι πιο ακριβό είχαν: τη ζωή τους. Μια μπαταριά, και τα δώδεκα κορμιά κυλίστηκαν το ένα κοντά στ ҆ άλλο νεκρά. Το τίμιο αίμα τους πρωτόβρεξε το χώμα του χωριού τους. […]

[…] Μια και οι Γερμανοί δεν στάθηκαν άξιοι να ξεπλύνουν την ντροπή τους και να εκδικηθούν το αίμα των συντρόφων τους πάνω στους αντάρτες, μανιασμένοι απ ҆ την οργή, αποφασίσανε να ξεσπάσουν στον άμαχο πληθυσμό. […] Ο λοχαγός Köpfner έδωσε διαταγή […]

[…] Ξεκινάνε απ ҆ τα Πηγάδια που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι και κάνουν αρχή απ ҆ τη βορειοανατολική πλευρά του χωριού. […]»

Ο Βάσος Γεωργίου (Ιστορία της Αντίστασης 1940 – 45, τόμος 3, Αυλός, 1979) αναφέρει σχετικά: «Όταν έφτασαν στο Δίστομο, η γαλήνη του τρόμου ήταν απλωμένη στο χωριό. Όλοι οι κάτοικοι εκτός από τους λίγους που είχαν φύγει, ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, όπως τους είχαν πει. Τότε οι Γερμανοί πήδησαν έξαλλοι από τ ҆ αυτοκίνητα και με το όπλο στο ένα χέρι και με το περίστροφο στο άλλο όρμησαν προς κάθε κατεύθυνση. Ορδές αγρίων που ξεχύθηκαν από τη ζούγκλα δεν θα είχαν τόση μανία, τόση λύσσα. Άρχισαν τη λεηλασία και τη διαρπαγή και επιδόθηκαν λίγο αργότερα σε βιασμούς κοριτσιών και νέων γυναικών. Από ωραία κορίτσια και παντρεμένες γυναίκες, ύστερα από ατιμωτικό βιασμό, έκοβαν τους μαστούς και τους πετούσαν μακριά. Χαριστική τέλος βολή τερμάτιζε το τραγικό μαρτύριό τους. Όμως οι Ούννοι που είχαν ζηλέψει την απαίσια δόξα του Νέρωνα άρχισαν να βάζουν φωτιά σε μερικά οικήματα. Σίγουρα, έτσι καθώς οικογένειες ήταν συγκεντρωμένες στα σπίτια τους, θα καίγονταν όλοι οι κάτοικοι και θα ήταν ολοκληρωτική η καταστροφή. Το έργο όμως αυτό χρειαζόταν ώρα. Γι ҆ αυτό αφού πυρπόλησαν κάπου δέκα σπίτια, ομάδες Γερμανών στρατιωτών άρχισαν να μπαίνουν στα άλλα οικήματα και να εκτελούν χωρίς οίκτο, χωρίς ευσπλαχνία, απάνθρωπα. Ο πατέρας πρώτα, η μητέρα κατόπιν και τέλος, τα παιδιά με τη σειρά, ακόμη και βρέφη 2, 5 και 7 μηνών σκοτώνονταν ή σφάζονταν με κόψιμο της καρωτίδας. Μερικά βρέφη, τη στιγμή που θήλαζαν. Βρέθηκε βρέφος με κομμένο στο στόμα του το βυζί της μητέρας του, σκοτωμένο από χτυπήματα στο επάνω μέρος του κεφαλιού και στο λαιμό. Το παιδί του ειρηνοδίκη Κώστα Κριτσώπη που τον θανάτωσαν, ενώ τη μητέρα του την έσφαξαν, βρέθηκε την άλλη μέρα της φοβερής σφαγής, πληγωμένο δίπλα στο πτώμα του πατέρα του, τον οποίο δεν ήθελε να αποχωριστεί. Άλλο παιδί τραυματισμένο βρέθηκε να κλαίει πάνω στο πτώμα του πατέρα του, δασονόμου Κουρούμπαλη και της μητέρας του. Ο ιερέας του Διστόμου βρέθηκε ακέφαλος και σε μικρή απόσταση από το πτώμα του βρέθηκε το κεφάλι του με τα μάτια του βγαλμένα. Το σπίτι του ειρηνοδίκη κολυμπούσε στο αίμα, γιατί σ ҆ αυτό είχαν καταφύγει για μεγαλύτερη, ίσως, σιγουριά πολλοί χωρικοί, τους οποίους ωστόσο τους σκότωσαν ή τους έσφαξαν κατά τον πιο άγριο τρόπο.

Κατά τη δύση του ήλιου, η φονική δραστηριότητα των Γερμανών χαλαρώθηκε. Κι αυτό έγινε για δυο λόγους: πρώτα γιατί ερχότανε η νύχτα κι έπρεπε τα χιτλερικά θηρία να επιστρέψουνε στη Λειβαδιά και δεύτερο, γιατί δεν υπήρχαν πια θύματα. Δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστοι γέροι, που μόλις μπορούσαν να αριθμηθούν στα δάχτυλα των δύο χεριών. Οι γέροι αυτοί βγήκαν κατατρομαγμένοι από τις κρύπτες τους. Οι περισσότεροι απ ҆ αυτούς όταν αντίκρυσαν το απίστευτα ανατριχιαστικό θέαμα έχασαν τα λογικά τους.
Ένας γέρος θεάθηκε να σέρνει με σκοινιά τα πτώματα των συγγενών του και, άλλος να ορκίζεται ότι δεν είδε τίποτε.[…]

[…] Την επόμενη μέρα άλλη φάλαγγα γερμανικού στρατού πήρε το δρόμο για το Δίστομο. Η φάλαγγα αυτή επιδόθηκε στον τυφεκισμό των διαβατών που συναντούσε στο δρόμο. Έτσι την ημέρα εκείνη τουφεκίστηκαν άλλα 17 άτομα. Ανάμεσά τους ήταν και η οικογένεια του διστομίτη φαρμακοποιού Γαμβρίλη. Ο άτυχος Γαμβρίλης την ημέρα της σφαγής βρισκόταν στη Λειβαδιά και μόλις άκουσε τα γεγονότα ξεκίνησε από τη νύχτα για το χωριό του. Έφτασε εκεί ενωρίς, επιβίβασε τη γυναίκα του και τα 5 μικρά παιδιά τους στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για τη Δαύλεια. Δυστυχώς δεν έφτασε. Την άλλη μέρα βρέθηκε το πτώμα του με σφιγμένα απάνω του τα πτώματα των 4 μικρών παιδιών του και λίγο πιο πέρα βρέθηκε το πτώμα της γυναίκας του· από τα φορέματά της κρατιόταν το πέμπτο, νεκρό κι αυτό, παιδί τους. Η Γαμβρίλη, έγκυος στον ένατο μήνα λογχίστηκε βαθιά στην κοιλιά και το έμβρυο βρέθηκε λογχισμένο.[…]»

Επιμέλεια: Μαρία Κλειδά
google page rank