Πολλές φορές έζησα από κοντά την ποιμενική ζωή,
τότες που γύριζα στα βουνά τα ντοκιμαντέρ μου.
Πέρασα νεροσυρμές και λόγγους
και μούσκεψα απ τις χοντρές βουνίσιες στάλες της βροχής.
Ξαπόστασα σε δροσερές πηγές και ισκερά πλατάνια
κι άκουσα γλυκοχάραμα
την πέρδικα να το λαλεί κι ο κούκος να το λέει.
Τήραγα λάκες απ τα ψηλά, που βόσκανε κοπάδια
και γύρισα στρούγκες και μπατζαριά,
που ζέχναν βαρβατίλα.
Είδα αραδιαστά, τελάρα που πήζανε τυρί,
κι απόλαυσα αφρόγαλο ζεστό, απ το μαστό της γίδας.
Εμένανε μ άρεγε να γυρναω στα βνά.
Σεργιάνισα τσουγκάνια, καλύβια και μαντριά
κι έζησα από κοντά το σκάρο, το σάλαγο και τον κούρο.
Μ έφαγ ο κουρνιαχτός κι η ζέστα
κι ήπια γλυκό νερό, από χίλιες δυο πηγές και βρύσες.
Μέχρι και σε κρυφές μεριές, έψαξα κάποτες να βρω,
-τ αθάνατο νερό- να πιω, να μην πεθάνω.
Μια Βολά, ανέβαινα κάτι ξερολιθιές
-μέσα στο κάμα του καλοκαιριού-
σκασμένος και πλαντιαγμένος για λιγοστό νερό, όταν ξεφύτρωσε μπροστά μου ένα δεντρί,
μ ανάρια τα κλαριά του.
Εκεί βρήκα και το ποθούμενο νερό.
Καλότυχο πού ναι το δεντρί -σκέφτηκα-
που ζει τα χίλια χρόνια.
Κατακαλόκαιρο βρέθηκα μια βολά στα Τζουμέρκα,
εκεί πάνω απ το Ματσούκι και κατάκορφα στον Καταραχιά.
Ήταν δυο χιλιάδες μέτρα ψηλά και βάλε,
όταν έψαχνα να βρω τις πιο ψηλές πηγές
του Άραχθου ποταμού.
Ήταν τότες που γύριζα στα βουνά
τη σειρά των ντοκιμαντερ μου,
-Ελληνικοί Βιότοποι για την ΕΡΤ-
όταν κάλιασα εκεί στα ψηλά σε μια στάνη
και χωρίς να το περιμένω.
Τήραξα ολόγυρα και δεν υπήρχε ψυχή.
Αγνάντεψα κατ απάν και κατά κάτ και δεν κουνιόταν φύλλο.
Δίπλωσα τη γλώσσα με το δάχτυλο
και σούριξα δυο φορές για να μ ακούσουνε απ τα γύρω.
Αντίς γι απόκριση,
πετάχτηκαν μέσ από μια καλύβα δυο τσοπανόσκυλα
-θεριά ολάκερα- με σηκωμένο τρίχωμα και ξέσκεπα τα δόντια
και όρμησαν κατά πάνω μου.
Τη μια με μπρόστιαζαν σβουρίζοντας
και την άλλη πισοδρομούσαν με σάλτα,
-σωστά λυσσάρικα σας λέω-,
αλλά του λόγου μου μαθημένος από κάτι τέτοια, δεν κιότεψα.
Τα χούγιαξαν κάτι λιανόπαιδα που βγήκαν απ τα ψηλά
κι αυτά λούφαξαν.
Σαν σίμωσα, βρήκα τρία μικρά στην ηλικία
αλλά καρδαμωμένα βλαχόπουλα
που από μόνα τους κάνανε κουμάντο τη στάνη.
Αυτά άρμεγαν, αυτά σκάριζαν και στάλιζαν τα γιδοπρόβατα,
κι ολημερίς πορδοκλανιότανε,
μιας και δεν είχανε τίποτες άλλο να κάνουνε.
Μπουμπούναγε ο ένας τον άλλο χασκογελώντας
και δε γλίτωσα ούτε και του λόγου μου, απ το χούι τους αυτό.
Όταν τους είπα πως θα βάλω
αυτούς και τα γιδοπρόβατα στο γυαλί,
τσάκωσαν απ τη χαρά τους ένα στερφόγιδο,
τ ανασκέλωσαν καταής
και τ αποτέλειωσαν μ ένα μαυρομάνικο.
Κάψανε τρία δεμάτια ξύλα στο φούρνο -που ήταν παρέκει-
κι όταν έπεσε η θράκα,
πήραν τη σούβλα έτοιμη με το σφαχτάρι πάνω της
και τη βάλανε σε δυο σιδερόφουρκες
που ήταν μπηγμένες μέσα στο φούρνο,
ξεπίτηδες γι αυτή τη δουλειά.
Μετά κλείσανε το έμπα του φούρνου, με πέτρες και με λάσπη.
Πιάσαμε όλοι μας σιμά κι ολόγυρα το φούρνο να πρωθούμε, γιατί αν και ήταν κατακαλόκαιρο και γιόμα, το κρύο ξούριζε.
Έφερε ο μικρότερος βουνίσιο αφρόγαλο
κι ανθότυρο παγούδα για προσφάι
και πιάσαμε την ψιλοκουβέντα, κολλημένοι στο φούρνο.
Είπαμε και τότες καληώρα όπως και τώρα, βλάχικες κουβέντες
κι άκουσα ιστορίες και μολογίματα με κασκαρίκες και χωρατά
για κάποιους στουρναρόβλαχους, π αλύχταγαν.
Μου είπαν και μια ιστορία για κάτι χαραμοφάηδες
που ζούσαν απ τις κλεψές
και πως τα ζαγάρια, είχανε μαγαρίσει ούλα τα μαντριά.
Τούτα τα τελευταία τα είπανε ανάκατα -όλοι μαζί-
και ήταν τόσο αγανακτισμένοι, που ο μεγαλύτερος
έχωσε το χέρι κάτω απ τα σκουτιά του
κι έσουρε την καρκανιάρα του, όπως την έλεγε.
Ήταν ένα παλιό μακρύκανο εξάσφαιρο γκολτ,
απ αυτά τα καουμπόικα, που παίρνουνε στο μύλο τους,
έξη χοντρές σφαίρες τόμιγκαν.
Για να καταλαγιάσουν τα πνεύματα
και για να ηρεμήσουμε όλοι μας,
τους προετοίμασα να τους και πω κι εγώ ένα ποίημα,
του πατριώτη τους του Κώστα του Κρυστάλη
και τότε σωπάσανε.
Τους το είπα αργά και με στόμφο,
για να δω και πως θα αντιδράσουν.
'Ήθελα να μουν τσέλιγκας, να μουν ένας σκουτάρης
να πάω να ζήσω σε μανρί, σε ερημιές και δάση,
Νάχω κοπάδια πρόβατα, νάχω κοπάδια γίδια
κι ένα σωρό μαντρόσκυλα.
Νάχω και κόρη έμορφη, στεφανωτή μου να ναι
να με βοηθά στο σάλαγο, να με βοηθά στο γρέκι,
κι όταν θα τα σταλίζουμε, τα δειλινά στους ίσκιους,
στης ρεματιάς τη χλωρασιά, μαζί της να πλαγιάζω. Να με κοιμίζει με φιλιά, στους δροσερούς της κόρφου
Αυτό κι αν ήταν.... Έπεσε μουγκαμάρα
κι ο καθένας, μπήκε στις δικές του σκέψεις.
Από δω και πέρα, η κουβέντα σοβάρεψε.
Είπαμε για κονάκια και ζευγαρώματα,
για στέφανα και προξενιές
και σαν πέρασαν κοντά δυο ώρες ακέριες,
άνοιξαν την πόρτα του φούρνου και βγάλανε από μέσα ροδοκόκκινη και τραγανή τη γίδα,
που έσταζε μοσχοβολιές.
Πελέκισαν το σφαχτάρι με μαεστρία σε κοψίδια
και πέσαμε όλοι μας με χέρια και με δόντια,
να το ξεκοκαλιάσουμε.
Οι αναμνήσεις,
έρχονται σκόρπιες κι ανάκατες στη θύμησή μου.
Ο δρόμος στα βουνά, συνεχώς αλαργεύει.
Όταν σταθείς κάπου και τηράξεις ολόγυρα,
νιώθεις πως βρίσκεσαι στη μέση του πουθενά.
Αγναντεύεις τ αγριόγιδο που ξεκόβει απ τα ψηλά
σαν αφτιαστεί τον κρότο και σταματά.
Κοιτά ολόγυρα. Μετά παίρνει απίδρομο και αρχίζει να πηδά,
από κουντρί σε βράχο.
Τούτες τις ώρες,
σουράει κι ο τράγος απ τα ψηλά κι αντιλαλεί το ρέμα.
Αυτός που τριγυρνάει ολομόναχος στα βουνά, πρέπει να ξέρει όλα τα μυστικά τους.
Στις νεροσυρμές και στα ρέματα θέλει μεγάλη προσοχή,
γιατί βγαίνει αναπάντεχα ξωτικό,
για να ξαστεί και να λιαστεί στον ήλιο.
Οι νεράιδες βγαίνουν αργά τ απόβραδο,
όταν ισκιώνουν τα ριζά και τα νερά κοιμούνται.
Ορμηνεύει ο γέρο-τσοπάνης το γιο του. Να μη σουράς παράωρα, μην τραγουδάς τη νύχτα, γιατί ξυπνά ο δρόκοντας, στης ποταμιάς τα δέντρα.
Μια βολά, πέρασα κι από ένα λιθαρόσπιτο,
απ αυτά που συναντάς καμιά φορά, ξεκομμένο στα βνά.
Με είχε πλαντάξει ο ήλιος.
Σίμωσα και κάθισα σε μια πλάκα δίπλα στην πόρτα του
και κόλλησα την πλάτη, στις πέτρες που ίσκιωνανε.
Στην άλλη καθότανε μια βάβω κι έκλωθε. 'Άφησε τη δρούγα με την τλούπα της μισοκλωσμένη
και σίμωσε για ψιλοκουβέντα.
Δεν μου είπε για τα βάσανα και τη μοναξιά της,
Απ αυτήν έμαθα, πως ζουν οι άνθρωποι στην Αθήνα.
Καβάλα παιδάκ μ, ο ένας πάνω στον άλλο, -μου είπε-
και ήθελε να της το βεβαιώσω.
Παρέκει, ήταν και μια ομορφονιά,
που τέλευε, με λάτες και γκιγούμια.
Είχε τα μάτια πετροπέρδικας και μάλαξε την ψυχή μου.
Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφεί για τις ειδυλλιακές ποιμενικές σκηνές και ελάχιστες για τη δύσκολη ζωή
αυτών που ζούνε στα βουνά.
Κακή ζωή οπούχωμε - εμείς οι μαύροι βλάχοι, τα καλοκαίρια στα βουνά - και το χειμώνα κάτω κι αν αρρωστήσει και κανείς - ε
στο δρόμο τον αφήνουν.
Κάθε άνθρωπος, έχει τα δικά του χούγια.
και τις δικές του ορέξεις.
Εμένα μ άρεγε, να γυρνάω ολομόναχος στα βουνά.
Δεν θα έκανα ποτές για δουλειά του γραφείου.
Δε θα μπορούσα να ζήσω κλειστός,
στους τέσσερις τοίχους του.