Σε είδα... να προχωράς κατάκοπος κουβαλώντας τον ξύλινο Σταυρό
Σε είδα... να ματώνεις στο κεφάλι από ένα στεφάνι γεμάτο αγκάθια
Σε είδα... στις αυλές του Ποντίου Πιλάτου να σε περιγελούν στρατιώτες
Σε είδα... να πονάς από το μαστίγιο που έσκιζε τις σάρκες στα πλευρά Σου
Σε είδα... να ανέχεσαι την άδικη ποινή της σταύρωσης χωρίς να αντιδράς
Σε είδα... που στεκόσουν ανήμπορος μπροστά στις ύβρεις του μαινόμενου πλήθους
Σε είδα... να περνάς από μπροστά μου ανεβαίνοντας τον Γολγοθά και να μου γνέφεις να κοιτάξω τον Σταυρό.
Και τότε με τα μάτια της ψυχής είδα πάνω στο ξύλο.
Είδα τη ζήλια και τον εγωισμό, τον φθόνο και το μίσος, πελάγη αμαρτίας ατέλειωτα στις καρδιές των ανθρώπων, να μαζεύονται και να στριμώχνονται πάνω στον Σταυρό Σου, είδα τα πάθη του κόσμου να κουλουριάζονται σε μια γωνιά του ξύλου και να ζαρώνουν μπροστά στην ταπείνωσή Σου.
Η κακία να σκύβει το κεφάλι και η πονηριά να νικιέται ολότελα!
Είδα να πονάς και να αιμορραγείς και εσύ συνέχιζες να μου δίνεις!
Τίποτα δεν κράτησες για Σένα. Όλα για μένα τα έκανες, όλα μου τα δώρισες!
Την αγάπη σου απλόχερα μου χάρισες, την Μητέρα Σου, να είναι και δική μου, οι Μαθητές Σου να γίνουν Δάσκαλοι δικοί μου.
Ο Σταυρός Σου να είναι η λύτρωσή μου, ο θάνατος η πόρτα για να είμαι πάντα κοντά Σου!
Τώρα πια ντρέπομαι να σε κοιτάξω που τόσο Σε πληγώνω κάθε μέρα, μα Εσύ με συγχωρείς, με περιμένεις με αγαπάς!
"Στάσου, μην απομακρύνεσαι" μου φωνάζεις και απλώνεις το χέρι Σου κάθε φορά να με βοηθήσεις.
Και είναι κάθε φορά το ίδιο χέρι, με την τρύπα στη μέση, να μου θυμίζει πως Εσύ υπέφερες.
Εγώ ξαλάφρωσα από τα βάρη της ψυχής. Το καρφί που Σε πόνεσε, κάρφωσε και σκότωσε τις δικές μου αμαρτίες.
Το αποφάσισα! Θα σηκώσω κι εγώ τον δικό μου σταυρό. Θα ανεβώ τον δικό μου Γολγοθά, θα κάνω ό,τι έκανες κι Εσύ... Για να είμαι πάντα μαζί Σου!
Γράφει ο Γεωργαντζής Γεώργιος