Η γιορτή της Σωτήρας στις 6 Αυγούστου, ήταν κάτι το ξεχωριστό για όλους μας, γιατί το εξωκλήσι αυτό, ήταν το πιο μακρινό.
Αν μας έπαιρνε ο παπάς στη βάρκα που τον πήγαινε, γλιτώναμε τον ποδαρόδρομο των τριών χιλιομέτρων για το πάει, και άλλα τόσα, για το έλα.
Ανήμερα της Σωτήρας, έφτανε στο εξωκλήσι πολύς κόσμος από κάθε γωνιά της Βόνιτσας, άλλοι με τα πόδια και άλλοι με τις βάρκες, φορώντας τα καλά τους.
Δεν ξέρω γιατί αυτή τη γιορτή, την τιμούσαν περισσότεροι.
Ήταν βέβαια καλοκαίρι και το τοπίο πανέμορφο.
Μετά τη λειτουργία άρχιζαν τα παιχνίδια, το μπάνιο, τα ψαρέματα και το φαγοπότι κάτω απ τα δέντρα.
Μετά ήταν οι κούνιες και οι χοροί.
Αν και νηστεύαμε συνήθως μέχρι της Παναγιάς, τη μέρα αυτή και μόνο, επιτρεπόταν να φάμε ψάρια.
Ήταν παράδοση φτωχοί και πλούσιοι τη μέρα αυτή, να έχουν στο σπιτικό τους οπωσδήποτε, τα ψάρια της Σωτήρας.
Έτσι πολύ απ τους προσκυνητές, προτιμούσαν για το καλό της μέρας να ρίξουν και τις πετονιές στη θάλασσα, μπας και βγάλουν και κάνα ψάρι, παρά να ασχοληθούν με τις κούνιες, που ήταν σε κάθε δέντρο κρεμασμένες και ήταν μια απ τις πολλές χαρές της ημέρας.
Τη μέρα αυτή εμείς οι Μπουχαλιώτες, γνωρίζαμε και άλλες παρέες απ το Παζάρι και τον Κόκκινο και τα παιχνίδια που παίζαμε, γίνονταν πιο μαζικά.
Ο μπίκος, η αμπάρτζα, οι καβάλες στο περίβολο της εκκλησιάς, και στην αμμουδιά, ήταν ατέλειωτα.
Τις περισσότερες φορές όμως τα παιχνίδια αυτά, ήταν αιτία παρεξηγήσεων, που μας φέρνανε στα χέρια με βλαστήμιες, κεφαλο-κλειδώματα, και στο τέλος, με πετροπόλεμο.
Ο πετροπόλεμος αυτός δεν τέλειωνε εδώ, αλλά συνεχίζονταν για πολλές μέρες στις γειτονιές και στα σοκάκια της Βόνιτσας.
Τα σπασμένα κεραμίδια και τα τζάμια, ήταν αυτά που πλήρωναν συνήθως, τις δικές μας διαφορές.
Σε μια από αυτές τις μάχες, έφαγε μια στουμπιά ο Παντελής ο Κατσάπης στο κεφάλι και τον φέραν με αίματα στο φαρμακείο, για περίθαλψη.
Το φαρμακείο τότε, ήταν και ιατρείο και νοσοκομείο με δύο Γιατρούς που αν λείπανε αυτοί, χρέη γιατρού, αναλάμβανε και ο φαρμακοποιός.
Του ράψανε το τραύμα με βελόνα και κλωστή, απ αυτές που ράβαμε και τα ρούχα, γιατί οι καλές δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμη,,, και έφυγε με ζαλάδες και μπανταρισμένος, για το σπίτι του.
Ο πατέρας του Παντελή -ο μπάρμπα Μενέλαος ο Κατσάπης- σαν είδε το παιδί του σ αυτά τα χάλια, μάζεψε καμιά δεκάρια μικρά και τα πήγε στα δικαστήρια, της Λευκάδας.
Μεταξύ των κατηγορουμένων ήταν ο Γιάννης ο Βασιλάκος, ο Ηλίας ο Λεμωνής, ο Τάκης ο Μασούρας και άλλα μικρά, που το μεγαλύτερο δεν θα ξεπερνούσε τότε, τα δέκα με έντεκα χρόνια.
Ο δικαστής, σαν τα είδε καθώς ήταν στο ντύσιμο, στα χρόνια και το μπόι, το έριξε στην πλάκα και ο απλός πετροπόλεμος έγινε μέσα στο δικαστήριο, Τρωικός Πόλεμος.
Γέλασε και το παρδαλό κατσίκι εκείνη τη μέρα, με τα καμώματα δικαστή και τα λεγόμενα των κατηγορουμένων.
Ο Παντελής, του είπε πως έφαγα μια στουμπιά που τούρθε απ τα ψηλά, χωρίς βέβαια να ξέρει ποιος του την πέταξε και ότι ο δικαστής, έπρεπε να βρει το δράστη και να αποδώσει δικαιοσύνη.
Ό δικαστής που είχε τα κέφια του εκείνη τη μέρα, ρώταγε τα μικρά για τα αίτια της μάχης, για τις επιθέσεις τους, για το πως αμύνονταν και τα έβαζε να παριστάνουν, πώς πετούσαν τις πέτρες.
Τέτοιο καλαμπούρι, δεν τούχε ματατύχη ποτές, στα δικαστικά χρονικά.
Τα είχε όλα όρθια μπροστά του και απολάμβανε τις αφηγήσεις των μικρών, καθώς του τα λέγανε, ανάκατα,,, και τσάτρα – πάτρα.
Τα παρακινούσε να του πουν με κάθε λεπτομέρεια και με περισσότερα λόγια, για το τι ακριβώς έγινε, εκείνη τη μέρα.
Μέχρι να απολογηθούν τα μικρά, το καθένα χωριστά κι όλα μαζί, έφτασε το γιόμα.
Στο τέλος, τα αθώωσε όλα...
Κέρασε και με ένα Λευκαδίτικο μαντολάτο, το καθένα,,, και με δική του εντολή, τα φόρτωσαν σε ένα κάρο και τάστειλε για τη Βόνιτσα.
Έτσι χωρίς απώλειες, τέλειωσε μια απ τις σπουδαιότερες δικές που είχαν γίνει ποτέ, στα χρόνια του δικού μου παιδόκοσμου.
Περισσότερα εδώ www.giorgosbelesiotis.blogspot.gr.