Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Γιώργος Μπελεσιώτης Παιδικές αναμνήσεις 1940 1948: Εκκλησιές κι ερημοκλήσια

Στην εκκλησία πηγαίναμε κάθε Κυριακή, φορώντας τα καλά μας. 

Από βραδύς μας έβαζε η μάνα μας τσίτσιδι στη σκάφη για να μας ξεβρομίσει, κάνοντάς μας το βδομαδιάτικο μπάνιο. 
Μας πέρναγε τρία χέρια σαπούνι -για το καλό- και για να βγάλει τη μάκα που είχαμε πάνω μας, μας περνούσε αλλά τρία μουρμουρίζοντας, γιατί το σαπούνι ήταν ακριβό και πάλι ο κόπος της πήγαινε χαμένος.
Λουζόμασταν κι όταν έπρεπε να πάμε στον κουρέα μας -τον μπάρμπα Βασίλη τον Σπαθούλα- για να μας κουρέψει. 
Μας αγριοκοίταζε καθώς μπαίναμε στο κουρείο του και μας ρωτούσε πολλές φορές -γεμάτος υποψία- αν λουστήκαμε καλά. Μας έψαχνε και με τα δάχτυλα το κεφάλι, να δει μπας και είχε απόμεινε κομμάτι άμμου πάνω του, άλλα όλο και κάτι του ξέφευγε. 
           
Την ώρα που μας έβαζε στην ψάθινη καρέκλα του, εμείς βλέπαμε λοξά και μέσα απ τον καθρέφτη τη γυάλινη μυγοπαγίδα με το ζαχαρωμένο νερό, που είχε πάνω στο τραπέζι και μετράγαμε τις μύγες που έπιανε.
Εκεί λοιπόν που μας κούρευε -κρίτσι- κρίτσι- κρίτσι- γουλί με τη βαριά σιδερένια χειροκίνητη μηχανή του -που το βάρος της έφτανε σχεδόν το κιλό- με το που έκανε κρακ η μηχανή, μας κοπάναγε και μια μ αυτή στο κεφάλι.
Όποιο συνομήλικο έβγαινε απ το κουρείο του μπάρμπα Βασίλη ή το βρίσκαμε φρεσκοκουρεμένο στο δρόμο, το ψάχναμε να δούμε πόσα καρούμπαλα έχει το κεφάλι του. 
Τα καρούμπαλα αυτά τα λέγαμε γεροντικά και όλοι μας ψάχναμε να βρούμε δικαιολογία, για να μην επισκεφτούμε το κουρείο του μπάρμπα Βασίλη. 
Όταν έβλεπε εμένα να μπαίνω στο κουρείο του τον έπιανε ζάλη, γιατί με λέγανε Γιώργος, όπως και το γιο του. 
-Κάθε Γιώργος και μπούφος, μου έλεγε με κακία και πάντα συμπλήρωνε στα χαμηλόφωνα.
-Εκτός απ το Γιώργο το Μπελτάο. 
Αυτός ήταν γιατρός,τον είχε ανάγκη και φοβότανε μην το μάθει πως σαν Γιώργος, ήταν κι αυτός μπούφος.
Κάθε Κυριακή, άνοιγαν διάπλατα η πόρτα στην εκκλησιά να μπουμε μέσα, καθώς ερχόμασταν συντεταγμένα απ το σχολείο μας. 
Γινόταν για λίγο μεγάλος σαματάς και δίναμε ζωή στο μισοκοιμισμένο εκκλησίασμα, που απ το μουρμούρικο ψάλσιμο του ψάλτη μας του Αχιλλέα του Γαρούφη, κόντευε να το πάρει ο ύπνος. 
Ο Αχιλλέας ήταν καλός ψάλτης, αλλά όταν έψελνε αργά τα Βυζαντινά του, ο ήχος της ψαλμωδίας του ήταν ίδιος κι απαράλλαχτος με τον ήχο που θα έκανε ένα σερσέγκι, κλεισμένο μέσα σε μπότι.
Τότε ξέραμε απ έξω και ανακατωτά όλη τη λειτουργία, γιατί δεν λείπαμε ποτέ, απ τις εκκλησιαστικές τελετές.
Πρώτοι και καλύτεροι ήμασταν και στα ερημοκλήσια, γιατί εμείς έπρεπε να κουβαλήσουμε όλα τα απαραίτητα, για τη λειτουργία της ημέρας. 
Οι μεγαλύτεροι κουβαλούσαν και τη μικρή κολυμπήθρα, γιατί μετά τη λειτουργία, όλο και κάποιο μωρό βρισκόταν να βαπτιστεί και να πάρει συνήθως, το όνομα του ερημοκλησιού.
Όταν ο νουνός έλεγε το όνομα του μωρού, εμείς τρέχαμε να το πού-με στη μάνα και τον πατέρα του -που ήταν πιο πέρα- και να δώσει κάτι στον πρώτο, για τα σχαρίκια.
Στο στεφάνι του Άι-Νικόλα -στις 10 του Μάη- ανεβαίναμε με μεγάλη δυσκολία, γιατί καθώς ήμασταν φορτωμένοι με τις εικόνες και τα λιβανιστήρια, έπρεπε αγκομαχώντας, να βγάλουμε -αγκαλιά μ αυτά- και τη μεγάλη ανηφόρα. 
Δεν λείπαμε ποτέ απ τις τελετές αυτές, γιατί με τις επισκέψεις μας στα γύρω ερημοκλήσια, γνωρίζαμε καλύτερα τα πέριξ της Βόνιτσας.
Στη Ζωοδόχο Πηγή, παίρναμε μαζί μας και τα μισοκαμένα κεριά της Ανάστασης και τα παρατάγαμε σαράντα μέρες μετά το Πάσχα στο ερημοκλήσι της Ανάληψης. 
Με το τέλος της λειτουργίας, παρατάγαμε τα πάντα εκεί και τρέχαμε για τη θάλασσα. 
Ήταν παράδοση τη μέρα αυτή, να κάνουμε το πρώτο επίσημο μπάνιο, για το καλό του καλοκαιριού που έφτανε.
Του Άι-Γιωργιού που πέφτει συνήθως την άλλη μέρα του Πάσχα, γινόταν χαμός να βρούμε και μεις τα μικρά κανένα γάιδαρο, να πάμε καβάλα στο εκκλησάκι του, να προσκυνήσουμε. 
Ήταν έθιμο απ τα χρόνια τα παλιά, να πηγαίνει ο κόσμος στο εξωκλήσι αυτό καβάλα στ άλογά του, γιατί ο Άγιος αυτός περ απ το ότι ήταν καλός καβαλάρης, είχε σκοτώσει και το θεριό -που καθώς λέγανε- έτρωγε τις κοπέλες.
Όταν αντρώσαμε και γίναμε εννιάχρονα - δεκάχρονα παιδιά, έπρεπε να βρούμε και μεις τον τρόπο και να πάμε καβάλα στη χάρη του.
Τότε όμως, υπήρχε μεγάλη έλλειψη από άλογομούλαρα, γιατί τα είχαν πάρει όλα στο Αλβανικό μέτωπο κι από τότε δε τα ματάδαμε. 
Τα δυο γαϊδούρια που είχαν απομείνει στη γειτονιά μας, ήτανε για να τα κλαις. 
Το ένα γύριζε αδέσποτο στους δρόμους κι έτρωγε χαρτιά και προκηρύξεις σαν να ήτανε φρέσκα μαρούλια και το άλλο ήταν κλεισμένο στη μάντρα του Μαρκαντώνη.
Η μάντρα αυτή ήταν γεμάτη από φωλιές με σερσέγκια, όπως σας έλεγα και πρωτύτερα.
Ανέβηκα με προσοχή μια μέρα στη μάντρα αυτή, να κόψω καμιά μεσπλα να φάω, όταν είδα πιο κει κι απ τη μέσα μεριά της μάντρας, το γάιδαρο. 
Για πλάκα μάζεψα μια χούφτα μαυλισμένα κουκαλίτσα -απ τα μούσμουλα που έτρωγα- κι όταν του τα πέταξα, έγινε το κακό.
Τράβηξε κι αυτός μια κλοτσά προς τα πίσω και κατά τύχη πέτυχε μια κυψέλη, που ήταν εκεί. 
Σκόρπισε το μελίσσι ολόγυρά του και τον έκανε ταμπούρλο. 
Εγώ τσακίστηκα να εξαφανιστώ, πέφτοντας άγαρμπα απ τη μάντρα αυτή, πριν με πάρουν σβάρα μέλισσες και σερσέγκια.
Το άλλο που έτρωγε τα χαρτιά, αδέσποτο και ξεσαμάρωτο καθώς ήταν, του μπήκαμε καβάλα τέσσερα μικρά ανήμερα του
Άι-Γιωργιού και με χαρές και τραγούδια, τραβήξαμε για το εκκλησάκι του.
Μετά από μια περιπετειώδη διαδρομή και φτάνοντας εκεί, κάναμε τους τρις γύρους έξω το εκκλησάκι του και μετά μπήκαμε και μέσα, καθώς τόχαμε συνήθειο. 
Σκάλωσε όμως ο γάιδαρος μέσα και δεν ήθελε με τίποτες να βγει απ την πίσω πόρτα. 
Ήρθαν και τ άλλα γαϊδούρια που κάνανε αρβανάκι γύρω - γύρω την εκκλησιά,,, κόλλησαν κι αυτά πίσω μας, και έγινε ο μεγάλος σαματάς. 
Φώναζαν οι άλλοι ούιστ, καθώς ο ένας από μας τράβαγε το κεφάλι του γάιδαροι απ έξω, ενώ τ άλλα τρία, του σπρώχναμε τα καπούλια.
Με το που τον βγάλαμε έξω, άρχισαν τα δύσκολα. 
Ο γάιδαρος δεν κουμαντάρονταν με τίποτα. 
Παραπάταγε από εδώ, παραπάταγε από κει, μέχρι που στο τέλος μας άδειασε και τα τέσσερα σ ένα χαντάκι. 
Μπάταρε κι αυτός τ ανάσκελα δίπλα μας -σηκώνοντας τα πόδια του ψηλά- και μας άφησε με τη χαρά.
Δε μπορέσαμε εκείνη τη χρονιά, να πάμε και μεις καβάλα στα σπίτια των Γιώργηδων που γιόρταζαν, για να τους πούμε τα χρόνια πολλά και να φάμε και κάνα κομμάτι ραβανί, που κέρναγαν.
Ένα ακόμη ερημοκλήσι της Βόνιτσας, είναι και αυτό της Αγίας Παρασκευής, που γιορτάζει δυο φορές το χρόνο.
Τη μια φορά στη γιορτή της -που είναι στις 26 Ιουλίου- και την άλλη στις 14 του Μάρτη -για ένα θαύμα που είχε κάνει- με ένα παπαδοπαίδι που μίλησε.
Άλλοι πάλι λέγανε πως μούγκανε ένα ψαρά, που τη βλαστήμησε και του ξανάδωσε τη λαλιά μόνο όταν αυτός πήγε και την προσκύνησε, ζητώντας της συχώρεση.
Και στις δυο αυτές γιορτές, πήγαινε πολύς κόσμος στο εξωκλήσι αυτό για προσκυνήσει και πολλές γριές ξενυχτούσαν την Αγία ως το πρωί. 
Ο κόσμος που ερχόταν εδώ ήταν όχι μόνο απ τη Βόνιτσα και τα γύρω χωριά, αλλά κι απ το απέναντι νησάκι της Καρακονησιά.
Στην Καρακονησά είναι η εκκλησία της Παναγίας -που γιορτάζει στις 8 του Σεπτέμβρη- και μαζί με την Αγία Παρασκευή τη δική μας, αποτελούσαν -απ τα χρόνια τα παλιά- μετόχια του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αντάλλασσαν από παράδοση, καντήλια και προσκυνητές.
Και στις δύο αυτές γιορτές, οι ψαράδες δεν πήγαιναν για ψάρεμα. 
Το είχανε τάμα να μεταφέρουν δωρεάν τους προσκυνητές, απ την μια μεριά της ακτής στην άλλη. 
Μόνο οι φωτογραφίες μπορούν να περιγράψουν το πήγαινε - έλα των προσκυνητών, με τις βάρκες των ψαράδων.
Η Αγία Παρασκευή, αν και είναι το πιο κοντινό εξωκλήσι της Βόνιτσας, είναι συνάμα και το πιο μακρινό, γιατί μας χωρίζει απ αυτό ο κολπίσκος του ιβαριού.
Στα παιδικά μου χρόνια δεν υπήρχαν χωματόδρομοι και μονοπάτια από τα γύρω και μοναδική επικοινωνία με την απέναντι μεριά της Αγία Παρασκευή και τον οικισμό του Μιρταριού, ήταν η βάρκα.
Περατάρης, ήταν ο μπάρμπα Βασίλης ο Κουμαντάνης με τη βάρκα του, που τον έβρισκες εκεί, μέρα και νύχτα. 
Με τη βάρκα του πέρναγε κάθε πρωί κι ο δάσκαλος να πάει να κάνει μάθημα στα μαθητούδια του στο Μερτάρι και μ αυτή ματαγύριζε το μεσημέρι σπίτι του.
Με τη βάρκα αυτή περνούσαμε και μεις στην απέναντι μεριά της Αγίας Παρασκευής για απίδια, κούτσφα, και παιχνίδια στην αμμουδιά, που είναι πίσω απ το εκκλησάκι της.
Εμείς βέβαια δεν πληρώναμε τις ελάχιστες δεκάρες που δίνανε οι άλλοι -μιας και δεν είχαμε- αλλά αναλαμβάναμε το πέρασμα των άλλων για την απέναντι ακτή με τα κουπιά και ξεκουράζαμε μια στάλα τον μπάρμπα Βασίλη.
ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ ΜΑΣ
Περνώντας από αριστερά το εκκλησάκι αυτό, φτάναμε σε μια απότομη κατηφόρα, που μας έφερνε σε ένα πανέμορφο ειδυλλιακό τοπίο, που ο τότε κοινοτάρχης μας -ο Χρήστος Κατσικογιάννης- το αποκαλούσε παυσίλυπο. 
Ήταν τότε όπως και σήμερα, μια απ τις πιο ήσυχες και καθαρές ακρογιαλιές του Αμβρακικού.
Τα ερείπια που είναι πίσω απ το εκκλησάκι και κολλητά στο γκρεμό, σκίαζαν τότε -όπως και σήμερα- μαζί με την πυκνή βλάστηση των δέντρων την ακροθαλασσιά αυτή, με την μοναδική αμμουδιά. 
Λέγανε πως αυτό το πανέμορφο τοπίο, ήταν στα παλιότερα χρόνια θέρετρο του Αλί Πασά, και πως εδώ περνούσε τα καλοκαίρια του.
Την παραλίας αυτή με τα πεντακάθαρα βότσαλα, την έκοβε στη μέση ένας φυσικός βράχος, που είχε και στοά από κάτω και μας διευκόλυνε να περνάμε απ τη μια μεριά της ακρογιαλιάς, στην άλλη.
Τότε ο κόσμος, δεν έκανε μπάνιο. 
Μόνο εμείς τα μικρά τσαλαβουτούσαμε στα κύματα και κάναμε τα πρώτα μακροβούτια μας στο κουντρί του Άι-Δημήτρη.
Όταν μάθαμε και μερικές απλωτές, μετακομίσαμε στο φανάρι, γιατί δεν υπήρχε τότε άλλη κατάλληλη μεριά, για βουτιές και μπάνιο.
Απ τα Χελαίικα και μέχρι τα Ραφταίικα, υπήρχε μια χτιστή πέτρινη μάντρα πάνω σε βράχια, -ένα μέτρο ύψος και μισό πλάτος- που εμπόδιζε τη θάλασσα, να φτάσει στα πρώτα σπίτια.
Η μάντρα αυτή ήταν κομματιασμένη απ τις τραμουντάνες (φώτο) και μέχρι το μόλο -που είναι το άγαλμα- η θάλασσα ήταν διάσπαρτη από κοφτερές πέτρες, που ξέσκιζαν τα πόδια μας.
Το χειμώνα με τις τραμουντάνες και τις φουσκοθαλασσιές το παραλιακό δρομάκι ήταν αδιάβατο και για το λόγο αυτό το μπαζώσανε με βράχια και άμμο και με τον καιρό, έγινε η πλαζ της Βόνιτσας, που απολαμβάνουμε σήμερα.
Μεγαλώνοντας εμείς, για να μη γινόμαστε ξόμπλιο στο φανάρι, πηγαίναμε και κάναμε βουτιές πιο πέρα, εκεί στα βράχια που είναι μετά τη Βλυχούλα.
Έτσι μοναδική αμμουδιά για μπάνιο και παιχνίδια, ήταν μόνο η Αγία Παρασκευή.
Εκεί έκαναν την εμφάνιση τους και τα πρώτα θαρραλέα κορίτσια.
Μια μέρα που φτάσαμε λίγο καθυστερημένοι, τα βρήκαμε εκεί και η Ισμήνη του Τσαγκαριώλου, μας αποπείρε. -Παιδιά να φύγετε, η πλαζ είναι αγκαζέ!!!
Όχι μόνο έγινε χαμός, αλλά ήταν ευκαιρία να γνωριστούμε καλλίτερα, παιδιά και κορίτσια της αγοράς. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, βόλτες στην παραλία, κόρτε και αργότερα εκδρομές στα πέριξ.
Με τα χρόνια που πέρασαν, η αμμουδιά της Αγίας Παρασκευής έγινε πολυσύχναστη. Όλοι έφτανε εδώ να κάνουν το μπάνιο τους και να σκεφτείς πως μέχρι τότε, δεν είχε βρέξει κανένας τα πόδια του στη Θάλασσα.
Μαζί με τους λουόμενους, φτάσανε μετά το 1966 και όσοι υποφέρανε από ρευματικά και ποδόπονους, που τους το σύστησε ο γιατρός.
Στα ανατολικά της Βόνιτσας δεν μπορούσες να πας όχι για μπάνιο, αλλά ούτε και για βόλτα.
Η παραλία μετά τον Αι-Δημήτρη ήταν αδιάβατη από ένα βάλτο με πυκνοπλεγμένες αρμυρικές, βουρλιές και λασπόνερα, που έφταναν μέχρι τα Χοντρά Χαλίκια.
Το 1947 ήρθε δασικός στη Βόνιτσα ο Φώτης ο Μακρυγιάννης 
και ξεσήκωσε την νεολαία, να δεντροφυτέψουμε το νησάκι της Κουκουμίτσας που ήταν άδενδρο και δεν υπήρχε το εκκλησάκι της εκεί.
Ήταν σκεπασμένη με χαμόκλαδα, ασφάκες και ρούσκλα, που μας ξέσκιζαν τα πόδια.
Στην δενδροφύτευση, πήραν μέρος ο Θανάσης Βασιλάκος, Γιάννης Τσαβαλάς, Πάνος Ζορμπάς, εγώ, Πανταζόπουλος, Πολύβιος Γιανέλος και αρκετοί ακόμη, που δεν τους θυμάμαι.
Μας βοήθησαν και πολλοί ψαράδες, που κουβαλούσαν με τις βάρκες τους νερό, απ την βρύση που ήτανε τότε στην παραλία.
Εμείς κουβαλάγαμε το νερό με τις λάτες, απ τη δημοτική βρύση που ήταν στην αυλή του Γιάννη του Χελά και κάτω απ την Λεύκα, που έχω αναφέρει στην αρχή της αφήγησις μου.
Περνώντας τη μάντρα του Άι-Δημήτρη, υπήρχε στην ακρογιαλιά ένα παμπάλαιο πέτρινο γεφύρι και χάμω ο τόπος ήταν διάσπαρτος από στουρναρόπετρες. 
Όλα δείχνανε πως στα παλιότερα χρόνια, θα υπήρχε εδώ δρόμος και μια κοίτη ποταμού.
Μετά άρχιζε ένας βάλτος -λασπότοπος από άργυλο - που άπλωνε και μέσα στη θάλασσα. 
Δε μπορούσες να περπατήσεις, γιατί ο άργυλος ήταν γλιστερός και βούλιαζες μέσα του, μέχρι το γόνατο.
Οι αρμυρικές, αποτελούσαν ένα ακόμα εμπόδιο με τα πυκνοπλεγμένα κλωνάρια τους, που σκέπαζαν ακόμα και τη θάλασσα.
Διασχίζαμε το βάλτο αυτό με μεγάλη δυσκολία, γιατί ο τόπος ήταν γεμάτος και με τρύπες -απ τις πατημασιές που άφηναν τα γελάδια που βοσκούσαν εκεί μέσα- και ήταν Γολγοθάς να φτάσεις στα Χοντρά Χαλίκια.
Τα λέγαμε Χοντρά Χαλίκια, γιατί η ακρογιαλιά αυτή ήταν στρωμένη με χοντρά βότσαλα, που υποχωρούσαν κάτω απ τα πόδια μας και δυσκόλευαν το περπάτημά μας, καθώς ήμασταν φορτωμένοι και με τις λάτες γεμάτες νερό.
Στα Χοντρά Χαλίκια πηγαίναμε και το χειμώνα με τα σκαλιστήρια μας -μετά από μεγάλες τραμουντάνες- για να μαζέψουμε καποσάντες, ριχτιές και κόπλα για τη φωτιά.. Πολλές φορές πηγαίναμε και με καλάμια, που στην άκρη τους δέναμε ένα χοντρά σύρμα και καρφώνουμε τα πορτοκάλια που έφταναν εδώ απ την Άρτα. 
Τα παρέσυραν τα νερά του Λούρου - μετά από μεγάλες πλημμύρες εκεί - και τα κύματα της θάλασσας, τα φέρνανε σε εμάς.
Έτσι φορτωμένοι με τις λάτες γεμάτες νερό, δεινοπαθούσαμε να περάσουμε όλα αυτά τα εμπόια και να διαβούμε και το -Ράμμα της θάλασσας- για να φτάσουμε στο νησάκι αυτό.
Καθένας φρόντιζε από μόνος τα πεύκα που είχε φυτέψει και σήμερα μετά από εβδομήντα και βάλε χρόνια, απολαμβάνουμε αυτό το όμορφο τοπίο, που με τόσο κόπο, το αναστήσαμε εμείς.
google page rank