Γεννήθηκα προσφυγούλα… (1922)
Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη
Η Μελπoμένη Ηλιοπούλου γεννήθηκε το 1922 από γονείς πρόσφυγες. Τη συνάντησα ένα κυριακάτικο πρωινό στο σπίτι της στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου.Ευγενική, καλοστεκούμενη, με δέχτηκε στο πεντακάθαρο χώρο της και μου αφηγήθηκε πράγματα από τη ζωή της.Ας την ακούσουμε:
<<Είμαι 90 χρονών, κοπέλα μου. Γεννήθηκα λίγες μέρες μετά τη σφαγή της Σμύρνης.Εγώ δε θυμάμαι. Δεν τα έζησα.Ότι μου έλεγαν οι γονείς μου. Μολόγαε ο πατέρας μου είχανε καπναποθήκες στα Βιτσά.Στο χωριό του. Είχανε τον τρόπο τους εκεί. Δούλευαν κάπου τρακόσα άτομα στον πατέρα μου.
Ό πως εδώ στον Παπαστράτο.Και Τούρκοι δούλευαν στην αποθήκη του.
Ό πως εδώ στον Παπαστράτο.Και Τούρκοι δούλευαν στην αποθήκη του.
[Εδώ η κυρία Μελπoμένη θα αναφερθεί στους καλούς Τούρκους. Παρακάτω θα αναφερθεί στους σκληρούς και άπονους Τούρκους.]
Ορισμένοι ήταν καλοί. Πάηνανε ορισμένοι Τούρκοι και τούλεγαν:
Αφέντη μ’, μη στενοχωριέσαι. Θα φτιάξουν τα πράγματα και θα ξανάρθεις πίσω. Θα δουλεύουμε όπως πρώτα. Στη γλώσσα τους τα έλεγαν.Η μαμά μου ήταν έγκυος σε μένα.Είχε άλλα τρία παιδιά.Ένας Τούρκος της βάνει το μαχαίρι στην κοιλιά και της λέει:
<<Δεν έκανα σεφτέ σήμερα σε κανέναν, θα κάνω σε σένα!>>
Εντωμεταξύ τα’ αδέλφια μου κλαίγανε, βάλανε τις φωνές τα παιδιά! Ένας γέρος τούπε:
<<Δε σόρχεται κρίμα ν’ αφήσεις τόσα ορφανά παιδιά;Να σκοτώσεις μια έγκυο γυναίκα;Το βαστάει η καρδιά σου;>>
Εκείνος άφησε τη μητέρα μου.Γλύτωσε η μάνα μου και γλύτωσα και γω.
Κι όταν βγήκαν στην Ελλάδα γεννήθηκα εγώ.Προσφυγούλα.Και φοβόταν η μάνα μου μην με γεννήσει στο πλοίο…
Από την Αθήνα που βγήκανε ο καθένας πήρε το δρομολόγιό του.Οι δικοί μου πήγανε στη Μακεδονία.Στη Δράμα .Εκεί έξω από τη Δράμα σ’ ένα χωριό.Βάζανε καπνά εκεί.Ταλαιπωρημένη ζωή!Μεγάλη περιπέτεια.Μετά ήρθαμε εδώ και μείναμε εδώ. Πήραμε σπίτι στο Συνοικισμό.Δύο δωματιάκια και μια παραγκούλα είχε.Ταλαιπωρία η ζωή μας.Στην αρχή οι Αγρινιώτες δεν μας θέλανε. Αλλά σιγά σιγά συνηθήσαμε.
Οι γονείς μας καπνά βάζανε. Ολημέρα να ‘σαι σκυμμένη κι μ’ ένα σουφλί στο χέρι να φυτεύεις.Στην αποθήκη ήσουνα τουλάχιστον στον ίσκιο.Εδώ βρήκαμε δουλειά και δουλέψαμε. Ήτανε πολλά μαγαζιά εδώ: ο Παπαστράτος, ο Παναγόπουλος, ο Κρίπας…Εγώ δώδεκα χρονών βρήκα δουλειά στην αποθήκη. Εγκατέλειψα το σχολείο. Είχαμε πως έχουν τα καφενεία κι έδινα νερό στις γυναίκες… Μετά δούλεψα στα ταπί[…]Εγώ είχα κάπου 7000 ενσήματα . Δουλέψαμε και βγάλαμε ψωμί απ’ αυτού. Παίρνω τη σύνταξή μου .
Η ΖΩΗ μας ΤΑΛΑΙΠΩΡΗΜΕΝΗ. Αφού φύγαμε απ’ τον τόπο μας, όσπου να γίνει εδώ, τι ήθελες…
Δουλεύαμε γαϊδουρινά Ο ιδρώτας πάηνε γόνα! Ο σύζυγός μου ήταν ράφτης.Είχε ραφείο κάτω στην αγορά.[…]Είναι της τύχης τα γραμμένα αυτά.Εκεί είχανε αποθήκες ,έλεγε η μάνα μου, αλλ’ εδώ πούρθαμε είμαστε επί ξύλου κρεμάμμενοι!
Αλλά ζήσαμε! Είδες ο άνθρωπος πόσο σκληρός είναι;
Η κ. Μελπομένη επαναλαμβάνει πολλές φορές τη λέξη ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ, αλλά και τη λέξη ΖΩΗ!Η ίδια αποτελεί ένα σύμβολο ζωής αφού γεννήθηκε αμέσως μετά την καταστροφή. Ήταν ένα σύμβολο ελπίδας για τη νέα ζωή που άρχιζε για τους πρόσφυγες στη νέα πατρίδα…