Ο περιβόητος λήσταρχος του 19ου αιώνα Ντελής γεννήθηκε στον Αετό Ξηρομέρου. Ο Ντελής ήταν ένας ακόμα λήσταρχος που έδρασε στα δύσβατα και πετρόχτιστα Ξηρομερίτικα βουνά. ...
Η δράση του άρχισε να αποκτά πανελλήνιο ενδιαφέρον όταν τον Νοέμβριο του 1865 απήγαγε τρεις Άγγλους περιηγητές και τους απελευθέρωσε αφού πήρε λύτρα. Έκανε δηλαδή ό,τι έκανε και ο λήσταρχος Νταβέλης στην Αττική.
Ο Ντελής σκοτώθηκε, ύστερα από προδοσία από την «απηθώτρα» του, στο δάσος της Μάνινας («Απηθώτρα» λεγόταν αυτός που φύλαγε τα χρήματα και τα πράγματα αξίας του κάθε ληστή και βέβαια, είχε κάθε λόγο να τον προδώσει, αφού έμεναν σε αυτόν και έπαιρνε και την αμοιβή από την επικήρυξη του ληστή).
Μαζί του ήταν και άλλοι ληστές από τον Αετό, όπως ο Καρύκης, που σκοτώθηκε την ίδια μέρα και ένα δωδεκάχρονο παιδί που σώθηκε και αργότερα έγινε μοναχός στο Άγιο Όρος. Ο Ντελής είχε διαπράξει συνολικά 38 φόνους.
Σύντομα η δράση του έγινε διαβόητη, κάτι που έκανε τον Δ. Κυριακού να γράψει το μυθιστόρημα «Ο βασιλεύς των ληστών Ντελής και η Αγγέλω του παπά». Ο συγγραφέας, στο πολυσέλιδο μυθιστόρημά του, παρουσιάζει τον Ντελή να ερωτεύεται την πεντάμορφή Αγγέλω, κόρη του παπά. Η κόρη αυτή ήταν «το ασύλληπτον όνειρον των λεβέντηδων και των παλληκαριών του χωριού». Ένας από αυτούς ήταν και ο νεαρός Βασίλης Ντελής, που της εκδήλωσε τον ερωτά του. Όμως αυτή γέλασε μαζί του. Αυτό άναψε στον νεαρό τον πόθο της εκδίκησης. «Αφού δεν θέλει να γένη γυναίκα μου, δεν πρέπει να γένη κανενός άλλου γυναίκα», σκέφτηκε.
Τη στιγμή που η Αγγέλω χόρευε στο πανηγύρι όρμησε, την αγκάλιασε, την έσφιξε πάνω του και της έδωσε δύο φιλιά στα μάγουλα. Μετά από αυτό το θράσος οι συγχωριανοί του τον κυνήγησαν. Μόλις που γλύτωσε από τις σφαίρες τους και αναγκάστηκε να καταφύγει πια στα βουνά. Ύστερα οι συγγενείς του παπά έβαλαν φωτιά στο σπίτι του Ντελή και το έκαψαν. Ο πατέρας του Θανάσης μόλις που γλύτωσε. Γρήγορα ο Ντελής συνελήφθη αιχμάλωτος από τον λήσταρχο Οδυσσέα Μαυροδήμο, που ζητούσε λύτρα για να τον αφήσει. Αιχμάλωτος στον Μαυροδήμο ο Ντελής στέλνει γράμμα στον παπά πως αν παντρέψει την κόρη του με άλλον θα τον σκοτώσει. Όταν η Αγγέλω είδε το γράμμα για πείσμα αποφάσισε να παντρευτεί τον Κυριάκο Λαμπρινό.
Ο πατέρας του Ντελή έστειλε τα λύτρα στον Μαυροδήμο. Όμως αυτός αρνήθηκε να φύγει από κοντά του, τους είπε την ιστορία με την κόρη του παπά και ζήτησε από τον Μαυροδήμο να μείνει μαζί του και να γίνει ληστής.
Ο Λαμπρινός δεν δέχτηκε να παντρευτεί την Αγγέλω και τότε ο πατέρας της βρήκε άλλον γαμπρό, τον Σταμάτη Αδρακτά. Το έμαθε ο Ντελής και πήγε τη μέρα του γάμου και παρακολουθούσε από μακριά. Την ώρα του μυστηρίου πυροβολεί τον γαμπρό και εξαφανίζεται. Ακολουθούν και άλλα φονικά: «Αίμα στο αίμα. Φονικό στο φονικό». Το μίσος της Αγγέλως για τον Ντελή όλο και μεγαλώνει, εν τω μεταξύ ο Ντελής γίνεται λήσταρχος και σκοτώνει έξι εξαδέλφια της.
Στη συνέχεια η δράση του Ντελή μεταφέρεται από τον συγγραφέα στη Γκιώνα. Μετά από πολλά περιστατικά για τη ληστρική του πορεία έχουμε τη σύλληψή του, τη φυλάκισή του στις φυλακές της Λαμίας και την αντάμωσή του εκεί με τη Μαρία την Πενταγιώτισσα, που ο Ντελής είχε σκοτώσει έναν εξάδελφό της.
Τελικά ο Ντελής δραπετεύει με τη βοήθεια της Μαρίας. Επιστρέφει στο χωριό του και ζητάει από τους συγχωριανούς του να αποκλείσουν τελείως την Αγγέλω και να μην της μιλάει κανείς. Ύστερα κατέφυγε πάλι στα βουνά της Ρούμελης. Κάποια στιγμή αποφασίζει να πάει ξανά στο χωριό να δει τους γονείς του. Το μαθαίνουν οι συγγενείς του σκοτωμένου Αδρακτά, τον περικυκλώνουν και τον αποκλείουν στο σπίτι του. Αντεπιτίθενται οι σύντροφοι του Ντελή και το χωριό αιματοκυλιέται. Μετά την κηδεία των θυμάτων του Ντελή φτάνει στο χωριό ο αποσπασματάρχης Ιωάννης Μέγας για να τον πιάσει και άρχισε ανακρίσεις.
Οι συγχωριανοί της κατηγορούν την Αγγέλω ότι είναι κρυφή ερωμένη του Ντελή και ο Μέγας την ανακρίνει. Η Αγγέλω ήρθε σε δύσκολη θέση και αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια του Ντελή. Όταν έφυγε ο Μέγας ο Ντελής μπαίνει στο χωριό και το ρημάζει και αναγκάζει τους συγχωριανούς του να ζητήσουν συγγνώμη από την Αγγέλω. Σύντομα η Αγγέλω βγαίνει μαζί του στο βουνό και εκδικείται όσους της είχαν φερθεί άσχημα. Όταν πήγε ο Μέγας να τους πιάσει ο Ντελής τον συνέλαβε αιχμάλωτο, αλλά τον άφησε τελικά να φύγει και οι δύο άντρες φίλιωσαν.
Μετά από περιπέτειες και έρωτες της Αγγέλως με άλλους, την ερωτεύεται και ο Μέγας. Κατόπιν τη συλλαμβάνει η Πενταγιώτισσα και τη φυλακίζει. Τελικά σώζεται και φεύγει με τον νέο εραστή της, τον Βαλμά. Ενώ ο Ντελής ερωτεύεται την Πενταγιώτισσα, και αρχίζει νέος κύκλος αίματος. Έχει χάσει πια τα λογικά του ο λήσταρχος και τα παλληκάρια του αποφασίζουν να τον εγκαταλείψουν. Ο Ντελής μένει μόνος. Ο Όθων αυξάνει την επικήρυξη για το κεφάλι του στις 20.000 δραχμές.
Ο Βαλμάς με τη Αγγέλω εγκαταστάθηκαν προσωρινά έξω από τη Θήβα σε ένα εξοχικό σπίτι. Μαζί και ο πατέρας της Αγγέλως, που αναγκάστηκε να βγάλει τα ράσα για να μην τον γνωρίσουν και δύο σύντροφοί τους, ο Ψητάρας και ο Κοντοπίθαρος. Σκοπός τους ήταν να φύγουν από την Ελλάδα, αλλά ο Βαλμάς έπρεπε να τακτοποιήσει κάποιες υποθέσεις τους. Ήθελαν να πάνε στην Κωνσταντινούπολη. Ενώ ετοιμάζονται να φύγουν ο Κοντοπιθαρος έφυγε και πήγε να σκοτώσει τον Ντελή ώστε να πάρει την επικήρυξη. Τον βρήκε την ώρα που κοιμόταν και τον χτύπησε με μια μεγάλη πέτρα στο κεφάλι. Του κόβει το κεφάλι και το βάζει στο ταγάρι του και το παραδίδει στις αρχές.
Ο πατέρας του Ντελή έθαψε το ακέφαλο σώμα του γιού του και άρχισε να κλαίει πάνω από τον τάφο. Κάθε μέρα έφερνε άνθη του αγρού στον τάφο του γιού του, ώσπου πέθανε και αυτός μέσα στην καλύβα του απ’ το μαράζι. Η μάνα του είχε χαθεί από χρόνια.
Η Αγγέλω παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Βαλμά. Όλοι ζούσαν πια καλά, ενώ η Πενταγιώτισσα εξακολουθούσε τον τρικυμιώδη βίο της. Με την πάροδο του χρόνου όλα λησμονούνται «μόνον η απαισίας μνήμης φήμη του αιμοχαρούς Ντελή δεν λησμονείται».
Το πολυσέλιδο, πολύπτυχο και φαντασμαγορικό μυθιστόρημα κλείνει με την άποψη, πως όποιος ήθελε να χαρακτηρίσει κάποιον ως αιμοχαρή, ανηλεή και αιμοβόρο του απεύθυνε την τρομερή ύβρη: «Α! μωρέ Ντελή… αιμοβόρε».
Ο συγγραφέας, όπως είδαμε, βάζει τη δράση του στην περίοδο της βασιλείας του Όθωνα, όπως και τον θάνατό του. Όμως η ο θάνατός του έγινε αργότερα, αφού το 1865 δρούσε και απήγαγε τους Άγγλους στον Αστακό.
Γεώργιος Σπ. Μπαρμπαρούσης – Βαγγέλης Δ. Κουτιβής