Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Γιατί υποφέρουμε;

Υποφέρουμε μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουμε κάτι που επιθυμούμε ή μόλις ενημερωθούμε για κάποιαν απώλεια. Υποφέρουμε όταν αυτό που καταφέραμε απέχει πολύ από αυτό που περιμέναμε, κι όταν νομίζουμε ότι για ορισμένα πράγματα είναι πια πολύ αργά.
Ο πόνος, έλεγε ο Βούδας, είναι πανανθρώπινος, έχει όμως μια μόνο ρίζα.
Και η ρίζα αυτή, φρονούσε ο δάσκαλος, είναι η επιθυμία.
Επιθυμίες, προσκόλληση, πόθοι και προσδοκίες – ιδού οι ρίζες του πόνου μας. Αν λοιπόν πηγάζουν από δω τα βάσανά μας, συνεχίζει ο Βούδας, τότε ο πόνος έχει λύση.
Η λύση είναι να πάψουμε να επιθυμούμε. Να αποδεχτούμε. Να αφήσουμε πίσω. Να διαγράψουμε την επιτακτική ανάγκη να είναι τα πράγματα διαφορετικά απ? ότι είναι.
Σταματήστε την προσπάθεια να αποκτήσετε όλα όσα θα θέλατε να έχετε αυτή τη στιγμή – υλικά, συναισθηματικά ή πνευματικά -, και ο πόνος θα εξαφανιστεί.
Υπήρχε ένας ιησουΐτης ιερέας που λεγόταν Άντονι δε Μέγιο, και μερικές φορές του άρεσε να παίζει με τις λέξεις στις συγκεντρώσεις που έκανε.
“Θέλετε να γίνετε ευτυχισμένοι;” έλεγε στον κόσμο που πήγαινε να τον ακούσει. “Εγώ μπορώ να σας δώσω την ευτυχία αυτή τη στιγμή, και μπορώ να σας την εξασφαλίσω για πάντα. Ποιος από σας δέχεται;”
Αρκετοί από τους παρισταμένους σήκωναν το χέρι…

“Πολύ ωραία” συνέχιζε ο Δε Μέγιο. “Ανταλάσσω την ευτυχία σας με ό,τι έχετε. Δώστε μου όλα όσα έχετε, κι εγώ σας δίνω για αντάλλαγμα την ευτυχία.”
Ο κόσμος τον κοίταζε. Νόμιζαν ότι μιλούσε συμβολικά, και γελούσανε…
“Σας το εγγυώμαι” τους διαβεβαίωνε. “Δεν αστειεύομαι.”
Τα χέρια άρχιζαν να κατεβαίνουν… κι αυτός έλεγε τότε, χαμογελώντας σαν τον Βούδα:
“Χμμμ… Δεν θέλετε… Δεν θέλει κανείς.”
Και μετά τους εξηγούσε.
Ταυτίζουμε την ευτυχία μας με τις ανέσεις μας, με την επιτυχία, τη δόξα, τη δύναμη, την αναγνώριση, τα χρήματα, τις απολαύσεις, τη στιγμιαία ευχαρίστηση. Και δεν φαίνεται να είμαστε ούτε στο ελάχιστο διατεθειμένοι να παραιτηθούμε από κάτι που έχουμε. Ούτε και με αντάλλαγμα την ευτυχία. Ξέρουμε καλα ότι πολλά από τα βάσανά μας προέρχονται απ? όσα κάνουμε καθημερινά για να εξασφαλίσουμε όλα όσα επιθυμούμε, κανείς όμως δεν μπορεί να μας πείσει να παραιτηθουμε απ? αυτά.
Δεν μπορεί κανείς να μας πείσει ότι θα σταματήσουμε να υποφέρουμε αν κάνουμε το μεγάλο βήμα να πάψουμε να επιθυμούμε.
Κι ας είναι ολοφάνερο.
Είμαστε σαν τον ορειβάτη, αγκιστρωμένοι στην αναζήτηση υλικών πραγμάτων σαν να ήταν το σχοινί που θα μας σώσει.Δεν έχουμε το θάρρος ν? αλλάξουμε αντιλήψεις και συμπεριφορά, γιατί φοβόμαστε ότι χωρίς πράγματα στην κατοχή μας, μάς περιμένει ο θάνατος κι η εξαφάνιση. Ξέρουμε ότι το γνωστό μας προξενεί πόνο, δεν είμαστε όμως διατεθειμένοι να παραιτηθούμε απ? αυτό. Η ιδέα ότι πρέπει ν? αφήσουμε πίσω πράγματα για να διασχίσουμε τον δρόμο πιο ανάλαφροι, δεν μας είναι άγνωστη. Αφού δεν αφήνουμε τίποτε, όμως, δεν έχουμε καμία πιθανότητα να απαλλαγούμε από τον πόνο. Γιατί εκτός από τη στενοχώρια, υπάρχει μέσα μας μια αντίφαση, ένα “ναι μεν αλλά…”.
Οφείλουμε όμως να ομολογήσουμε ότι εμείς, οι άνθρωποι της Δύσης δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τις επιθυμίες, όπως επίσης ξέρουμε ότι δεν είναι δυνατόν να αποκτούμε εσαεί και απεριόριστα όσα όσα θέλουμε. Δεν είμαστε παντοδύναμοι.

Είναι γεγονός ότι:
Δεν σταματάμε να κατασκευάζουμε επιθυμίες.
Κανένας δεν μπορεί ούτε θα μπορέσει ποτέ να έχει όλα όσα επιθυμεί.
Είναι βασανιστικό να θέλεις κάτι και να μην μπορείς να το αποκτήσεις.
Υπάρχει άραγε τρόπος να ξεφύγουμε από αυτήν την παγίδα;
Εγώ νομίζω πως ΥΠΑΡΧΕΙ.
Το κλειδί θα το βρεις στον δρόμο όπου μαθαίνεις να μπαίνεις και να βγαίνεις από την επιθυμία.
Για να το κάνεις αυτό, είναι απαραίτητο να αναπτύξεις την ικανότητα να επιθυμείς χωρίς να μένεις φυλακισμένος στην επιθυμία. Να ποθείς χωρίς να αγκιστρώνεσαι σαν τον ορειβάτη από το σχοινί που νομίζει πως θα του σώσει τη ζωή. Εν ολίγοις, να μάθεις να απαγκιστρώνεσαι.

Ας δούμε ένα παράδειγμα.
Θα ήταν ίσως πολύ ευχάριστο να κυκλοφορείς με το πιο ακριβό, το πιο πολυτελές αυτοκίνητο στον κόσμο, έστω κι αν έχεις να πας πέντε τετράγωνα πιο πέρα. Είναι ανάγκη όμως να υποφέρεις, αν το αυτοκίνητο δεν είναι διαθέσιμο αυτήν εδώ τη στιγμή;
Λέω λοιπόν πως, αν υπάρχει, είναι υπέροχο να απολαμβάνεις τη βόλτα σου μ? ένα τέτοιο αυτοκίνητο (έστω και για λίγα τετράγωνα). Αν όμως δεν υπάρχει αυτό… θα υπάρχει κάποιο άλλο αυτοκίνητο. Κι αν δεν υπάρχει αυτοκίνητο… μπορείς να περπατήσεις. Αν πάλι βρέχει… μπορείς να πάρεις ομπρέλα. Κι αν δεν έχεις ομπρέλα… μπορείς να αναβάλεις την έξοδό σου…
Μπορείς ίσως (τώρα μόλις μου ήρθε αυτό και το γράφω…), να αλλάξεις τη συνήθειά σου και, αφού αυτοκίνητο δεν υπάρχει… να απολαύσεις το περπάτημα στη βροχή.
Εάν μπορούσα να ανακαλύπτω κάθε φορά τη δυνατότητα να είμαι ευχαριστημένος σε οποιαδήποτε κατάσταση, αν μπορούσα να φανταστώ ότι θα χαρώ λιγάκι σε οποιαδήποτε περίπτωση, δεν θα στενοχωριόμουν καθόλου περιμένοντας κάτι συγκεκριμένο όπως στο παράδειγμα.
Αντίθετα, εάν δημιουργώ προσδοκίες και ψευδαισθήσεις, αν επιμένω ότι το μόνο πράγμα που μπορεί να με κάνει ευτυχισμένο αυτή τη στιγμή είναι το αυτοκίνητο αυτό και κανένα άλλο… τότε έρχεται “η στιγμή των παραπονεμένων φωνηέντων”, όπως τη λέω.
“Αααχ… τι μεγάλη απογοήτευση!”
“Ωωωχ… τι φοβερή απώλεια!”
“Εεε… μα ξέρεις, εγώ πάντα είχα αυτοκίνητο…” και
“Ουουφ… δεν αντέχω το περπάτημα.”

Αν μπορούσαμε να αστειευτούμε με τη δυστυχία μας, αυτή θα λέγαμε πως είναι “η στιγμή της εγγυημένης δυστυχίας”.
Ευτυχώς, όμως, δεν είμαστε τόσο ανόητοι ώστε να βασίζουμε την ευτυχία μας σε μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Άρα… πρέπει να το δούμε από άλλη σκοπιά. Τι είναι αυτό που μας κάνει να υποφέρουμε;
Το ζήτημα είναι η προσκόλληση: η σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα σ? εμένα και τις επιθυμίες μου.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρω να μπαίνω και να βγαίνω από τις καταστάσεις.

Ότι δεν μπορώ να δεχτώ τη δέσμευση και την αποδέσμευση από τα πράγματα.
Ότι δεν έχω μάθει πως το να κερδίζω και να χάνω, αποτελούν μέρος της φυσιολογικής δυναμικής μιας ζωής, που θεωρείται ευτυχισμένη.
Θα με ρωτήσετε τώρα για ποιό λόγο έφυγα από το θέμα μου κι έκανα στροφή προς την ευτυχία, την προσκόλληση και την αφοσίωση, αφού μιλούσα πριν για απώλειες, δάκρυα, εγκατάλειψη και θάνατο. Δεν έφυγα από το θέμα. Ο θάνατος, η αλλαγή, η απώλεια και Η ΖΩΗ ΟΛΟΚΛΗΡΗ, είναι θέματα στενά συνδεδεμένα από καταβολής κόσμου, όπως αποδεικνύουν οι μελέτες των συμβόλων με τα οποία ασχολήθηκαν διαδοχικά η ανθρωπολογία, η ιστορία των πρωτόγονων λαών και η ψυχολογία. Στη διαδρομή του χρόνου κάθε συμβόλου έχει μια αρχετυπική σημασία, όπως την ανέλυσε ο περίφημος Καρλ Γιούνγκ στις μελέτες του γύρω από την κατεξοχήν συμβολική δομή στις κάρτες Ταρώ.
Στα Ταρώ υπάρχει, για παράδειγμα, μια κάρτα όπου παρουσιάζεται συμβολικά ο θάνατος. Πρόκειται για το μυστήριο νούμερο 13, που η λαϊκή παράδοση απεικονίζει με το κρανίο, το δρεπάνι και τον χιτώνα. Είναι η εικόνα του θανάτου.

Τα σύμβολα επαναλαμβάνονται πολλές φορές σε όλους τους πολιτισμούς και όλες τις εποχές. Η κάρτα, βέβαια, παρόλο που η εικόνα είναι τρομακτική, δεν συμβολίζει την έλευση του ίδιου του θανάτου. Το θέμα, για όσους γνωρίζουν καλύτερα, ενσαρκώνει την αλλαγή. Συμβολίζει τη διαδικασία μέσω της οποίας κάτι παύει να είναι αυτό που ήταν και δίνει τη θέση του σε κάτι άλλο. Αυτό το άλλο θα κατάλαβει τον χώρο που κάλυπτε πριν εκείνο που δεν υπάρχει πια.
Η λαϊκή σοφία ή το συλλογικό ασυνείδητο γνωρίζουν από καταβολής κόσμου ότι οι μικροί καθημερινοί θάνατοι, όπως και τα πιο σοβαρά επεισόδια θανάτου, συμβολίζουν εσωτερικές διεργασίες αλλαγής.
Όταν βιώνεις τις αλλαγές αυτές, βρίσκεις τη δύναμη να επιτρέψεις να πάψουν τα πράγματα να υφίστανται, για να δώσουν τη θέση τους σε άλλα, καινούργια.
Επεξεργάζομαι το πένθος, λοιπόν, σημαίνει μαθαίνω να αφήνω πίσω τα προηγούμενα.

Αντίθετα, όταν φοβάμαι αυτά που έρχονται, τότε αγκιστρώνομαι σε ό,τι υπάρχει.
Μένω συγκεντρωμένος σ? αυτό που έχω γιατί δεν έχω το θάρρος να ζήσω αυτό που ακολουθεί.
Πείθω τον εαυτό μου ότι δεν θα αντέξω τον πόνο, αν δεχτώ πως πάει αυτό, έφυγε… Έτσι δικαιολογούμαι που μένω δεμένος με όλα τα προηγούμενα…
Και από τη θέση αυτή ασφαλώς δεν μπορώ να γνωρίσω, ούτε να χαρώ, ούτε να ζήσω αυτό που ακολουθεί.
Σα να σας ακούω:
“… όμως πονάει όταν χάνει κανείς κάτι που αγαπάει. Σε βασανίζει αυτό που δεν υπάρχει πια”.
Συμφωνώ. Γι? αυτό το θέμα είναι να δούμε τι θα κάνουμε για να μείνουμε μόνο με τον πόνο, και να πάψουμε να βασανιζόμαστε.
Υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που σε καλούν να πορευτείς τον δρόμο των δακρύων, γιατί:
εκτός από τα πρόσωπα που χάνει κανείς,
υπάρχουν καταστάσεις που μεταβάλλονται,
υπάρχουν δεσμοί που αλλάζουν,
υπάρχουν φάσεις ζωής που ξεπερνιούνται,
υπάρχουν στιγμές που φθάνουν στο τέλος,
και το καθένα από αυτά τα πράγματα αντιπροσωπεύει μιαν απώλεια που πρέπει να επεξεργαστείς.

Αν συνειδητοποιήσω, ότι με τον άλφα ή βήτα τρόπο, ΟΛΑ μια μέρα θα περάσουν και θα φύγουν, θα καταλήξω να δεχτώ πως είναι ΔΙΚΗ ΜΟΥ ευθύνη να “εμπλουτίζομαι” αποχαιρετώντας τα.
Φανταστείτε να έμενα προσκολλημένος σε κάποια ωραία πράγματα της παιδικής μου ηλικίας. Να καθόμουν να σκέφτομαι, ας πούμε, τι ωραία που ήταν όταν ήμουν μικρός… να ζούσα με τη νοσταλγία της εποχής που ήμουνα μωρό και με θήλαζε η μαμά μου… τότε που εκείνη με φρόντιζε κι εγώ έκανα μόνο ό,τι ήθελα… Ακόμη χειρότερα, να έμενα, σαν τον ορειβάτη, δεμένος με την ανάμνηση της φανταστικής ασφάλειας της μήτρας πριν γεννηθώ, με την πεποίθηση ότι η κατάσταση αυτή σίγουρα ήταν ιδανική…
Φανταστείτε να έμενα στάσιμος σε μια προηγούμενη φάση της ζωής μου… να αποφάσιζα τότε να μην προχωρήσω μπροστά…
Φανταστείτε να έκρινα πως κάποιες στιγμές του παρελθόντος ήταν τόσο ωραίες, κάποιες σχέσεις τόσο ικανοποιητικές, κάποια άτομα τόσο σημαντικά, που δεν ήθελα να τα στερηθώ… Και για να μην τα χάσω ποτέ, να δενόμουνα μαζί τους με ένα σχοινί που θα με έδενε σε τόπους όπου δεν βρίσκομαι πια…
Φανταστείτε να έκανα εγώ αυτό κι εσείς κάτι ανάλογο. Ούτε το βιβλίο αυτό θα υπήρχε, ούτε εσάς θα σας ενδιέφερε να το διαβάσετε κι ούτε θα θέλατε να προχωρήσετε στη ζωή σας. Θα πεθαίναμε κι οι δυο μας εκεί, στο παρελθόν, καθηλωμένοι και παγωμένοι όπως στην ιστορία με τον ορειβάτη. Σίγουρα, δεν είναι αυτό που θέλουμε· δεν μπορεί να είναι αυτό καλό ούτε για μένα, ούτε για κανέναν άλλο.

Το δίχως άλλο, ήταν οδυνηρό που άφησα κάθε έναν από αυτούς τους τόπους. Ήταν οδυνηρό που άφησα την παιδική μου ηλικία. Ήταν οδυνηρό που έπαψα να είμαι βρέφος ολίγων ημερών, ήταν οδυνηρό που εγκατέλειψα τη μήτρα. Ήταν οδυνηρό που άφησα πίσω μου την εφηβική ηλικία…
Όλα αυτά τα βιώματα κατέληγαν σε μιάν απώλεια. Χάρη, όμως, στο γεγονός ότι έχασα ορισμένα πράγματα, μπόρεσα και κέρδισα κάποια άλλα.
Αυτό θα ήθελα να το τονίσω: Δεν υπάρχει σημαντικό όφελος χωρίς κάποια παραίτηση, χωρίς ένα συναισθηματικό κόστος, χωρίς μιαν απώλεια.
Αυτήν την αλήθεια ανακαλύπτει κανείς στο τέλος του δρόμου των δακρύων:
Ότι το πένθος είναι απαραίτητο για τη διαδικασία της προσωπικής ανάπτυξης. Οι απώλειες είναι αναγκαίες για την κατάκτηση της ωριμότητας, και αυτή με τη σειρά της θα μας βοηθήσει στην πορεία μας.
Όσο περισσότερο μαθαίνω να ξεπερνώ καταστάσεις, πρόσωπα και πράγματα, τόσο ευκολότερη γίνεται η προσωπική μου ανάπτυξη. Όσο περισσότερο αναπτύσσομαι, τόσο μικρότερη η στενοχώρια γι? αυτά που χάνω. Όσο λιγότερο μου ραγίζει την καρδιά αυτό που δεν υπάρχει πια, τόσο καλύτερα θα πορευτώ στον δρόμο που ακολουθεί.

Ωριμάζοντας, ανακαλύπτω ότι με δική μου απόφαση και με πόνο ψυχής αφήνω κάτι πίσω δημιουργώντας χώρο για το καινούργιο που επιθυμώ.
Πρέπει να αδειάσεις για να μπορέσεις να ξαναγεμίσεις.
Ένα φλιτζάνι, λέει ο Κρισναμούρτι, χρησιμεύει μόνο αν είναι άδειο.
Ένα γεμάτο φλιτζάνι είναι άχρηστο· δεν μπορείς να βάλεις τίποτα μέσα.
Αν κρατάς το φλιτζάνι σου πάντα γεμάτο, ούτε να δώσεις μπορείς – γιατί “δίνω”, σημαίνει πως “έχω μάθει να αδειάζω το φλιτζάνι”. Είναι σαφές ότι για να δώσω πρέπει να μάθω τι σημαίνει αποδεύσμευση και αποστασιοποίηση, καθώς υπάρχει απώλεια ακόμα κι όταν αποφασίζω να δώσω κάτι δικό μου.
Για να μεγαλώσουμε, επομένως, θα πρέπει να δεχτούμε το κενό. Τον χώρο εκείνον όπου – από δική μου απόφαση, της μοίρας ή της φύσης -, δεν βρίσκεται πια αυτό που κάποτε υπήρχε εκεί.

Έτσι είναι η ζωή. Πρέπει να απαλλαγώ από το περιεχόμενο του φλιτζανιού για να μπορέσω να το ξαναγεμίσω. Η ζωή μου εμπλουτίζεται κάθε φορά που γεμίζω το φλιτζάνι, εμπλουτίζεται όμως και κάθε φορά που το αδειάζω… Γιατί κάθε φορά που αδειάζω το φλιτζάνι μου, ανοίγω τον δρόμο για να το ξαναγεμίσω.
Η ιστορία της προσωπικής μου ανάπτυξης και της σχέσης μου με τον κόσμο είναι αυτός ο κύκλος εμπειρίας για τον οποίο συζητάμε. Ζωή, τελικά, σημαίνει ότι έρχομαι σε επαφή με τα γεγονότα, εξαντλώ την επαφή αυτή και αποσύρομαι. Από το σημείο αυτό ξαναρχίζω την έρευνα, φορτίζομαι ξανά με ενέργεια, συγκινούμαι και ενεργώ, και μετά, ξανά συνδέομαι, ξανά εξαντλείται η επαφή, και ξανά αποσύρομαι.
Μπαίνω και βγαίνω.
Γεμίζω και αδειάζω.
Παίρνω και αφήνω.

Βιώνω το πένθος για χάρη της προσωπικής μου ανάπτυξης, παρόλο που η διαδικασία δεν είναι πάντα τόσο εύκολη. Παρόλο που δεν είναι απαλλαγμένη από ψυχικό πόνο.
Όσο μεγαλύτερη η προσκόλλησή μου σ? αυτό που αφήνω πίσω, τόσο βαθύτερο το ψυχικό τραύμα την ώρα του αποχωρισμού, την ώρα της απώλειας, την ώρα που βιώνω το πένθος.
Δεν είναι απαραίτητο να είναι έτσι τα πράγματα, συνήθως, όμως, όσο περισσότερο αγαπάμε, τόσο περισσότερο “δενόμαστε”. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, γιατί θεωρείται σωστή η άποψη ότι όποιος αγαπάει κινδυνεύει να πονέσει. Να πως καταλήγουμε στο φοβερό συμπέρασμα (παραπλανητικό και λανθασμένο), ότι: “Όποιος δεν αγαπάει, δεν πονάει”.
Λέω λοιπόν ότι, δυστυχώς, όσον αφορά στον πόνο, ο έρωτας δεν είναι απλώς ρίσκο, είναι εγγύηση. Σε κάθε ερωτική σχέση είναι παραπάνω από πιθανό ότι θα υπάρχει και λίγος πόνος, κι ας μην είναι συχνά ο πόνος αυτός τίποτε παραπάνω από τη διαπίστωση ότι διαφέρουμε κι ότι πρέπει να κοπιάσουμε για να αντιμετωπίσουμε τις διαφωνίες μας. Η συνθήκη αυτή, όμως, είναι ο μόνος τρόπος για να ζει κανείς ολοκληρωμένα, και όπως συνηθίζω να λέω:
Η ζωή αξίζει τον κόπο

Ο πόνος, μου ανοίγει κατά κάποιον τρόπο την πόρτα μιας καινούργιας διάστασης. Είναι ο αναπόφευκτος πόνος που θα με βοηθήσει να πετύχω κάτι άλλο πιο σημαντικό. Είναι ο απαραίτητος όρος πάνω στον οποίο βασίζεται η προσωπική μου ανάπτυξη.
Δεν μεγαλώνει κανείς αλλιώς, παρά μόνο αν έχει περάσει από τον πόνο που συνδέεται με μια ματαίωση, με μιαν απώλεια.
Δεν μεγαλώνει κανείς αν δεν αποκτήσει συνείδηση ότι κάτι δεν υπάρχει πια.

Βιβλιογραφία
Μπουκάι, Χ. (2010). Ο δρόμος των δακρύων. Εκδόσεις Όπερα.
mariakoraka
google page rank