Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Ενας σαμαράς, ο Δημήτρης (Τάκης) Ράπτης που πέρασε από την ΚΑΤΟΥΝΑ τις δεκαετίες 50 και 60

Αφήγηση Σπυριδούλα (Γιούλα) Ράπτη -Σελιμά)
Πατέρας μου ήταν ο Δημήτρης (Τάκης) Ράπτης, του Θεοδώρου και της Σπυριδούλας το γένος Λούντζη από την Κωνωπίνα.
Τρίτο παιδί πολύτεκνης οικογένειας, εννέα αδέλφια. (τέσσερα αγόρια και πέντε κορίτσια). Βιοποριζόταν ως αγρότης (καλλιέργεια καπνού, σιτηρών, αμπελιών) και ως σαμαράς. (Οικογενειακή παράδοση).
Στο σπίτι τους φιλοξενούνταν, όσοι ήθελαν να πάνε στα άλλα χωριά, Αετό, Αρχοντοχώρι, γιατί δεν είχε συγκοινωνία και το σπίτι ήταν κοντά στο σταθμό.
Παντρεύτηκε το 1940, με την έναρξη του πολέμου, την Ευθυμία Ζαρκαδούλα από το Αχυρά. Στη διάρκεια του πολέμου, όταν έμαθαν ότι θα κάψουν τα χωριά, έφυγε και πήγε στα Αχυρά, ορεινό χωριό στους πρόποδες των Ακαρνανικών. Η μάνα μου έκρυψε τα προικιά της στη στέρνα που υπήρχε στο σπίτι. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στη Μπαμπίνη.
Το 1953 μας πήρε και πήγαμε στη Κατούνα, που ήταν η αδελφή της μάνας μου. Ήταν κωμόπολη και θα δούλευε καλύτερα το σαμαράδικο.

Ήταν πολύ καλός τεχνίτης. Είχε πολύ καλή συνεργασία και φιλία, με τους προμηθευτές του: ξυλεία από το Μέτσοβο, δέρματα από την Άμφισσα, σαμαροσκούτι και άλλα από την Πάτρα.



Στο μαγαζί του απασχολούσε πολλά παιδιά από τα γύρω χωριά, για να μάθουν την τέχνη, (καλφούδια) έμειναν στο μαγαζί και έτρωγαν στο σπίτι μας. Ένας από αυτούς ήταν και ο Κώστας Ντέμος (στη φωτογραφία) από τον Αετό, που όταν έμαθε τον έκανε συνέταιρο .



Ένοιωθε ξένος στη Κατούνα, ήθελε να γυρίσει στο χωριό του. Αυτό έγινε το 1972 με την συνταξιοδότησή του. Πρόλαβε να πάει καβαλάρης, στο πανήγυρι του Αι Γιωργιού με όλη την νεανική παρέα.


Εργατικός όπως ήταν, δενδροφύτευσε πενήντα στρέμματα στη θέση Λαουσιάνη με ελιές, καρυδιές και αμυγδαλιές, τα οποία πότιζε με αυτοσχέδια δεξαμενή και φυσική ροή του νερού. Ήταν πάρα πολύ ευρηματικός. Σε πολλές από αυτές τις δουλειές τον διευκόλυνε ο κουμπάρος του, Βασίλης Μουσές.
Αγαπούσε πολύ την οικογένεια του , δεν πήγαινε πουθενά χωρίς την μάνα μου, όταν στενοχωριόταν από τα προβλήματα του νοικοκυριού, της έλεγε << Χαϊδιάραμ ποιος σε μάλωσε>>.
Μας αγαπούσε πολύ και δικαιολογούσε όλες μας της πράξεις μας. Γυρίζοντας στο σπίτι , έφερνε πάντα κάτι από τα μαγαζιά. Θυμάμαι το λουκούμι, που κέρδιζε στην τράπουλα , το έφερνε στο σπίτι, το έκοβε στα τέσσερα και μας έδινε από ένα κομμάτι.
Δεν στερούσε από την οικογένεια τις διακοπές. Μετά τα καπνά πηγαίναμε στα λουτρά Τρύφου, στη Κορπή και για λασπόλουτρα στο Μύτικα.
Εγώ και η αδελφή μου η Αρετή τον αγαπούσαμε τον πατέρα μας και καμαρώναμε γι’ αυτόν .
Έφυγε από τη ζωή και ετάφει  στο χωριό του το Γενάρη του 1977.

Το κείμενο είναι από το Μπαμπίνι in 



google page rank