Β.
Βάβω=γιαγιά
Βαζόγαλο=το γάλα του (μεταλλικού) κουτιού
ή
και το ίδιο το κουτί του γάλακτος
Βαζούρα=ο δυνατός θόρυβος
Βαθύς=μυστικοπαθής
Βαίζω=λυγίζω
Βακούφ(ι)κο=ότι ανήκει ή είναι ταγμένο
Βαμμένος=εμπαθής
Βαντάκι=7-8 αρμάθες ξηραμένου
καπνού
Βάραγκας=μικρό βαθούλωμα όπου
αναβλύζει νερό
ή που συγκρατεί νερά βροχής
Βαραίνω=ψυχραίνομαι με κάποιον
Βαρβατσέλι=ο μικρός επιβήτορας
Βαρβατσίλα=η μυρωδιά αρσενικού ζώου
Βαργαλωνίζω=γυρίζω από δω κι από κει
Βαρεμένος=σκοτωμένος, πληγωμένος,σαλεμένος,βλαμμένος
Βαρκό= ο υγρότοπος
Βαρυγκόμια= δυσφορία από τα βάσανα
Βασιλ(ι)κούδια=τα φυτά στις γλάστρες του
σπιτιού
Βαστάω=αντέχω, υπομένω
Βάτεμα=η συνεύρεση, η γονιμοποίηση
ζώων
Βγαίνω= αντεπεξέρχομαι οικονομικά
Βελάνα=ο καρπός της βελανιδιάς χωρίς
τον κάλυκά του
Βελαώρα= τόπος καλλιεργήσιμος με
έδαφος κοκκινωπό
Βερέμκος=ο δύστροπος
Βιζ(ι)γάντι=είδος έμπλαστρου με ειδηκή
αλοιφή.
Το
επικολούσαν σε πληγή με πύον για να σπάσει.
Βιτούλι=κατσίκι αρσενικό 1-2 ετών
Βίτσα= γεμάτο
Βλάμης= αδελφοποιτός
Βλοημένος=ο καημένος
Βόγκος= το γόγγυσμα από μεγάλο
πόνο
Βοιδαγλειψιά=το φυσικό γύρισμα προς τα
πάνω
τουφας
μαλλιών του κεφαλιού παιδιού
Βολή=το βόλεμα, η καλοπέραση
Βολύμ(ι)=μολύβι
Βότνα=είδος πεπονιού
Βούζας=ο δυναμικός
Βουζούλα=ο αποδεδειγμένα δυναμικός
Βουζώνω=πεισματώνω
Β(ου)ναι= κοπριά μεγαλόσωμων ζώων
Βραγκανίζω=ξεκουφαίνω με την ύψωση της
φωνής μου
όταν τραγουδάω
Βρακανίθρα=είδος χορταρικού με τρυφερά
αγκάθάκια στα φύλλα.
Βρασμένος=ευερέθιστος
Βρονταλίδι=η κουδουνίστρα των νηπίων
Βρωμοσαρδέλλα=διακοσμητικό φυτό, το
γεράνι
Β(υ)ζανιάρικο=το σε κάθε ηλικία θηλασμού
παιδί