Ὑπὸ Μιχαὴλ
Πίκουλα
Ἀθῆναι 18 Μαρτίου 2005
Στὸ Μεσολόγγι, πρὶν
ἀπὸ
τὸ 1823, ὁ
περίφημος Δεσπότης Πορφύριος συνήθιζε νὰ
λέη "ὁ Μαυροκορδᾶτος ἦταν
γεννημένος πολιτικός, ὁ Μ. Μπότσαρης
στρατηγός, ὁ Θοδωράκης Γρίβας
παλληκάρι".
Κορυφαία
στιγμὴ τοῦ
Θ. Γρίβα ἦταν ὅταν ὡς Φρούραρχος στὸ Παλαμήδι τοῦ
Ναυπλίου (μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Μεσολογγίου καὶ τὴν παράδοσιν τῶν Ἀθηνῶν εἰς
τοὺς Τούρκους) τὸ 1827 ἀπέρριψε
δελεαστικὲς προτάσεις τοῦ Ἰμπραὴμ διὰ
τὴν παράδοσιν τοῦ Φρουρίου. Εἶχε 500 ὀκάδες
μπαρούτι στὶς ὁποῖες θὰ ἔβαζε
φωτιὰ διὰ
νὰ τιναχθῆ
στὸν ἀέρα
ἡ Φρουρὰ
τοῦ Παλαμηδιοῦ καὶ ὁ ἴδιος
ἀντὶ
νὰ πέση εἰς
τὸν ἐχθρὸν τῆς
Ἑλλάδος ἂν
τὰ πράγματα δὲν πήγαιναν καλά (βλ. Ἐφημερίδα
Ἀκαρνανία, Νοέμβριος 2003).
Ξένος
περιηγητὴς ἀνέβηκε στὸ Παλαμήδι καὶ συνήντησε τὸν
Φρούραρχον Θ. Γρίβαν. Ἦταν, λέγει διὰ
τὸν Γρίβαν, "Ἕνας ὡραῖος νέος ἄνδρας,
καθὼς ἦταν
ντυμένος μὲ τὴ μεγαλόπρεπη ἀρβανίτικη
ἐνδυμασία ἔδινε μιὰ ἐντύπωση μιᾶς
εὐγενικῆς
καὶ πολεμικῆς φυσιογνωμίας ποὺ δὲν εἶχα
ποτὲ ξαναδῆ. Μὲ δέχθηκε φιλικά. Ἐμφανίστηκε
γιὰ μιὰ
στιγμὴ ἡ
νεαρὰ σύζυγός του, κομψὴ μὲ
τὴν τούρκικη φορεσιά της (ἦταν ἡ
κόρη τῆς Μπουμπουλίνας. Παντρεύτηκε τὸν
Θ. Γρίβα ὕστερα ἀπὸ τὸν φόνο τοῦ
πρώην συζύγου της Πάνου Κολοκοτρώνη.)"
Ὁ Γρίβας εἶπε
στὸν περιηγητὴ ὅτι δὲν ἤξερε
νὰ διαβάζη. "Ποῦ
νὰ φανταστῶ πὼς θὰ ἄκουγα
κάτι τέτοιο ἀπὸ αὐτὸν τὸν
ἄνδρα μὲ
τὴν πριγκηπικὴ συμπεριφορά, τὸν Θ.
Γρίβα, τὸν διοικητὴν τοῦ
περιφήμου Παλαμηδιοῦ (Μάρτιος 1828)
... Ἐν
συνεχεία μοῦ εἶπαν ὅτι οἱ Γριβαῖοι
τρία πράγματα δὲν εἶχαν ποτὲ
ὅλα μαζί, τὸ ψωμί, τὸ κρέας καὶ τὸ
κρασί ... συνήθιζαν τὸ κρῦο, τὴν
ζέστη, τὴ βροχή, τὰ χιόνια, νὰ
διαβαίνουν ποτάμια βυθισμένοι ὡς τὸν λαιμὸ
καὶ ἄλλες
ἀνείπωτες κακουχίες."
Μὲ τὸν
Βασιλέα Ὄθωνα ὁ Γρίβας στὴν ἀρχὴ ἦταν ἀφοσιωμένος
ὀπαδός του. Ὁ
Βασιλεὺς ἐνέκρινε
τὴν δαπάναις τοῦ Κράτους ἐκπαίδευσιν τοῦ υἱοῦ τοῦ
Θ. Γρίβα, Δημητρίου (Γενικὰ Ἀρχεῖα
τοῦ Κράτους, Ὀθωνικὸν Ἀρχεῖον
Ὑπουργείου τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ
Παιδείας, Φάκελος 52).
Ὁ Γρίβας προβιβασθεὶς ἀντιστράτηγος ἐπῆγεν
ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως Ὄθωνος, ὄχι μόνον τοῦ
ἐπρόσφερε μυρίας εὐγνωμοσύνας διὰ
τὸν προβιβασμόν του, ἀλλ'ἔθεσεν
εἰς τοὺς
πόδας τοῦ Βασιλέως, τὸ ξῖφός
του λέγων ὅτι ὁ ἑαυτός του καὶ τὸ
ξῖφός του ἦσαν ἰδιοκτησία τοῦ Βασιλέως, καὶ
ὅτι περιμένει διαταγάς (βλ. Ἀπομνημονεύματα Γενναίου Κολοκοτρώνη, σελὶς 80).
Τὸ 1848 ὁ
Θ. Γρίβας ὑπασπιστὴς τώρα τοῦ
Βασιλέως Ὄθωνος ἐπήγαινε νὰ ἀναλάβη ὑπηρεσίαν
εἰς τὴν
Αὐλήν.
Ἐπιβιβάστηκε σὲ πλοῖον
ἔξω τοῦ
Μεσολογγίου. Ἦταν ὅλος χρυσοκέντητος
μὲ σωματοφυλακὴν ἀπὸ 4 γραφικὰ
παλληκάρια, ποὺ ἐκρατοῦσαν τὸ ξῖφος
καὶ τὸ
ὅπλον του, τὰ πιστόλια, τὰ
γιαταγάνιά του. Ἐπήγαινε καὶ ἤρχετο καμαρωτὰ
καὶ ἔστριβε
τὸ μουστάκι του ὡσὰν τὸ πλοῖον
νὰ ἦτο
ἰδικόν του ... Εἶχεν
ἕνα θαυμάσιον τουρκικὸν ξῖφος
ποὺ ἀνῆκεν ἄλλοτε
εἰς τὸν
Χουρσὶτ πασᾶν καὶ τὸ ντουφέκι του μὲ τὸ ὄνομα Θ. Γρίβας.
Καὶ τώρα διὰ
τὴν Ἐπανάστασιν
τοῦ 1862 ποὺ ἔφερε τὴν ἔξωσιν
τοῦ Ὄθωνος.
Τὴν 4 Ὀκτωβρίου
1862 ἐξερράγη εἰς Βόνιτσαν Ἐπανάστασις
κατὰ τοῦ
Ὄθωνος εἰς
τὸ Φρούριον τῆς πόλεως. Στὴν Βόνιτσα οἱ
ἐπαναστάται ἄρχισαν νὰ ἀνησυχοῦν
μὴ βλέποντας νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν Περατιὰν
ὁ Θ. Γρίβας. Τότε ἀκούστηκαν
ἀπὸ
μακρυὰ φωνές, ἄρχισαν στὴν πόλη νὰ χτυποῦν
οἱ καμπάνες. Ὑποδέχονταν
τὸν Γρίβα. Τότε ἡ
Φρουρὰ ξεθάρρεψε τὸ ἴδιο
καὶ ὁ
λαός ... (Ἱστορία τῆς Νεώτερης Ἑλλάδας,
Γ. Κορδάτου, τόμος Δ΄ σελ. 85). Τὸ δρομολόγιο ποὺ
ἀκολουθεῖτο
ἦτο τὴν
4ην Ὀκτωβρίου ἡ Βόνιτσα, τὴν 5ην ὁ Βάλτος, τὴν
7ην τὸ Ἀγρίνιον
καὶ Μεσολόγγιον, τὴν 9ην ἡ
Πάτρα καὶ τὴν 10ην ἡ Ἀθήνα.Κατεβαίνοντας ὁ Γρίβας σταμάτησε στὸ Ἀγγελόκαστρο, ἀνέβηκε
σὲ μιὰ
πέτρα καὶ μὲ τὴν βροντερὴ φωνή του χτυποῦσε τὰ στήθη του καὶ ἔλεγε
ποιὸς εἶμαι
ἐγὼ
ὠρὲ
καὶ πάλιν ποιὸς εἶμαι ἐγὼ ὠρέ.
Ὁ Θοδωράκης ὁ Γρίβας δὲν
εἶμαι ἐγώ;
Ἐσύ σαι καπετάνιο μας φώναζε τὸ πλῆθος.
Στὸ Αἰτωλικὸ εἶχαν
φκιάσει μεγαλοπρεπῆ ἁψῖδα,
διότι ἐπρόκειτο νὰ περιοδεύση ἀπὸ κεῖ
ὁ Βασιλεὺς
Ὄθων.
Πέρασε ἀπὸ
κάτω ὁ Γρίβας, μὲ τὴ σύζυγό του
Περσεφόνη καὶ τῆς ἔλεγε:
Πέρνα, στρατηγίνα
μου καὶ πρωθυπουργίνα μου καὶ σὲ
λίγο Βασίλισσά μου (σελ. 209, Ἅπαντα τῶν Νεοελλήνων Κλασσικῶν, τόμος 1οs . Ἐν
συνεχεία εἰσῆλθε στὸ Μεσολόγγι ὅπου ἔτυχε
βασιλικῆς ὑποδοχῆς. Ἀπὸ τὸ
φρούριον ἐρρίχτηκαν 101
κανονιοβολισμοί.
Ὅλος ὁ
στρατὸς καὶ οἱ πολίται ποὺ ἀκολουθοῦσαν μετὰ
τῆς μουσικῆς ἑώρτασαν τὴν εἴσοδον
τοῦ στρατάρχου, στέφανοι προσεφέρθησαν ὑπὸ
διαφόρων, ἀκολούθως μετέβησαν εἰς τὸν
Ναὸν τοῦ
Ἁγίου Σπυρίδωνα, ὅπου ἐψάλη
ἱερὰ
δοξολογία ...
Ἡ μουσικὴ
παιάνιζε δύο φορὲς τὴν ἡμέρα
εἰς τὴν
οἰκίαν τοῦ
στρατάρχου.
Στὶς 24 Ὀκτωβρίου
ὅμως 1862 ὁ Γρίβας ἀρρώστησε βαρειὰ στὸ
Μεσολόγγι καὶ παρέδωκε τὸ πνεῦμα. Τὰ
τελευταῖα του λόγια πρὸς τοὺς
συντρόφους του ἦταν "ὁμόνοια καὶ
ἀγάπη στὴν
πατρίδα".
Ὁ Θ. Γρίβας εἶναι
ὁ μόνος ἐκ
τῶν μέχρι τότε Ἑλλήνων, ὁ ἀποκτήσας τὸ
ἀξίωμα τοῦ
Στρατάρχου τῆς Ἑλλάδος ... Αἰσθανόμενος
τὸ τέλος του ἐδέχθη τοὺς σωματάρχες
του καὶ λοιποὺς ἐπισήμους.
Ἠσπάζετο καθένα εἰς τὸ μέτωπον ἐκεῖνοι
δὲ τοῦ
φιλοῦσαν τὸ χέρι.
Ὁ Γρίβας ἀγάπησε
τὸν πλοῦτον,
δαπανοῦσε νὰ ζῆ μεγαλοπρεπῶς, δὲν
ἦτο ὅμως
φιλοχρήματος. Πάντοτε συνέδραμε τὴν δυστυχίαν.
Ὅταν δὲ κατὰ τὸ 1856 σιτοδεία ἐνέσκηψε στὴν Ἀκαρνανία ἐκκένωσε
μέχρι ὀβολοῦ τὰ θυλάκιά του καὶ ἀγόρασε
τὰ σιτηρὰ
τοῦ Δημοσίου τὰ ὁποῖα ἐμοίρασε
εἰς τὸν
πένητα λαόν (βλ. ἀνέκδοτα ἔγγραφα τῶν
Γριβαίων ἀπὸ τὰ κατάλοιπα Σάθα, Γ.
Γάτου, Ἐπιθεώρησις Τέχνης, ἔτος Θ΄, τόμος ΙΗ΄, τεῦχος 103 Ἰουλίου 1963).
Ἡ λαϊκὴ
μοῦσα τὸν
περιέλαβε καὶ τὸν Θ. Γρίβα. Πολλὲς φορὲς
ἐξυμνοῦσε
τὰ μεγάλα του κατορθώματα. Τελευταῖον
τραγοῦδι ἦτο:
Μηδὲ στὴν
Πάτρα φαίνεται
μηδὲ καὶ
στὴν Ἀθήνα
Μᾶς
εἶπαν κάτι ψέμματα
Μᾶς εἶπαν
καὶ κάτι ἀλήθεια
Μᾶς εἶπαν
πὼς ἀπέθανεν
κάτω στὸ Μεσολόγγι.
Τὸν κλαῖνε
τὰ Στρατεύματα κι ὅλα τὰ
βιλαέτια.
amvrakikosnews