Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

Mεδεών: Η ιστορία μιας αρχαίας πόλης δίπλα στην Κατούνα Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας

Γράφει ο Βαγγέλης Κουτιβής
Ανατολικά από την όμορφη κωμόπολη του Ξηρομέρου Κατούνα, μόλις που διακρίνονται τα ερείπια της πάλαι ποτέ ακμάζουσας πόλης Μεδεών. Μιας από τις παλαιότερες και σπουδαιότερες πόλεις της αρχαίας Ακαρνανίας…

Η ξακουστή στην εποχή της πόλη, λοιπόν, ήταν χτισμένη νοτιανατολικά της Κατούνας Ξηρομέρου, σε δύο λόφους πάνω από τη λίμνη Αμβρακία. Ανατολικά αγνάντευε τον αιτωλικό ουρανό, νότια τον κάμπο και τον ποτάμιο θεό Αχελώο, βόρεια τον Αμβρακικό και τα βουνά των Σελών και δυτικά τις Ακαρνανικές Άλπεις. Τα τείχη της ήταν τεράστια, κυκλώπεια, και εκτείνονταν σε μεγάλη έκταση, γεγονός μου μαρτυρά τη σπουδαιότητά της.
Το όνομά της πόλης φανερώνει και την αξία και τη σημασία που είχε, αφού προέρχεται από το ρήμα μεδέω (μέδω), που έχει τις σημασίες: α) Άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ. β) προνοώ, φροντίζω για κάτι, ενθυμούμε, γ) επινοώ, σχεδιάζω. Μια ομώνυμη πόλη υπήρχε και στην παράλια περιοχή της Φωκίδας, στα Άσπρα Σπίτια και μια άλλη κοντά στον Αλίαρτο Βοιωτίας.
Η ιστορία της Μεδεώνος χάνεται στα βάθη των αιώνων, όπως και όλη η ιστορία του αρχέγονου Ελλαδικού χώρου. Μια ιστορία, στην οποία ο μύθος μπερδεύεται με την αστέρευτη φαντασία του Έλληνα και δημιουργεί, σε μια θαυμαστή ακολουθία, ένα πλέγμα ηρώων και θεών.
Από τα ιστορικά στοιχεία που έχουμε, το χτίσιμο της πόλης έγινε λίγο πριν από την Τρωική Εκστρατεία ή κατά τη διάρκειά της.

Την εποχή αυτή η μυθολογία θέλει να έρχεται στην περιοχή ο Αργείος Αλκμέων και η περιοχή έκτοτε να ονομάζεται Ακαρνανία, από το όνομα του γιου του Ακαρνάν.
Στα επόμενα χρόνια, που χαρακτηρίστηκαν ως ελληνικός μεσαίωνας λόγω της έλλειψης γραπτών στοιχείων, η Μεδεών αναπτύχθηκε οικονομικά και πολιτικά και κατείχε μεγάλη επικράτεια. Ιδιαίτερα γνωστή έγινε η πόλη από τον 6ο π.Χ. αιώνα και ύστερα, όπου συμμετείχε στο Κοινό των Ακαρνάνων.
Κατά τους αρχαίους χρόνους οι κάτοικοι της Μεδεώνος και γενικά οι Ακαρνάνες βρίσκονταν σε διαρκή πόλεμο με τους Αιτωλούς. Τα δύο ελληνικά φύλα, Αιτωλοί και Ακαρνάνες, βρίσκονταν σε διαρκή αλληλοεξόντωση, κυρίως για συνοριακές διαφορές.
Τη διαρκή πολεμική κατάσταση μεταξύ τους ήρθε να οξύνει ο μεγαλύτερος εμφύλιος πόλεμος της αρχαιότητας, ο πόλεμος Αθηναίων και Σπαρτιατών και των συμμάχων αυτών, ο λεγόμενος Πελοποννησιακός Πόλεμος, που διήρκησε 27 χρόνια και επέφερε μεγάλες καταστροφές στις ελληνικές πόλεις και οδήγησε χιλιάδες ψυχές ανδρείων στα σκοτεινά υπόγεια του Άδη.
Οι Ακαρνάνες, πλην ελαχίστων, τάχθηκαν από την αρχή του πολέμου με την πλευρά των Αθηναίων και οι Αιτωλοί με τους Σπαρτιάτες. Τα τείχη της Μεδεώνος δέχτηκαν και πολλές επιθέσεις από τους Αιτωλούς και τους Σπαρτιάτες και οι άντρες της πολέμησαν σε πολλές μάχες. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 404 π.Χ. η πόλη άρχισε πάλι να ακμάζει και να εκδίδει δικά της νομίσματα. Η θέση της και το πλούσιο φυσικό περιβάλλον της εξασφάλιζαν την ευημερία και την ασφάλεια.
Όμως οι προαιώνιοι εχθροί των Ακαρνάνων, οι Αιτωλοί, άρχισαν πάλι πόλεμο εναντίον τους και το 231 π.Χ. καταλαμβάνουν μερικές ακαρνανικές πόλεις. Όμως η Μεδεών αντιστέκεται σθεναρά και οι Αιτωλοί απλώνουν τριγύρω της στρατό και την πολιορκούν για καιρό.
Οι Ακαρνάνες ζήτησαν τότε τη βοήθεια του βασιλιά της Μακεδονίας Δημητρίου Δ΄. Αυτός μεσολαβεί στους Ιλλυριούς και αυτοί, έναντι σεβαστού χρηματικού ποσού, δέχθηκαν να τους βοηθήσουν.
Τα χαράματα μιας σκοτεινής νύχτας αποβιβάστηκαν με λέμβους στις ακτές της Μεδεώνος 5.000 Ιλλυρίοι. Από εκεί προχώρησαν ήσυχα κατά λόχους προς το στρατόπεδο των Αιτωλών. Όταν τους είδαν οι Αιτωλοί ξαφνιάστηκαν. Γρήγορα-γρήγορα παρέταξαν το μεγαλύτερο μέρος των οπλιτών και των ιππέων τους στον κάμπο, το άλλο ιππικό, μαζί με πολεμιστές, το παρέταξαν σε ψηλότερα μέρη. Βλέποντας από τα τείχη τους δύο στρατούς οι Μεδεώνιοι ετοιμάστηκαν γρήγορα και βγήκαν από την πόλη.
Οι Ιλλυρίοι έκαναν γρήγορα έφοδο στους πεζούς και ανάγκασαν τους Αιτωλούς να οπισθοχωρήσουν και να τραπούν σε φυγή, αφού τους χτυπούσαν και οι Μεδεώνιοι που είχαν βγει από τα τείχη της πόλης. Η νίκη των Μεδεώνιων και των συμμάχων τους ήταν ολοκληρωτική, αφού σκοτώθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν πολλοί Αιτωλοί.
Για σαράντα χρόνια στην περιοχή σταμάτησαν οι αιματοχυσίες, ώσπου το 191 π.Χ. ήρθε στην περιοχή ο Αντίοχος της Συρίας, ως σύμμαχος των Αιτωλών, να πολεμήσει τους Ρωμαίους και τους συμμάχους τους Ακαρνάνες. Ο Αντίοχος πήγε στην Ακαρνανία κατέλαβε μερικές πόλεις και έφτασε έξω από τα τείχη της Μεδεώνος. Στρατοπέδευσε έξω από την πόλη και έστειλε κήρυκα να τους προτείνει να κάνουν μαζί του συμμαχία, στην αντίθετη περίπτωση τους τόνισε πως ήταν αποφασισμένος να την πολιορκήσει και να την κατακτήσει.
Μέσα στην πόλη οι πολίτες συγκεντρώθηκαν για να αποφασίσουν, όμως οι απόψεις μεταξύ τους διίστανται, αφού υπήρχαν δύο παρατάξεις, οι φιλορωμαίοι και οι αντιρωμαίοι. Οι δεύτεροι, που είχαν επικεφαλής τον Μνασίλοχο, υποστήριζαν πως πρέπει να ενωθούν με τον Αντίοχο και να συγκρουστούν με τους Ρωμαίους, αφού αυτοί ήταν ξένοι και αλλοεθνείς.
Τελικά οι πολίτες, ύστερα από πρόταση του Κλύτου, αποφάσισαν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τον Αντίοχο για να κερδίσουν χρόνο. Όταν έφυγαν οι απεσταλμένοι της Μεδεώνος για να πάνε στον Αντίοχο ο Μνασίλοχος ειδοποίησε κρυφά τον Αντίοχο και εκείνος επιτέθηκε στην πόλη, αφού πρώτα δωροδόκησε τους στρατηγούς, μεταξύ των οποίων και τον Κλύτο και την κατέλαβε.
Η κατάκτηση της Μεδεώνος από τον Αντίοχο κράτησε λίγο, γιατί οι Ρωμαίοι, βοηθούμενοι από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε΄, την ανακατέλαβαν, όπως και όσες ακαρνανικές πόλεις είχε κυριεύσει ο Αντίοχος. Τελικά ο Αντίοχος νικήθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Ακίλιο και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ασία.
Η πόλη έπεσε σε παράκμή στα επόμενα χρόνια και πιθανόν να ερημώθηκε μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση το 146 π.Χ., ιδίως μετά την ίδρυση της Νικόπολης (30 π.Χ.) από τον Οκταβιανό Αύγουστο, όπως και πολλές Ακαρνανικές πόλεις, αφού οι κάτοικοί τους εποίκησαν με τη βία τη νέα πόλη.
 Κατά τη ρωμαϊκή εποχή από την περιοχή της Μεδεώνος περνούσε η ρωμαϊκή οδός Αιτωλικό-Φοιτείες-Μεδεών-Αμβρακικός. Η οδός αυτή χρησιμοποιούνταν μέχρι και το 1856, που επί Όθωνα κατασκευάστηκε η ξύλινη γέφυρα στο Ματσούκι και ο αμαξωτός δρόμος.

ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

 Έχουν βρεθεί νομίσματα της πόλης, τα οποία χρονολογούνται μεταξύ του 350-300 π.Χ., που στη μία όψη απεικονίζουν την κεφαλή του Απόλλωνα ή της Αθηνάς και στην άλλη δάφνινο στεφάνι με τα γράμματα Α ή Μ στο μέσον του. Μερικά νομίσματα απεικονίζουν τρίποδα ή εικόνα γλαύκας (κουκουβάγια) και τα γράμματα Μ-Ε. Στα εκθέματα του Μουσείου Αγρινίου φιλοξενούνται αρκετά ευρήματα από τη Μεδεών: δύο χάλκινοι δάκτυλοι, εκ των οποίων ο ένας φέρει στη συναφή σφενδόνη γραμμική διακόσμηση από πολλά τεθλασμένα σχήματα (αριθμ. 122) και ο δεύτερος διακόσμηση από πλαστικό μηνίσκο (αριθμ. 132), καθώς και ένα από τμήμα χάλκινου ποδιού σκεύους υπό τη μορφή κεφαλής μακρόλαιμου γρύπα δράκοντα λεοντόποδα μήκους 0,125μ. (αριθμ. 133).

ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ο ΑΚΑΡΝΑΝ
Δείγμα της μεγάλης της πολιτιστικής και πνευματικής ακμής της πόλης είναι τα ονόματα δύο σημαντικών  προσωπικοτήτων της κλασσικής εποχής: του γιατρού Φιλίππου και του παιδαγωγού Λυσιμάχου.
Γνωστός γιατρός της αρχαιότητας από τη Μεδεώνα της Ακαρνανίας. Ήταν προσωπικός γιατρός του Φιλίππου της Μακεδονίας, του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μετά το θάνατο του Φιλίππου ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην Ασία ως προσωπικός του γιατρός.
Ο Αλέξανδρος τον αγαπούσε και του είχε μεγάλη εμπιστοσύνη και αυτό αποδεικνύεται από το παρακάτω γεγονός. Ο στρατηγός του Αλεξάνδρου Παρμενιων έγραψε ένα γράμμα στον Αλέξανδρο με το οποίο του έλεγε ότι ο Φίλιππος σχεδιάζει να τον δηλητηριάσει, ο Αλέξανδρος όμως δεν τον πίστεψε. Και θέλοντας να δείξει τη μεγάλη εμπιστοσύνη που είχε στον Φίλιππο, ενώ έπινε το φάρμακο που του είχε δώσει ο Φίλιππος, δείχνει στον Φίλιππο το γράμμα του Παρμενίωνα.

Ο ΛΥΣΙΜΑΧΟΣ
Ο Λυσίμαχος υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός παιδαγωγός του Μ. Αλεξάνδρου και αυτός του ενέπνευσε την αγάπη για τα ομηρικά έπη.
Κατά τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή πολλές οχυρές πόλεις και κάστρα εγκαταλείφθηκαν, αφού οι πληθυσμοί ένιωθαν ασφάλεια από τους δυνατούς στρατούς των δύο αυτοκρατοριών και δημιούργησαν νέους ατείχιστους οικισμούς. Επιπλέον, η συντήρηση ενός κάστρου ήταν πολυδάπανη.
Μετά την ερήμωση μιας πόλης ακολουθεί, ως φυσική συνέπεια, η ερείπωση. Έτσι, και τα σπουδαία κτήρια και τα επιβλητικά τείχη της Μεδεώνος αφέθηκαν στην τύχη τους και στην ανελέητη  φθορά του χρόνου, ο οποίος σιγά-σιγά τα γκρέμιζε και τα έσβηνε.
Στην περιοχή της Μεδεώνος, όπως σε όλους σχεδόν τους αρχαιολογικούς χώρους της Ακαρνανίας, δεν έχουν γίνει επίσημες  ανασκαφές και έργα προστασίας. Έτσι τεράστιες αρχαιολογικές περιοχές έτσι έμειναν έρμαιο στα χέρια των αρχαιοκαπήλων.
Σε έναν από αυτούς τους λόφους, που άλλοτε έλαμπαν στον πρωινό ακαρνανικό ήλιο τα τείχη της ακμάζουσας και περιτείχιστης πόλης, σήμερα δεσπόζει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία.
Σήμερα τα ερείπια και τα μνημεία της Μεδεώνος βρίσκονται διάσπαρτα στους λόφους. Έστω και αν έχουν διασκορπιστεί και πολλά αρπαχθεί, αυτά τα λίγα που απέμειναν μένουν αιώνια σήματα ενός περασμένου ένδοξου παρελθόντος και μιας μακραίωνης πορείας.
Δυστυχώς κανείς δεν έχει ενδιαφερθεί για τον αρχαιολογικό Θησαυρό της περιοχής, της σημερινής Κατούνας, ούτε μία ανασκαφή, ούτε κάποια προσπάθεια ανάδειξης από κανέναν φορέα, ελάχιστες φιλότιμες προσπάθειες ανάδειξης έχουν γίνει κατά καιρούς από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Κατουνιωτών Αθήνας “Φ’ιλιππος ο Ακαρνάν” την εφημερίδα αλλά και μερικά βιβλία που εκδόθηκαν. Ελπίζουμε στο μέλλον κάτι να υπάρξει, μιας και οι περισσότεροι στην περιοχή μας δεν ξέρουν καν ούτε που βρίσκεται ο χώρος της Αρχαίας Μεδεώνας.

Βιβλιογραφία
Αρριανός. Αλεξάνδρου Ανάβασις, Αθήνα, Εξάντας, 1992, ΙΙ. 4.8-11. Γ. Α. Φερεντίνος. Ιστορία της Ακαρνανίας. Αθήνα, 1989, τ. και Λίβιος 11,13. Κων. Στεργιόπουλου, ό.π. βλ. και Ε. Λιβεράτος. Ιστορία της Κεφαλληνίας. Πειραιάς, 1988. Γ. Μπαρμπαρουση Β. Κουτιβή «Πόλεις και Χωριά του Δήμου Ακτίου-Βόνιτσας» 2012

google page rank