Μόλις κοντεύουνε να πέσουνε τ’ απόσκια οι τσοπαναραίοι σιγά - σιγά σαλαγάνε
τα προβατά τους προς την στρούγκα.
Δυο φορές την ημέρα γίνεται το
άρμεγμα πρωί και απόγευμα. Πολλοί από αυτούς μένουν εκεί στα γρέκια και
ακολουθούν όλη μέρα τα κοπάδια τους, οι περισσότεροι όμως επιστρέφουν στο χωριό
μόλις τα κλείσουν.
Αυτές τις μέρες οι προβαταραίοι
τις περιμένουν πως και πώς για να δώσουν το γάλα τους στους γαλατάδες να
ξεχρεώσουν τα χωραφιάτικα με τυρί και να βγάλουν και το τυρί της χρονιάς τους.
Πολλοί κτηνοτρόφοι το άρμεγμα το
κάνουν με τον παραδοσιακό τρόπο. Ένας από αυτούς είναι και ο Πανάκιας που τον συναντήσαμε με το κοπάδι του κοντά στην Κατούνα.
Ίσως είναι η
σπουδαιότερη δουλειά τους, χρονικής το πέρα δώθε ήρθε η ώρα της συγκομιδής τώρα.
Αυτή η ανάγκη έκαμε τον
τσοπάνη να φτιάσει τη σ τ ρ ο ύ γ κ α. «Αν
περιορίσω τα πρόβατα με φράχτη κάπου, είναι βέβαιο, δε θα μπορούν να ξεφεύγουν
δώθε κείθε, και απ' ανάγκη θα πέφτουν στα χέρια μου να τ' αρμέγω, ένα - ένα και
με τη σειρά τους»
Οι προβαταραίοι, λίγο πέρα απ' το
κονάκι τους, σε μέρος που να’ ναι λάκκα, χτίζουν ξερότοιχο ένα γύρο. Δεν χρειάζεται και παραπάνω, γιατί το πρόβατο
παραμικρό εμπόδιο αν βρει, στοπ, δεν ταράζεται.
Ολοστρόγγυλος είναι αυτός ο τοίχος, κάποτε και
στενόμακρος, όπως το φέρνει ο τόπος , κι' όπως είναι βολικά.
Μπρος και πίσω αφήνουν
ανοίγματα, το μπροστινό το λένε σ τ ρ ο γ κ ό λ ι θ ο. Δεξιά κι αριστερά απ' αυτό το άνοιγμα, την όξω
μεριά, βάνουν χάμω πέτρες στρογγυλές. Είναι τα σκαμνιά που κάθονται οι
αρμεχτάδες.
Περιμένουν ένας από δω κι άλλος από
κει, πιάνουν τις προβατίνες που έρχονται πρώτες, ανοίγουν τα σκέλια τους,
σκύβουν το κεφάλι, κι αρμέγουν στην καρδάρα. Με το δεξί το ένα μαστάρι, με το
ζερβί τ' άλλο, σφίγγουν όσο μπορούν. Δυο βρυσούλες γάλα τρέχουν στον τάλαρο
μέσα, αφήνουν τις προβατίνες τούτες, πιάνουν, ώσπου περνάνε τα μαστάρια ολωνών
απ' τα χέρια τους. Γιομίζει η μία καρδάρα, παίρνουν άλλη κι' άλλη, όσες
χρειάζονται.
Άντε να αρμέξει τόσα πρόβατα τώρα ένα - ένα με
την σειρά τους ξεχωρίζει από τα στέρφα και τα κριάρια από τα γαλάρια αυτά
δηλαδή που έχουν γάλα και να τα βάλει στην στρούγκα να τα κλείσει εκεί. Σίγουρα
μόνος του δεν μπορεί να κάνει δουλειά είναι δύο έως τρία άτομα γι’ αυτή τη
δουλειά.
Πολλά γαλάρια σημαίνει πολλά χέρια. Χρειάζεται κι’ άλλος άνθρωπος που
θα τα οδηγεί στους αρμεχτάδες δηλαδή (θα τα κεντάνε όπως λένε) και να μην τ’
αφήνουν να κόβει άλλο σιαδώ κι άλλο σιακεί να τα βάζουν σε κάποια σειρά, έτσι
ώστε να πηγαίνουν ένα - ένα στους αρμεχτάδες που τα’ αρμέγουν και τα’ αφήνουν.
Αν μείνει κανένα ανάρμεχτο χάνει το γάλα του γίνεται στέρφο.
«Το άρμεμα είναι μεγάλος κόπος,
πιάσε τα μαστάρια της προβατίνας και στρίψε τα και τότε θα εδείς τι γίνεται. Αν
τύχει και τσιμπροβύζα, αλλοίμονό σου τι θα τραβήξεις! Συ σφίγγεις να βγει το
γάλα, κι αυτό τραβιέται πάνω. Ξέρεις τι
δύναμη και τέχνη χρειάζεται ν' αδειάσεις το μαστάρι ; Επανάλαβε το ίδιο σε μια,
σε δυο ...σε πενήντα προβατίνες, βάλε με
το νου σου τι ιδρώτα θα χύσεις»
Να, γιατί ιδρώνει ο αρμεχτής ,
κει που αρμέγει. Κόλυμπο γίνεται, ώσπου να βγάλει πέρα τόσες προβατίνες.
Εμείς που δεν ξέρουμε, παίρνουμε για
παιχνίδια την πάσα δουλειά, που κάνει ο τσοπάνης, και τ' άρμεγμα για γλέντι,
άμα δοκιμάσεις όμως, τότε καταλαβαίνεις, πως για να κάνει τον τσοπάνη κανένας
χρειάζεται χέρια τσιλιγκένια.
Η στρούγκα όμως μπορεί να είναι απλή με δίχτυ
γύρω - γύρω αλλά επειδή δεν υπάρχει πολύ προσωπικό στο μπροστινό άνοιγμα που γίνεται
το άρμεγμα, γίνεται σε ειδική αυτοσχέδια κατασκευή όπως αυτή που βλέπουμε στην
φωτογραφία στην στρούγκα του Πάνου και του Σπύρου.
Μόνοι τους εδώ οι αρμεχτάδες έχουν
μάθει τα ζωντανά τους να πηγαίνουν με την σειρά ένα - ένα για άρμεγμα η το πολύ
πολύ να τα κεντάει η μικρούλα που βλέπουμε...