Ένα οδοιπορικό ανάμεσα σε δύο πλατείες της πόλης του Αγρινίου θα καταθέσω, βιωμένο στην αυγή του αιώνα που διανύουμε. Εκεί που ανασκαλεύονται οι μνήμες και σαλεύουν οι ψυχές των αδικοχαμένων αντίκρυ στη βία του πολέμου και του παραλόγου.
Εκατό μέτρα πίσω από το Ιερό του ναού της Αγίας Τριάδας στο Αγρίνιο (Βραχώρι) διαμορφώθηκε αρχές της δεκαετίας του 1980 η Πλατεία των Εκατόν Είκοσι και στη δεκαετία του ’90 αναγέρθηκε το ομώνυμο μνημείο, κάτω από τη σκιάδα του κυπαρισσιού και των άλλων δέντρων που καλλωπίζουν και εμβληματοποιούν το χώρο. Η πλατεία εφάπτεται νότια με τη βραχεία σε μήκος οδό Ρήγα Φεραίου, στην αφετηρία και στο τέρμα της οποίας λειτουργούν σήμερα δύο σχολικά συγκροτήματα, το 3ο Γυμνάσιο (με το Εσπερινό) και το 3ο Δημοτικό, αντίστοιχα.
Σχολεία, εκκλησία, μνημείο, ένα συμπτωματικό αλλά θαυμαστικό σύνολο, σκεφτόμουν μόλις εγκαταστάθηκα στην πόλη για να υπηρετήσω στη Μέση Εκπαίδευση κι έμεινα μάλιστα κοντά σ’ αυτό το τρίγωνο.
Είχαν αρχίσει και οι επετειακές τελετές στη μικρή Πλατεία των Εκατόν Είκοσι οπότε γινόταν αφορμή για δημοσιεύματα στον τοπικό Τύπο, που έδιναν αρκετά στοιχεία για την ιστορία του νέου Μνημείου. Ήταν συνδεδεμένο με το δραματικό γεγονός που συνέβη τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944 στο Αγρίνιο. Οι Γερμανοί κατακτητές μαζί με τους δωσίλογους συνεργάτες τους, εκτέλεσαν 120 πατριώτες. Τρεις απ’ αυτούς τους κρέμασαν στις κολόνες του ηλεκτρικού ρεύματος της κεντρικής Πλατείας Μπέλλου (σημ. Δημοκρατίας) και τους υπόλοιπους τουφέκισαν έξω από το λίθινο περίβολο του Νεκροταφείου της Αγίας Τριάδας. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του Στρατιωτικού Διοικητική των Γερμανικών μονάδων Ηπείρου, που δημοσιεύτηκε ελληνικά και γερμανικά στην τοπική εφημερίδα Δυτική Ελλάς (14 Απρίλιου 1944), οι εκτελέσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν «ως αντίποινα» για το σαμποτάζ που υπέστη «την 9η Απριλίου 1944 ο εκ Μεσολογγίου προς Αγρίνιον κατευθυνόμενος σιδηροδρομικός συρμός», όπου επέβαιναν και Γερμανοί στρατιώτες.
Προφανώς η κύρια αιτία ήταν ο αντιστασιακός αγώνας που εντείνονταν από τους πρώτους μήνες του 1944 και στην Αιτωλοακαρνανία, με αποτέλεσμα να έχουν γεμίσει οι φυλακές του Αγρινίου (γνωστές ως φυλακές της Αγίας Τριάδας) με κρατούμενους από τη γύρω περιοχή αλλά και από την Πρέβεζα, όπως προκύπτει από αρχεία και μαρτυρίες που αφορούν τα ονόματα των εκτελεσμένων της Μ. Παρασκευής.
Από αυτές τις φυλακές, που ήταν πολύ κοντά στο 3ο Δημοτικό, άρπαξαν τους 120 μελλοθάνατους το πρωινό της Μ. Παρασκευής. Λίγο μετά τη αποκαθήλωση του «επί ξύλου, κρεμάμενου Ιησού», κρέμονταν στους σιδερένιους φανοστάτες τα σώματα των τριών αντρών και αμέσως μετά εκτελέστηκαν οι υπόλοιποι πάνω στο φρεσκοανοιγμένο τάφο που σκάβονταν όλη νύχτα. Η πόλη γέμισε θάνατο, θρήνο και φόβο!
Συχνά δινόταν η αφορμή στο σχολείο να πιάσουμε κουβέντα με τους μαθητές μου για το μνημείο της γειτονιάς. Άλλωστε, από κει περνούσαν οι περισσότεροι πρωί και μεσημέρι. Οι συνηθισμένες ερωτήσεις των παιδιών αφορούσαν την τοπογεωγραφία των γεγονότων. «Στο μνημείο, κυρία, είναι θαμμένοι οι 120;». «Το νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας τι έγινε;». Αποφασίσαμε να ρωτήσουμε και μεγαλύτερους (παππούδες, γιαγιάδες) για το δραματικό γεγονός, ενώ τους υποσχέθηκα ότι θα γίνει «επιτόπια» συζήτηση σε δυο διδακτικές ώρες, εκτός τάξης!
Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό η πόλη χαμήλωνε τους θορύβους της. Το υπαίθριο μάθημα δεν είχε τη συνηθισμένη πορεία. Άλλοι όρθιοι κι άλλοι καθισμένοι στη μικρή πλατεία ακούγαμε τις μαρτυρίες των παιδιών της Κατοχής να τις διαβάζουν τα παιδιά του αιώνα μας.
«Το 1944 ήμουνα 12 χρονών. Μ’ έστειλε η μακαρίτισσα η μάνα μου να πάω στην Απάν’ Πλατεία να πάρω καφέ στον Αγγελόπουλο. Καφές να λέγεται γιατί ρεβίθι έτριβαν μέσα. Τότε η Κάτω Πλατεία ήταν χωμάτινη. Κάνω έτσι και βλέπω τρεις ανθρώπους κρεμασμένους, τους είχανε στο πρόσωπο κουκούλα. Ένας εκεί που είναι τώρα το Δημοτικό καφενείο, ένας παραπάν’ κοντά στο «Λητώ» και ο άλλος πιο πέρα που είναι το «Ακροπόλ». Όχι δεν πήγα για καφέ. Βάραγαν τα πόδια μ’ στο κεφάλι για να γυρίσω πίσω, να φύγω. Την άλλη μέρα μας είπαν για τις εκτελέσεις» (Αφήγηση Γ.Ν. έτος γεν. 1932).
«Ακούγαμε τις τουφεκιές εκεί που τους εκτελούσαν. Εδώ παρακάτ’ στην Άγια Τριάδα από πίσω ήταν το χωράφι του Σούλου. Ήταν στάρια. Απρίλιος ήταν και μετά από ένα μήνα θα θερίζαμε. Κι εκεί άνοιξαν έναν τάφο. Τους σκότωναν και τους πετάγανε μέσα. Στον ίδιο λάκκο φέρανε και ρίξανε και τους κρεμασμένους. Εμείς, πιτσιρίκια τότε, δεν είχαμε αίσθηση κινδύνου και πήγαμε απόγευμα της Μ. Παρασκευής. Ανάμεσα στα στάρια, πήγαμε στη γούρνα αυτή κι είδαμε τα πτώματα. Τα στάρια ήταν ψηλά. Αχ! Τραγικά πράγματα». (Αφήγηση Γ. Ζ. έτος γεν. 1934).
Μια ηλικιωμένη κυρία της γειτονιάς περνώντας κοντοστάθηκε και καθώς μπήκε στην κουβέντα μας προσθέτοντας τη δική της διευκρίνιση, τόσο αυθόρμητα, που δεν την ξεχνώ ποτέ. «Να εδώ γύρω, μέχρι κάτω στο σχολείο δεν υπήρχαν πολυκατοικίες. Μόνο η εκκλησία με το νεκροταφείο. Περνάγαμε εμείς για το σχολείο, παιδάκια, και βλέπαμε το τείχος του νεκροταφείου στην πλευρά που είναι προς τα δω, γεμάτο ουλές και ξεραμένα αίματα. Ήταν περίπου το 1950. Αυτό το τοιχίο έπρεπε να υπάρχει για να βλέπει ο κόσμος. Μετά τα γκρέμισαν όλα, μετέφεραν όλο το νεκροταφείο στον Άι- Γιώργη, κι εδώ μπήκε από πάνω γκαζόν… Αργότερα πουλήθηκαν οικόπεδα, χτίστηκαν πολυκατοικίες, άλλαξε ο τόπος!». (Αφήγηση Ε. Θ. έτος γεν. 1938).
Τα βλέμματα των παιδιών αγκάλιαζαν το γύρω τοπίο. Ύστερα καρφώνονταν στο χώμα με απερίγραπτο δέος. «Εμείς, τώρα, πατάμε στους τάφους;». Ξαναρώτησαν. «Όχι! Ήταν λίγα μέτρα παρακάτω». Απάντησα. Στα κλαράκια οι ψυχούλες τους, στο χώμα η σιωπή, σκέφτηκα καθώς έφερνα στο νου μου το ποίημα του Πάνου Χατζόπουλου Στου Κρανίου τον τόπο (1964): (πηχτό σκοτάδι, τρόμος, φρίκη/ το μαύρο εκείνο πρωινό/ έσκιαζε το Βραχώρι πέρα ώς πέρα).
Είπα μόνο στους μαθητές μου ότι γράφτηκαν πολλά ποιήματα γι’ αυτούς και το 1980 έγραψε ποίημα και ο Γιάννης Ρίτσος. Το απάγγειλε μάλιστα στο Γήπεδο του Παναιτωλικού, προσκεκλημένος στο πάνδημο Μνημόσυνο της Πόλης μας για τη Θυσία των 120. (…Άι Μανάδες Αγρινιώτισσες τι μαυρ’ πουν’ το μαύρο χρώμα!).
Υστέρα σηκωθήκαμε να συνεχίσουμε τη διαδρομή. Πήραμε το στενό της Αθ. Διάκου, κατηφορίσαμε την οδό Μακρή, μπήκαμε δεξιά στη Γοργοποτάμου, φτάσαμε στα Καραπανέικα και στρίψαμε στην Μπαϊμπά για να καταλήξουμε στην ιστορική Πλατεία Δημοκρατίας (Μπέλλου). Ένα προσκύνημα σιωπηλό στην ορειχάλκινη στήλη με τους τρεις συμβολικούς φανοστάτες «εις μνήμη των απαγχονισθέντων», που τοποθετήθηκε μόλις το 2000. Τα ονόματα των τριών παλληκαριών διαβάσαμε στις ομωνυμικές πινακίδες των οδών Σούλου, Σαλάκου, Αναστασιάδη, που αρχίζουν από την ίδια πλατεία.
Γύρω από το μνημείο, τραπεζάκια, καφέδες κόσμος πηγαινοερχόταν. Τα παιδιά περιεργάζονταν το μνημείο, τη μαρμάρινη βάση της πεντάφωτης λυχνίας του προηγούμενου αιώνα με την εγχάρακτη επιγραφή «Επί Δημάρχου Μπέλλου», τη βρύση, το σήμα της πόλης. Μερικά φωτογράφιζαν. Σα να τα έβλεπαν όλα πρώτη φορά.
Γυρίσαμε στο σχολείο. Άλλη μια αφορμή να σιγοκαίει η μνήμη άσβεστη…