Τοῦ Ἀναστασίου Στάμου,
Μηχανολόγου Μηχανικοῦ, Ἐκπαιδευτικοῦ-Συγγραφέως
Ἐρευνῶντας τὴν λεγομένη «Μυθολογία» ἤ «Προϊστορία» μας (ἀπὸ Ὅμηρο, Ἡσίοδο, Ὀρφικά, ἕως Διόδωρο Σικελιώτη) καὶ συνδυάζοντας τὰ ἀρχαῖα μας κείμενα μὲ σύγχρονα πορίσματα Γεωλογικῶν καὶ ἄλλων ἐρευνῶν μποροῦμε νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ νέα ἐκπληκτικὰ συμπεράσματα. Σταθερὰ σημεῖα ἀναφορᾶς στὴν παροῦσα μελέτη εἶναι οἱ τρεῖς μεγάλοι Κατακλυσμοὶ τῆς Προϊστορίας καὶ ἡ χρονολόγησίς τους. Δεδομένου ὅτι ἔχουμε πλέον τὴν νέα Ἐπιστήμη τῆς Γεωμυθολογίας, μποροῦμε σήμερα νὰ τεκμηριώσουμε μὲ ἀκρίβεια, π.χ. ἄν καὶ πότε τμήματα τῆς σημερινῆς ξηρᾶς ἦσαν προηγουμένως καλυμμένα ἀπὸ θάλασσα καὶ τὸ ἀντίστροφο, ὥστε νὰ τεκμηριώσουμε γεγονότα ποὺ ἀναφέρονται στὰ ἀρχαῖα μας κείμενα καὶ ἀποτελοῦν «αἰνίγματα» ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἀκόμα τῶν ἀρχαίων Κλασικῶν Ἑλλήνων συγγραφέων.
Εἰδικώτερα τὰ τελευταῖα 15.000 χρόνια μὲ τὸ λιώσιμο τῶν πάγων ἔχουν ἐπέλθει μεγάλες ἀλλαγὲς στὴν γεωμορφολογία τῶν ἀκτογραμμῶν μας, ἀφοῦ ἡ στάθμη τῆς θαλάσσης ἀνέβηκε συνολικὰ 120-150 μέτρα. Προσθέτοντας τὶς ἐπιπτώσεις τῶν μεγάλων σεισμῶν καὶ τῶν «τσουνάμι» ἡ περιοχὴ τοῦ Ἰονίου γύρω ἀπὸ τὴν Λευκάδα ἀξίζει ἐνδελεχοῦς μελέτης. Γερμανοὶ καὶ Ἕλληνες ἐπιστήμονες ἔχουν ἤδη ἀνακοινώσει σὲ διεθνὲς συνέδριο στὴν Λευκάδα (2006, Πρακτικὰ στὸν Δαῖρπφελντ), ὅτι τὰ τελευταῖα 3.000 χρόνια ἔχουν γίνει τέσσερα τοὐλάχιστον τσουνάμι ἀπὸ βορειοδυτικά, τὰ δύο ἐξ αὐτῶν μεγάλα: α) μεγάλο τὸ 1.000 π.Χ., β) τὸ 300 π.Χ., γ) τὸ 400 μ.Χ., και δ) μεγάλο ἐπίσης περὶ τὸ 1000 ἕως 1400 μ.Χ. Τὰ εὑρήματα τοῦ Δαῖρπφελντ στὸ Νυδρί (βασιλικοὶ τάφοι) χρονολογοῦνται περὶ τὸ 2.500 π.Χ.
Συνθέτοντας τὶς ὁμηρικὲς μελέτες ἀξιολόγων συγγραφέων, τοῦ Κώστα Δούκα («Τὸ μεγάλο μυστικὸ τοῦ Ὁμήρου»), τοῦ Γεωργίου Παξινοῦ («Ἡ πατρίδα τοῦ Ὀδυσσέα ἀποκαλύπτεται») καὶ τοῦ Γιώργου Παπακωνσταντίνου («Τὰ ὁμηρικὰ ἔπη καὶ τὸ πραγματικὸ βασίλειο τοῦ Ὀδυσσέα») κυρίως, ἀλλὰ καὶ ἀρκετῶν ἄλλων, ὅπως τοῦ Μάριου Σίδερη («Ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ»), τοῦ Ἀλέκου Φίλιππα («Ἡ Λευκάδα ὡς Ὁμηρικὴ Ἰθάκη»), ἐκφράζουμε μιὰ νέα θεωρία γιὰ τὴν τοπογραφία τῆς Ὁμηρικῆς ἐποχῆς, ἡ ὁποία ἑδράζεται περαιτέρω σὲ οἰκεῖες μελέτες ἀνακοινωμένες σὲ τρία διεθνῆ Συνέδρια («Τὸ βυθισμένο Ράριον πεδίο στὸν κόλπο τῆς Ἐλευσῖνος») γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κελεοῦ τῆς Ἐλευσῖνος, τοῦ Κάδμου τῶν Θηβῶν καὶ τοῦ Δαρδάνου τοῦ γενάρχου τῶν Τρώων, μὲ ἄξονα ἀναφορᾶς τὴν χρονολόγησι τῶν τριῶν μεγάλων Κατακλυσμῶν τῆς Ἑλληνικῆς Προϊστορίας (Ὠγύγου, Δευκαλίωνος καὶ Δαρδάνου). Χρονοθετοῦμε τοιουτοτρόπως τὴν ἐποχὴ τῶν Τρωικῶν σὲ παλαιοτάτη περίοδο (τὴν ἕκτη χιλιετία π.Χ.), ποὺ συνάδει μὲ τὴν πρώιμη, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαία κλασική, ὀνοματοδοσία τῶν νήσων τοῦ Ἰονίου καὶ συμφωνεῖ μὲ τὶς Ὁμηρικὲς περιγραφές.
Ἡ παρουσία τῶν Ἑλλήνων στὴν ἀπωτάτη ἀρχαιότητα, μὲ ἀκριβεῖς μάλιστα γραπτὲς ἀναφορὲς σὲ ἀρχαῖα ἱστορικά μας κείμενα, τὴν ὁποία ἔρευνα ἔχει «μπλοκάρει» ἡ λανθασμένη «Ἰνδοευρωπαϊκὴ» θεωρία τοῦ διεθνοῦς ἀκαδημαϊκοῦ κατεστημένου, μᾶς ὠθεῖ νὰ ἑστιάσουμε τὴν ἐποχὴ ἐρεύνης τῶν συναφῶν Γεγονότων καὶ Προσωπικοτήτων μὲ τὴν βοήθεια καὶ τῶν συγχρόνων Γεωλογικῶν Ἐπιστημῶν σὲ τόσο μεγάλο χρονικὸ βάθος. Μὲ ἀναθέσεις μεταπτυχιακῶν καὶ διδακτορικῶν διατριβῶν σὲ νέους φοιτητὲς θὰ μπορούσαμε νὰ ἔχουμε λύσει μέσα σὲ μιὰ δεκαετία ἱστορικὰ ζητούμενα, ποὺ «βασανίζουν» χιλιάδες ἐρευνητὲς ἐπὶ αἰῶνες, χωρὶς νὰ ἔχουν καταφέρει νὰ δώσουν τεκμηριωμένη τελεσίδικη ἀπάντησι. Ὀφείλουμε νὰ ἀναφέρουμε ὡς προλογικὰ στὸ θέμα μας τὰ ἑξῆς πορίσματα οἰκείων ἐρευνῶν:
Α) Κατακλυσμὸς Δαρδάνου (Α΄ καὶ Β΄): σχηματισμὸς ἀνοίγματος Βοσπόρου καὶ Δαρδανελλίων, ξανακλείσιμο Βοσπόρου, ξαναάνοιγμα πορθμοῦ ἐπικοινωνίας Εὐξείνου Πόντου καὶ Αἰγαίου, γεωλογικῶς τεκμηριωμένα πλέον ταῦτα τὰ ἀνοίγματα τὸ 12.500 καὶ τὸ 6.000 π.Χ. περίπου ἀντιστοίχως. Διότι ἔχουμε ἔντονη τῆξι παγετώνων λόγῳ ἀνόδου θερμοκρασίας καὶ στὶς δύο περιπτώσεις. Ἐνδιαμέσως, σημειῶστε, ἔχουμε μείωσι τῆς στάθμης τοῦ Εὐξείνου (παγετωνοποίησις καὶ πάλι λόγῳ παγκοσμίου «κατακλυσμοῦ» ἄλλου τύπου, βλ. Ἀτλαντίς παρακάτω), ἀφοῦ κλείνει ὁ πορθμὸς τοῦ Βοσπόρου. Ἐδῶ ἔχουμε μία ἀκριβεστάτη περιγραφὴ τοῦ κατακλυσμοῦ: «…πρῶτον τοῦ περὶ τὰς Κυανέας στόματος ῥαγέντος (τοῦ Βοσπόρου), μετὰ δὲ ταῦτα τοῦ Ἑλλησπόντου. Τὸ γὰρ ἐν τῷ Πόντῳ πέλαγος… μέχρι τοσούτου πεπληρῶσθαι διὰ τῶν εἰσρεόντων ποταμῶν, μέχρις ὅτου… τὸ ῥεῦμα λάβρως ἐξέπεσεν εἰς τὸν Ἑλλήσποντον, καὶ πολλὴν μὲν τῆς Ἀσίας τῆς παρὰ θάλατταν ἐπέκλυσεν, οὐκ ὀλίγην δὲ καὶ τῆς ἐπιπέδου γῆς ἐν τῇ Σαμοθράκῃ θάλατταν ἐποίησε… ὥς καὶ πόλεων κατακεκλυσμένων. Τῆς δὲ θαλάττης ἀναβαινούσης ἀεὶ μᾶλλον» (Διόδωρος Σικ. Ε΄,47).
Β) Ὤγυγος καὶ Ἐλευσίν: Στὴν «Ὠγυγία» ἀναφέρεται ἐπίσης: «βασιλεύοντος τοῦ Ὠγύγου συνέβη ὁ πρῶτος κατακλυσμὸς εἰς τὴν Ἑλλάδα. Οἱ δὲ ἐγκάτοικοι, ἄλλοι μὲν ἐπνίγησαν, ἄλλοι δὲ ἔφυγον…. Εἶχε δὲ γυναῖκα ὁ Ὤγυγος τὴν Θήβην καὶ ἐγέννησεν ἐξ αὐτῆς τὸν Ἐλευσῖνα. Ὁ μὲν οὖν Ἐλευσὶν ἔκτισε τὴν Ἐλευσῖνα καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ μετὰ τὸν κατακλυσμόν» (Ἀθ. Σταγειρίτης). Ὁ δὲ Φερεκύδης μᾶς διασώζει, πὼς φευγόντων ἔπειτα «Ὠγύγου καὶ Θήβης, τῶν Ἀττικῶν αὐτοχθόνων, ἐλθόντων ἐπὶ τὴν Αἴγυπτον, τά τε Μυστήρια πρῶτον αὐτοῖς κατασκευάσασθαι τὰ περὶ τὴν Ἴσιν (Δήμητραν), καὶ θεοὺς ὀνομάσαι μετὰ τὸ κτίσαι Ὤγυγον τὰς ἐκεῖ Θήβας τὴν πόλιν». Εἴμαστε στὸ 12.500 π.Χ. καὶ ἔχουμε τὴν πρώτη Ἐλευσῖνα (σὲ ἄλλη θέσι ἀπὸ τὴν σημερινή), ἀλλὰ καὶ τὶς ἑλληνικὲς Θῆβες τῆς Αἰγύπτου.
Γ) Δάρδανος καὶ Τροία: μὲ ἀκριβεῖς Ὁμηρικὲς ἀναφορὲς γιὰ τὸ γένος τῶν Τρώων ἐκ Δαρδάνου καὶ γιὰ τὴν πρώτη ἄγνωστη εἰσέτι Τροία (ὄχι τὴν γνωστὴ ἑβδόμη στρωματικὰ πόλι τοῦ 1.200 π.Χ. ἀνασκαμμένη στὸ σημερινὸ Χισσαρλίκ). Μιλᾶμε γιὰ τὴν πρώτη καὶ αὐθεντικὴ Τροία, ποὺ οἰκοδομήθηκε λίγο μετὰ τὸν τελευταῖο κατακλυσμό, περὶ τὸ 6.000 π.Χ. «Περὶ δὲ Δαρδάνου φασὶν οἱ παλαιοί… ἀσκὸν ἤ σχεδίαν μετὰ δερμάτων σκευάσας …προσοκείλας τε τῇ Τροίᾳ, μετὰ τὸ ἀναξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ τὴν Δαρδανίαν ἔκτισεν ὑψηλοτέραν κειμένην τῆς ὕστερον Ἰλίου, φόβῳ τῆς ἐξ ὑετῶν κατακλύσεως» (Ἀρριανός, ἀπόσπ.). Καὶ ὁ Ὅμηρος (Ἰλιάς, Σ,219) ἐπιβεβαιώνει: «Δάρδανον κτίσσε Δαρδανίην, ἐπεὶ οὔπω Ἴλιος ἱρὴ ἐν πεδίῳ πεπόλιστο πόλις». Ὁ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς (Ρωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία) παραδίδει τὴν γενεαλογία τῶν Τρώων: «Δάρδανος Βάτειαν γαμεῖ τὴν Τεύκρου θυγατέραν καὶ γίνεται παῖς αὐτῷ Ἐριχθόνιος… Ἐριχθονίου καὶ Καλλιρόης τῆς Σκαμάνδρου γίνεται Τρώς, ἀφ’ οὗ τὴν ἐπωνυμίαν τὸ γένος ἔχει… Ὥς μὲν δὴ καὶ τὸ Τρωικὸν γένος ἀρχῆθεν Ἑλληνικὸν ἦν». Ὁ γιός του ὁ Ἴλος ἔκτισε τὸ Ἴλιον (Τροία). Ἀκολουθοῦν ὁ Λαομέδων, ὁ Πρίαμος καὶ ὁ Ἕκτωρ (ἐπὶ Τρωικοῦ πολέμου).
Δ) Ἀτλαντὶς καὶ Ἀθῆνα: ὁ νικηφόρος κοσμοϊστορικὸς πόλεμος Ἑλλήνων-Ἀτλάντων, ὅταν «εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους ἡ δύναμις τῆς πόλεως (τῆς Ἀθήνας σὲ ἄλλη θέσι τότε) διαφανὴς ἀρετῇ τε καὶ ῥώμῃ ἐγένετο… τῶν Ἑλλήνων ἡγουμένη». Ἔπειτα συνέβη ἡ καταβύθισις Ἀτλαντίδος καὶ Αἰγηΐδος: «σεισμῶν ἐξαισίων καὶ κατακλυσμῶν γενομένων, μιᾶς ἡμέρας καὶ νυκτὸς χαλεπῆς ἐπελθούσης, τό τε παρ’ ἡμῖν μάχιμον πᾶν ἀθρόον ἔδυ κατὰ γῆς (βύθισις Αἰγηΐδος), ἥ τε Ἀτλαντὶς νῆσος ὡσαύτως κατὰ θαλάττης δύσα ἠφανίσθη» (Τίμαιος, 25C). Μὲ τὸν Πλάτωνα νὰ ἐπιμένῃ γιὰ «ἐνακισχίλια ἔτη» πρὸ Σόλωνος (9.500 π.Χ.), «πολλῶν οὖν γεγονότων καὶ μεγάλων κατακλυσμῶν ἐν τοῖς ἐνακισχιλίοις ἔτεσιν» (Κριτίας, 111a), πράγματι, βρισκόμαστε σὲ ἐνδιάμεση ἱστορικῶς περίοδο παγκοσμίων γεωλογικῶν ἀνακατατάξεων. Ἡ μεγάλη λίμνη Τριτωνὶς π.χ. χάνει τὰ νερά της πρὸς τὸν Ἀτλαντικὸ καὶ γίνεται ἔρημος Σαχάρα: «σεισμῶν γενομένων ἀφανισθῆναι, ῥαγέντων αὐτῆς τῶν πρὸς τὸν ὠκεανὸν μερῶν κεκλιμένων» (Διόδωρος Σικ. Γ΄,55,3), ἐνῷ βιώνουμε νέα μικρὴ παγετώδη περίοδο (Younger Dryas), γεωλογικῶς τεκμηριωμένα ταῦτα. Τότε ἔχουμε καὶ τὸν Κατακλυσμὸ τοῦ Δευκαλίωνος, ὅταν σχεδὸν ἐξέλιπε τὸ ἀνθρώπινο γένος, περὶ τὸ 9.000 π.Χ. Ὁ Ἰουστῖνος παραδέχεται (Δευτέρα Ἀπολογία) πὼς αὐτὸς «ὁ κατακλυσμὸς μηδένα λιπών, ἀλλ’ ἤ τὸν μόνον σὺν τοῖς ἰδίοις, παρ’ ἡμῖν (τοὺς Χριστιανοὺς ἐννοεῖ) καλούμενον Νῶε, παρ’ ὑμῖν δὲ (ἐννοεῖ τοὺς Ἕλληνες) Δευκαλίωνα». Ἡ ἐποχὴ αὐτὴ συγχέεται μὲ τὴν περίοδο ἐκρήξεως τοῦ ἠφαιστείου τῆς Θήρας (τὸ 1.650 π.Χ.), ποὺ ἐπέφερε ἀνάλογες πλὴν τοπικὲς ἐπιπτώσεις, ὥστε κάποιοι μελετητὲς τοποθετοῦν ἑτεροχρονισμένα τὴν Ἀτλαντίδα στὶς Κυκλάδες… Ἀγνοῶντας τέτοια κεφαλαιώδους σημασίας ἱστορικὰ θέματα ἑλληνογνωσίας καὶ υἱοθετῶντας ἀνιστόρητες θεωρίες περὶ «ἰνδοευρωπαϊκῆς» καταγωγῆς μας προκύπτουν συνακόλουθα σφάλματα ἱστορικῆς συγχύσεως καὶ ἀναληθείας.
Ε) Κάδμος καὶ Εὐρώπη: Μεταγενέστεροι τῷ ὄντι τῶν Ἑλλήνων λαοί, ὡς οἱ Σημιτοφοίνικες τοῦ 1.200 π.Χ. (ἐνῶ προηγοῦνται αὐτῶν οἱ «προϊστορικοὶ» Ἑλληνοφοίνικες Ἀγήνωρ, Κάδμος, Φοῖνιξ, Εὐρώπη), φέρονται ὡς «ἐφευρέτες» τῶν Γραμμάτων ποὺ «υἱοθέτησαν» οἱ Ἕλληνες ἀργότερα (ἐνῷ συνέβη τὸ ἀντίθετο). Ὁ Ἕλλην Κάδμος νυμφεύθηκε τὴν Ἁρμονία, τὴν ἀδελφὴ τοῦ Δαρδάνου. Γνωρίστηκαν στὴν Σαμοθράκη, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ὁ Κάδμος κατὰ τὴν ἀναζήτησι τῆς ἀδελφῆς του «Εὐρώπης» (…τῆς κατακεκλυσμένης Ἑλλάδος)! Ἡ Φοινίκη ἐκσημιτίσθηκε πολὺ ἀργότερα, εἶναι δὲ ἑλληνικὴ λέξις ἀρχῆθεν καὶ σημαίνει «πορφυρή». Στὸν διάσημο γάμο Κάδμου καὶ Ἁρμονίας παρευρέθησαν ὅλοι οἱ θεοὶ καὶ ἔκαμαν δῶρα στὸ ζεῦγος. Ἡ κόρη τους Σεμέλη γέννησε μάλιστα τὸν Διόνυσο (τὸν Γ΄)! Ὁ Κάδμος θεωρεῖται στὴν Ἑλλάδα παλαιόθεν ἐφευρέτης τοῦ Ἀλφαβήτου! «Ἡ Κάδμου γραμματικὴ ἐπί τε τῶν Τρωικῶν ἠσκεῖτο» (Σχόλ. εἰς Ἑρμογένην). Ὁ Ἡρόδοτος βεβαιώνει: «εἶδον καὶ αὐτὸς Καδμήια γράμματα ἐν τῷ ἱρῷ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἰσμηνίου ἐν Θήβησι τῇσι Βοιωτῶν, ἐπὶ τρίποσι τισὶ ἐγκεκολαμμένα, τὰ πολλὰ ὅμοια ἐόντα τοῖσι Ἰωνικοῖσι. Ὁ μὲν εἷς τῶν τριπόδων ἐπίγραμμα ἔχει: Ἀμφιτρύων μ’ ἀνέθηκ’ ἐνάρων ἀπὸ Τηλεβοάων». Ὁ Ἀμφιτρύων καὶ ἡ Ἀλκμήνη εἶναι οἱ γονεῖς τοῦ Ἡρακλέους. Ἀπὸ τότε ἔχουμε Ἀλφάβητο (καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ 800 π.Χ.)! Ὁ Παλαμήδης τῶν Τρωικῶν εἶναι μάλιστα ὁ ἐφευρέτης τοῦ Δωρικοῦ Ἀλφαβήτου, ἀλλὰ ἕπεται τοῦ Κάδμου. Τηλεβόες εἶναι οἱ Τάφιοι…
ΣΤ) Κελεὸς καὶ Ἐλευσίνια Μυστήρια: Ὅπως ἡ «Εὐρώπη» (Ἑλλάς) ἀπήχθη ἀπὸ τὸν Δία, ἔτσι καὶ ἡ Κόρη (Περσεφόνη) ἀπήχθη ἀπὸ τὸν Ἅδη τὴν ἴδια ἐποχή (6.000 π.Χ.), προσωποποιῶντας τὸ γεγονὸς τοῦ (τρίτου) Κατακλυσμοῦ (τοῦ Δαρδάνου). Στὴν πρώτη περίπτωσι ὁ μῦθος τῆς «Εὐρώπης» μᾶς δεικνύει τὴν ἐξάπλωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ σὲ ὅλη τὴν Μεσόγειο καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐξαφάνισι-καταστροφὴ ὅλων τῶν παραλιακῶν ἐκτάσεων καὶ πόλεων, μὲ ἐπίκεντρο τὴν Σαμοθράκη (ἕδρα Καβειρίων Μυστηρίων). Στὴν δεύτερη περίπτωσι ὁ μῦθος βοηθάει στὴν κεντρικὴ ἰδέα τῶν Ἐλευσινίων Μυστηρίων, ποὺ ἵδρυσε ὁ Εὔμολπος ἐκ Θράκης μαζὶ μὲ τὸν Κελεό, τὸν ἐκλεκτὸ βασιλέα τῆς Ἐλευσῖνος, κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἱερατείου τῆς Σαμοθράκης (ἀνάλογα ἔπραξε καὶ ὁ Κάδμος ἐρχόμενος στὴν Θῆβα). Τὰ Μυστήρια τῆς Μητρὸς καὶ Κόρης ἑρμηνεύουν στοὺς μυημένους τὸ νόημα τῆς (αἰωνίου) Ζωῆς καὶ τοῦ Θανάτου (τελευτῆς προσωρινοῦ ἐπιγείου βίου). Ἔχει καταστραφεῖ ἡ πρώτη Ἐλευσῖνα ἐπὶ Δευκαλίωνος (9.000 π.Χ.), ἔχει κτισθεῖ ἔπειτα ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸν Ἐλευσῖνα γιὸ τῆς Δάειρας καὶ τοῦ Ἑρμοῦ στὴν σημερινὴ θέσι (Παυσανίας), ἀλλὰ μεγάλο μέρος τοῦ Ραρίου πεδίου ἔχει τώρα βυθισθεῖ. Περὶ αὐτῶν συγγράφουμε τὸ ἑπόμενο βιβλίο «Ἱερὰ Ἐλευσίς, Μυστήρια καὶ Ἀποκαλύψεις», μετὰ καὶ τὶς ἀνακοινώσεις μας σὲ διεθνῆ συνέδρια.
Ἐρχόμαστε τώρα στὸ Ἰόνιο κατὰ τὴν Ὁμηρικὴ Ἐποχή, μετὰ τὸν τελευταῖο Κατακλυσμό, γύρω στὸ 6.000 π.Χ. (βλ. εἰκόνα):
Ζ) Δουλίχιον καὶ Ἰθάκη: ἔχουμε τὸ ἀκριβὲς γεωγραφικὸ στίγμα τῆς Ὁμηρικῆς Ἰθάκης τοῦ Ὀδυσσέως, ὡς κειμένης βορειοδυτικῶς τῶν ἄλλων τριῶν μεγάλων νήσων τοῦ Ἰονίου, «πρὸς ζόφον», ἐνῷ ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ μικρότερα νησιά, Τάφος (Θιάκι), Κροκύλεια (Μεγανήσι), Αἰγίλιψ (Κάλαμος), Ἀστερίς (Ἀρκούδι): «Ναιετάω δ’ Ἰθάκην εὐδείελον. Ἕν δ’ ὄρος αὐτῇ Νήριτον, εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές. Ἀμφὶ δὲ νῆσοι πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλοισι, Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος. Αὐτὴ δὲ χθαμαλή, πανυπερτάτη εἰν’ ἁλὶ κεῖται πρὸς ζόφον, αἱ δὲ τ’ ἄνευθε πρὸς ἠῶ τ’ ἠέλιόν τε» (Ὀδύσσεια). «…καὶ Κροκύλει’ ἐνέμοντο καὶ Αἰγήλιπα τρηχεῖαν» (Ἰλιάς). «Ἔστι δέ τις νῆσος μέσσῃ ἁλὶ πετρήεσσα, μεσσηγὺς Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης, Ἀστερίς, οὐ μεγάλη, λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ ἀμφίδυμοι» (…οἱ μνηστῆρες ἔστησαν καρτέρι γιὰ τὸν Τηλέμαχο σὲ ἀκατοίκητο μικρὸ νησάκι, ἀνάμεσα σὲ Ἰθάκη-Λευκάδα καὶ Σάμο-Κεφαλληνία, τὴν Ἀστερίδα). Ἡ Τάφος-Θιάκι ἀνῆκε στὸν φίλο βασιλέα Μέντη, γιὸ τοῦ Ἀγχιάλου, ποὺ ὑπεραγαποῦσε τὸν Ὀδυσσέα.
Τὸ μεγαλύτερο νησὶ εἶναι (…ἦταν) τὸ Δουλίχιον (ἡ μετέπειτα Ἀκαρνανία ὡς νῆσος τότε) «πρὸς ἠῶ» (ἀνατολικῶς τῆς Λευκάδος-Ἰθάκης) – σκεφθῆτε πότε ἑνώθηκε ἡ Ἀκαρνανία μὲ τὴν Αἰτωλία λόγῳ προσχώσεων, κυρίως τοῦ ποταμοῦ Ἀχελώου, δηλαδὴ πόσο πίσω πρέπει νὰ πᾶμε στὸν χρόνο… Ἀκολουθεῖ ἡ Σάμη (ἡ σημερινὴ Κεφαλληνία) καὶ ἡ Ζάκυνθος, «πρὸς ἠέλιον» (νοτίως τῆς Λευκάδος-Ἰθάκης). Στὴν Ἰθάκη μποροῦσες νὰ πᾶς καὶ πεζός, «πεζὸν ἐνθάδ’ ἱκέσθαι», μὲ «ἴθμα» (βῆμα) περπατῶντας σὲ μιὰν ἄκρη (μακρόστενη ξηρά), ἐξ οὗ ἡ ὀνομασία ΙΘ-ΑΚΗ (Κ.Δούκας). Ἔξεχε σὰν «κεφάλι» ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ χώρα (τὴν «ἀκτὴν ἠπείροιο»), τὴν Ἤπειρο δηλαδή (σημερινὴ Πρέβεζα), γι’ αὐτὸ οἱ ὑπήκοοι τοῦ Ὀδυσσέως ὠνομάζονταν καὶ Κεφαλλῆνες («Κεφαλλήνεσιν ἀνάσσων»). Κατ’ ἀντίθεσιν ἴσως ὠνομάστηκαν ἀργότερα οἱ Δουλιχιεῖς Ἀκαρνᾶνες («ἀ-κέφαλοι», «ἀ-καρα-νᾶνες). Ἡ ὀνομασία «Ἀκαρνανία» εἶναι ἄγνωστη στὸν Ὅμηρο καὶ δόθηκε ἀφοῦ ἐξηπειρώθηκε πλέον τὸ Δουλίχιον μὲ τὶς προσχώσεις τῶν αἰώνων, ὁπότε ἄλλαξε ὄνομα (χάθηκε πλέον τὸ Δουλίχιον).
Ἡ σημερινὴ χερσόνησος τῆς Πλαγιᾶς χωριζόταν τότε διὰ θαλάσσης ἀπὸ τὸ Δουλίχιον-Ἀκαρνανία, ἐνῷ ἦταν προσκολλημένη στὴν Λευκάδα. Ἡ Ὁμηρικὴ Ἰθάκη ἦταν λοιπὸν ἡ σημερινὴ Λευκάδα σὺν ἡ Πλαγιά. Καταφεύγοντας ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ στὴν οὐδέτερη νῆσο Τάφο τοῦ φιλτάτου Μέντη, ὅταν κατεδιώχθησαν ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τῶν μνηστήρων μετὰ τὴν μνηστηροφονία, μεταφέρθηκε πλέον ἐκεῖ καὶ τὸ ὄνομα Ἰθάκη (σημερινὸ Θιάκι). Σημειωτέον, ἀπὸ τὴν Τάφο δὲν ὑπῆρχε κανεὶς μνηστῆρας. Τίποτε ἄλλο δὲν συνδέει τὴν Ἰθάκη μὲ τὸ Θιάκι, ὅπως ἀναλύεται παρακάτω. Ὁ ἐπαναλαμβανόμενος χαρακτηρισμὸς «ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ» καὶ ὄχι «νῆσος» ἀποτελεῖ πρόσθετο στοιχεῖο προσδιορισμοῦ της καὶ ἀποκλείει τὴν σημερινὴ Ἰθάκη καὶ τὴν Κεφαλληνία. Μοιάζει δηλαδὴ περισσότερο μὲ χερσόνησος ἡ Ἰθάκη. Ἀπορρίπτονται ἐπίσης, διότι κεῖνται μακρὰν τῆς ἠπειρωτικῆς στεριᾶς.
«Ἕν ὄρος αὐτῇ Νήριτον» (στὴν Λευκάδα-Ἰθάκη), ἀλλὰ ὡς «παιπαλόεσσα, κραναή, τρηχίη» εἶχε πολλὰ ἄλλα μικρὰ βουναλάκια. Ἀπομένει νὰ ἐντοπισθῇ ἡ ἕδρα τοῦ Ὀδυσσέως (ὁ δῆμος Ἰθάκης) κάτω ἀπὸ τὸ βουνὸ Νήιον («ὑπονηΐῳ»), ποὺ φαίνεται πὼς ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ Νήριτον. Τὸ Νήιον εἶναι πιθανώτατα: 1) οἱ σημερινοὶ Σκάροι, ὁπότε τὸ ἀνάκτορο τοῦ Ὀδυσσέως εἶναι εἴτε στὸ Νυδρί, εἴτε στὴν Νικιάνα (ἔνθεν ἤ ἐκεῖθεν τοῦ Νηΐου), ἤ 2) ἡ σημερινὴ χερσόνησος Πλαγιά, ποὺ ξεχωρίζει ἀφ’ ἑνὸς ἀπὸ τὸ Νήριτον (Λευκάδα), ἀφ’ ἑτέρου εἶναι ἐγγύτερα στὸ πέρασμα πρὸς τὴν Ἤπειρο, δικαιολογῶντας ἐτυμολογικῶς τὴν ὀνομασία «Ἰθάκη», τὴν δυνατὴ πρόσβασι πεζῇ, καθὼς καὶ τὴν μεταφορὰ τῶν ζώων στὴν ἀπέναντι ἀκτὴ τῆς Ἠπείρου. Κλίνω πρὸς τὴν δεύτερη ἄποψι, ἐπειδὴ συγκεντρώνει τὰ περισσότερα ταυτοτικὰ στοιχεῖα (Γ. Παξινός).
Ὁ συνδυασμὸς Λευκάδος-Πλαγιᾶς δικαιολογεῖ τὸν χαρακτηρισμό «χθαμαλὴ πανυπερτάτη», δηλαδὴ ἡ Ἰθάκη ἔχει ἕνα χαμηλὸ μέρος στὴν ἀρχή, βλέποντάς την κάποιος ἀπὸ τὸν δῆμο Ἰθάκης καὶ ἀπὸ τὸ ἀνάκτορο τοῦ Ὀδυσσέως (εὑρισκόμενος δηλαδὴ στὴν Πλαγιά) καὶ ἕνα πανύψηλο μέρος κατόπιν (τὴν Λευκάδα). Στὴν Ἰλιάδα ξεχωρίζει ὁ Ὅμηρος τὸ Νήριτον ἀπὸ τὴν Ἰθάκη: «Ὀδυσσεὺς ἦγε Κεφαλλῆνας μεγαθύμους, οἱ ῥ’ Ἰθάκην εἶχον καὶ Νήριτον εἰνοσίφυλλον καὶ Κροκύλει’ ἐνέμοντο καὶ Αἰγίληπα τρηχεῖαν, οἵ τε Ζάκυνθον ἔχον ἠδ’ οἵ Σάμον ἀμφενέμοντο, οἵ τ’ ἥπειρον ἔχον ἠδ’ ἀντιπέραι’ ἐνέμοντο…». Ταυτίζουμε ἔτσι τὸ Νήριτον μὲ τὴν Λευκάδα καὶ τὸν δῆμο Ἰθάκης μὲ τὴν Πλαγιά.
«Ναιετάω δ’ Ἰθάκην εὐδείελον», «κατοικῶ στὴν Ἰθάκη μὲ τὰ ὡραῖα δειλινά», λέγει ὁ Ὀδυσσεὺς γιὰ τὴν ἕδρα του (κατοικία). Τὸ δειλινὸ φαίνεται ὅμως μόνον ἀπὸ τὴν Πλαγιά καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ Νυδρί ἤ τὴν Νικιάνα (…οὔτε φυσικὰ βλέπει δειλινὸ κανεὶς ἀπὸ τὸ Θιάκι)! Ὁ Λαέρτης, ὁ πατέρας τοῦ Ὀδυσσέως, εἶχε φροντίσει γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ δήμου Ἰθάκης καὶ εἶχε καταλάβει τὴν ἀπέναντι στενὴ ἠπειρωτικὴ παραθαλάσσια περιοχή (σημερινὴ Πρέβεζα), ὅπου ἦταν ἀρχικῶς ἡ πόλις Νήρικος (πιθανώτατα στὰ ὅρια τῆς μετέπειτα Κασσώπης). Ἐκεῖ ἔβοσκαν τὰ βόδια μὲ τὸν Φιλοίτιο, ποὺ τὰ πέρναγε εὔκολα ἀπέναντι μὲ μαούνα-πορθμεῖον (ἀπὸ τὸ μετέπειτα Ἄκτιον ἤ Ἀνακτόριον). Ἡ Νήρικος ἦρθε στὴν Λευκάδα πολὺ ἀργότερα (ἐπὶ Κορινθίων). Ὁ Ἀμβρακικὸς εἶχε πολὺ μεγαλύτερο βάθος, ποὺ προσχώθηκε σταδιακά.
Τὸ Δουλίχιον δὲν ἀνῆκε στὴν ἐπικράτεια τοῦ Ὀδυσσέως. Εἶχε δικό του βασιλέα, τὸν Μέγη. Μάλιστα αὐτὸς ἐξουσίαζε καὶ τὶς ἱερὲς Ἐχινάδες νήσους, πρᾶγμα φυσικόν, ἀφοῦ βρίσκονται στὴν συνέχεια τῆς Ἀκαρνανίας: «Οἵ δ’ ἐκ Δουλίχοιο Ἐχινάων θ’ ἱεράων νήσων, τῶν δ’ αὖ ἡγεμόνευε Μέγης» (Ἰλιάς). Συνεισέφεραν στὸν Τρωικὸ πόλεμο 40 πλοῖα, πρᾶγμα ποὺ δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴν μεγάλη ἔκτασι τοῦ Δουλιχίου. Ἐπίσης ἐξ αὐτοῦ προέρχονταν οἱ περισσότεροι μνηστῆρες (βλ. πίνακα). Τὸ αἴνιγμα «Δουλίχιον» καὶ «ἀκτὴ ἠπείροιο» ἔλυσε πρῶτος ὁ Γ. Παπακωνσταντίνου. Ἀπομένει ἡ Γεωλογικὴ ἔρευνα!
Ἤδη ἡ Λακεδαίμων τῆς Τρωικῆς ἐποχῆς βρέθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχαιολόγο Θ. Σπυρόπουλο, ὄχι στὴν Σπάρτη ἀλλὰ στὴν Πελλάνα τῆς Λακωνίας, καὶ μάλιστα ἀκριβῶς ὡς λέγει ὁ Ὅμηρος. Ἦταν «κητώεσσα» μέσα σὲ λιμνοθάλασσα (Λακε- Lake) μὲ μεγάλα ψάρια, «ἡ τότε ποτέ οὖσα ὑφ’ ἡλίῳ νῆσος ἱερά» (-δαίμων)! Ὁ ἀρχαιολόγος Ἀδαμάντιος Σάμψων ἔχει ἐπίσης ἀνακαλύψει σὲ βραχονησίδα κοντὰ στὴν νῆσο Κῶ μεταλλουργικὴ ἐπεξεργασία Χαλκοῦ, περὶ τὸ 5.500 π.Χ. Αὐτὸ σημαίνει, ἀφ’ ἑνὸς ὅτι δὲν ἰσχύει ἡ κατάταξις περὶ Νεολιθικῆς ἐποχῆς ἕως τὸ 2.800 π.Χ. καὶ ἐποχῆς Χαλκοῦ κατόπιν, καὶ ἀφ’ ἑτέρου σημαίνει ὅτι δὲν ἦταν βραχονησίδα τότε (μετὰ τὴν Κῶ), ἀλλὰ ἦταν ἑνωμένη μὲ τὴν Μικρασιατικὴ ἀκτή. Ἄρα ὑφίσταται ἐποχὴ Χαλκοῦ πρὶν τὸν τελευταῖο Κατακλυσμό (τοῦ Δαρδάνου), διότι κατόπιν αὐτοῦ ἔγινε βραχονησίδα (…δὲν θὰ ἔφτιαχναν ἐργοστάσιο σὲ βραχονησίδα). Ὥστε ὑπῆρχε δυνατότης χρήσεως χάλκινων ὅπλων ἐπὶ Τρωικοῦ πολέμου (τότε)! Ἄλλο νέο στοιχεῖο ἑτεροχρονισμοῦ εἶναι οἱ χιλιάδες πινακίδες μὲ γραφὴ σὲ περιοχὴ τοῦ Δουνάβεως (Vinca), τῆς ἕκτης χιλιετίας π.Χ. (βλ. καὶ Δισπηλιὸ Καστοριᾶς). Μελετῶνται ἀπὸ τὸν Harald Haarmann (Φινλανδία). Ὥστε ἀνατρέπεται (καὶ) ἡ ἱστορία τῆς Γραφῆς, ὅτι δηλαδὴ προηγεῖται ἡ Μεσοποταμία μὲ πρώτη τὴν εἰκονογραφικὴ γραφὴ τοῦ 3.400 π.Χ.…
kolivas