Στις Συρακούσες βασίλευε ο πονηρός Διονύσιος, βασιλιάς ισχυρός που όλοι φοβούνταν,, όλοι κολάκευαν αλλά και μισούσαν, φθονούσαν και κατηγορούσαν.
Ο Διονύσιος είχε έναν υπήκοο και αυλικό του, τον ζηλόφθονο Δαμοκλή.
Ο Δαμοκλής έβγαζε συνεχώς μπροστά στον Διονύσιο ατέλειωτους λόγους περί της ευτυχίας των βασιλέων. Και τι δε θα ‘δινε για να φτάσει κι αυτός σε κάποια μελλοντική ζωή του σε θέση παρόμοια μ’ αυτήν που κατείχε ο βασιλιάς του εκείνη τη στιγμή…
Κουρασμένος πια ο Διονύσιος, αποφάσισε να συμμορφώσει τον αυλικό του. Διοργάνωσε ένα μεγάλο συμπόσιο και διέταξε τον Δαμοκλή να πάρει τη θέση του στο θρόνο.
Ντυμένος με βασιλικά ρούχα σαν αληθινός μονάρχης, ο Δαμοκλής ένιωσε περήφανος με τέτοια τιμή.
Δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη του! Το όνειρό του είχε εκπληρωθεί, έστω γι’ αυτές τις λίγες στιγμές.
Και γιατί να χαρεί μόνο λίγες στιγμές; σκέφτηκε.
Ο βασιλιάς του είχε παραχωρήσει τη θέση του κι είχε διατάξει να τον υπακούν σ’ ό,τι έλεγε, σαν να ήταν αυτός ο ίδιος βασιλιάς. Δεν ήταν δύσκολο να μιλήσει στον αρχηγό της φρουράς και να του ζητήσει να εξαφανίσει τον προηγούμενο βασιλιά… οριστικά.
Αυτά συλλογιζόταν, όταν οι υπηρέτες του τον ειδοποίησαν ότι το φαγητό είχε σερβιριστεί.
Σχεδιάζοντας να μιλήσει με τον αρχηγό της φρουράς στη διάρκεια του δείπνου, ο Δαμοκλής κάθισε στο θρόνο του, μπροστά στο τραπέζι που ήταν γεμάτο με εξωτικές λιχουδιές.
Ποιος ξέρει γιατί, στην καλύτερη στιγμή του δείπνου, ο Δαμοκλής σήκωσε το βλέμμα πάνω από το κεφάλι του.
Και τότε το είδε!
Ένα κοφτερό και μυτερό σπαθί κρεμόταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι του. Το συγκρατούσε μονάχα ένα λεπτό κι αδύναμο νήμα που έμοιαζε πως θα κοβόταν από στιγμή σε στιγμή. Πολύ αργά, σχεδόν χωρίς ανάσα, ο Δαμοκλής σηκώθηκε από το βασιλικό κάθισμα και πήγε προς το κέντρο της σάλας. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι το σπαθί μετακινιόταν μαζί του, και η μύτη του σημάδευε διαρκώς την κορυφή του κεφαλιού του.
Ο Δαμοκλής πανικοβλήθηκε κι αποφάσισε να μείνει εντελώς ακίνητος. Φοβόταν ότι και η παραμικρή κίνηση του κεφαλιού του θα μπορούσε να κόψει τη λεπτότατη κλωστή που συγκρατούσε το σπαθί.
Ο νέος βασιλιάς έβαλε τα κλάματα κι άρχισε να φωνάζει δυνατά τον Διονύσιο. Τον ικέτευε να τον βοηθήσει.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο Διονύσιος.
«Κοίταξε» είπε ο Δαμοκλής, δείχνοντας ψηλά και κουνώντας το δάχτυλό του πολύ απαλά.
«Το σπαθί;… Αααα, πάντα εκεί βρίσκεται. Νόμιζα ότι το είχα συνηθίσει, αλλά ευχαριστήθηκα τόσο πολύ αυτές τις ώρες, που σκέφτομαι να σε αφήσω στο πόστο μου για πάντα… Ήθελες τόσο πολύ να γίνεις βασιλιάς.»
«Α, όχι, Μεγαλειότατε. Ήταν μια απλή φαντασίωση. Σε παρακαλώ, άσε με να βγάλω την κορόνα και να φύγω από εδώ… Σε παρακαλώ…»
Ο βασιλιάς δέχτηκε την παραίτηση του Δαμοκλή, όμως, με τον όρο πως στο εξής δεν θα τον ενοχλούσε με τα σχόλιά του και με το τι θα ήθελε να γίνει στις επόμενες ζωές του.
Ο σοφός δεν επιδιώκει τίποτα: ούτε να είναι καλός, ούτε δυνατός, ούτε υπάκουος, ούτε επαναστάτης, ούτε αντιφατικός, ούτε συνεπής… Θέλει μόνο να είναι αυτός που είναι. Κι είναι αυτή η μοναδική του επιθυμία – τόσο φυσική, τόσο δροσερή-, που μας γοητεύει.
Η ανατολίτικη ιδέα του σοφού που μοιάζει με γελαστό παιδί και μας καλεί να σκεφτούμε τον πολυπόθητο συνδυασμό αθωότητας και απόλυτης ελευθερίας.