Η συγκινητική ιστορία που ακολουθεί διαδραματίστηκε στα χρόνια της Κατοχής, στην ευρύτερη περιοχή του Αγρινίου και του Ξηρομέρου.
Την δημοσιεύουμε σήμερα με αφορμή την θλιβερή επέτειο της εκτέλεσης 120 συμπατριωτών μας από τα ναζιστικά στρατεύματα.
Είναι ενδεικτικό παράδειγμα για την αδελφοσύνη που πρεσβεύει ο ο τεκτονισμός και η οποία είναι υπεράνω οποιασδήποτε πολιτικής ή θρησκευτικής ιδεολογίας. Δείχνει επίσης τους ισχυρούς δεσμούς που σφυρηλατούνται μεταξύ των τεκτόνων και την αδελφική αγάπη που τους ενώνει κάτω απο οιεσδήποτε συνθήκες.
Μια συγκινητική ιστορία στα χρόνια της Κατοχής
Βρισκόμαστε στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Τον Οκτώβριο του 1943, έφθασε στην Κατούνα, μια περίεργη οικογένεια, προερχόμενη από την Αθήνα. Με το τρένο έφθασαν μέχρι το Αγρίνιο και από εκεί με σούστα στην Κατούνα (σημαντικό χωριό ΒΔ του Αγρινίου). Επρόκειτο για οικογένεια Εβραίων, αποτελουμένη από τον μεγαλέμπορο και πολύγλωσσο Αλβέρτο Κούλια, τη μητέρα του και την αδελφή του.
Ο Αλβέρτος είχε γνωρίσει στην Αθήνα, τον επ' αδελφή γαμβρόν του Στάθη, Νίκο Γεωργακόπουλο. Φθάνοντας στο Αγρίνιο ο Αλβέρτος και περιφερόμενος στην κεντρική Πλατεία, για να βρει κάποιο μέσο να καταφύγει στα βουνά της σωτηρίας του, για καλή του τύχη, συνάντησε το φίλο του Νίκο Γεωργακόπουλο. Ο Νίκος ήταν απόλυτα ενήμερος με το έγκλημα των Γερμανών εις βάρος των Ισραηλιτών, για αυτό και η διάθεσίς του να μας φανεί χρήσιμος ήταν περισσότερο από φιλική.
«Εχετε υπομονή 4-5 μέρες διότι η κατάστασις στα Βουνά με τους Γερμανούς και τους Αντάρτες, είναι πολύ άσχημη, εγώ θα παρακολουθώ, θα βλέπω και ανάλογα θα αποφασίσουμε, μου φαίνεται ότι η καλύτερη λύσις θα είναι να σας στείλω στους κουνιάδους μου». Πράγματι μετά 5-6 ημέρες, λέγει: «απεφάσισα να σας στείλω στο χωριό. «Μας νοικιάζει μια σούστα, μας δίδει και μια θερμή συστατική επιστολή, απευθυνομένη στους κουνιάδους του και σουρούπωμα φθάνουμε στην Κατούνα. Οι κουνιάδοι, το γένος Χρήστου Σαμαντά, μας υπεδέχθησαν θερμότατα, μας φιλοξένησαν λίγες ημέρες στο σπίτι τους, μας υπέδειξαν και ενοικιάσαμε σπίτι και υπήρξαν οι φρουροί μας, όχι μόνον αυτοί αλλά και ολόκληρο το χωριό, κατά την δεκαεπτάμηναν παραμονή μας, στην ωραία μας Κατούνα».
Ο Στάθης προμήθευσε στον Αλβέρτο ένα γαϊδουράκι και ο Αλβέρτος, με το εμπορικό του δαιμόνιο, προσαρμόστησε αμέσως στη νέα κατάσταση, κάνοντας τον πλανόδιο έμπορο φρούτων και λαχανικών και προφανώς και των αρκετών εμπορευμάτων (υφασμάτων), που κατόρθωσε να πάρει μαζί του φεύγοντας από την Αθήνα.' Οταν πιάσανε οι Γερμανοί το Στάθη, όπως ήταν επόμενο, ο Αλβέρτος ανησύχησε πολύ για το φίλο και ευεργέτη του. Αλλά και ο Αλβέρτος, ο μικρέμπορος «με το γαϊδουράκι», δεν ήταν ο οποιοσδήποτε, αφού όπως απεδείχθη είχε μεγάλες διασυνδέσεις.
Ευρισκόμενος ο Αλβέρτος προπολεμικά στη Γερμανία, εντάχθηκε σε κάποια τεκτονική Στοά. Εφρόντισε, λοιπόν, να μάθει το όνομα του Γερμανού αξιωματικού, από τον οποίον εξηρτάτο η τύχη του Στάθη και διεπίστωσε ότι ήταν επίσης τέκτονας. Πληροφορηθείς το όνομα τον Γερμανού, με κίνδυνο της ζωής του, ήλθε στο Αγρίνιο και παρουσιάστηκε στο Γερμανό αξιωματικό, ο οποίος μόλις τον είδε κυριολεκτικά τα έχασε, αφού τον θυμήθηκε ως μέλος της Στοάς στην οποία ανήκε και αυτός. Ο Αλβέρτος του εξήγησε το σκοπό της επίσκεψής του και αξίωσε από τον Γερμανό να ελευθερώσει τον Στάθη. Ο αξιωματικός, αφού σκέφθηκε για λίγο, έδωσε εντολή τακτοποίησης των χαρτιών για ελευθέρωση του Στάθη. Αυτονόητο και ο Αλβέρτος επέστρεψε ελεύθερος στην Κατούνα.
Η ιδιότητα του τέκτονος εμέτρησε στον Γερμανό αξιωματικό, περισσότερο από την ιδιότητα του μέλους του Ναζιστικού Κόμματος και των όρκων πίστεως προς τον Χίτλερ.
Πάντως το διάβημα του Αλβέρτου, άκρως επικίνδυνο για τον ίδιο, υπήρξε συγκινητικό. 'Εχουμε ακούσει για παρεμβάσεις Ελλήνων, προκειμένου να σώσουν Εβραίους, αλλά παρέμβαση Εβραίου προς Γερμανούς για να σώσει 'Ελληνα, πρώτη φορά το μάθαινα.
Ένα μικρό μόνο δείγμα της αδελφοσύνης που πρεσβεύει ο τεκτονισμός και του ισχυρού δεσμού μεταξύ των μελών του.
(Πηγή : Περιοδικό «Ρίζα Αγρινίου»)