Λίγοι είναι εκείνοι που αναβιώνουν σήμερα το μοιρολόι της Παναγίας ή κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής που έχουν ξεχαστεί στο πέρασμα του χρόνου.
Τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κάλαντα δηλαδή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Θεοφανείων, του Λαζάρου και των Βαΐων, έχουν θρηνητικό χαρακτήρα και είναι ένα μοιρολόι που διαλαλεί στην κοινωνία ότι ο “Θεός είναι νεκρός” ή “ο Χριστός είναι εσταυρωμένος” ένα μοιρολόι που εξιστορεί τα πάθη του Χριστού.
Τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής ή μοιρολόι της Παναγιάς είναι ένα μεσαιωνικό μακροσκελές και ομοιοκατάληκτο στιχούργημα άγνωστης προέλευσης από λόγιους της εποχής του και η ελληνική εκκλησία τα χαρακτηρίζει ως εγκώμια ή μεγαλυνάρια της Μεγάλης Παρασκευής.
Στην Αιτωλία, τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί, τα παιδιά, κρατώντας ένα σταυρό στο χέρι, βαμμένο με μαύρο χρώμα, γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και λένε τα κάλαντα της Μεγ. Παρασκευής, τα πάθη δηλαδή του Χριστού. Οι νοικοκυραίοι φιλεύουν τα παιδιά με κουλούρια, κόκκινα αυγά ή λεφτά.
Ο μπαρμπα-Αντώνης Σαγώνας, απ’ το Πετροχώρι της Τριχωνίδας, γεννημένος το 1910, θυμάται τα παιδικά του χρόνια και στα 102 του χρόνια, ψάλλει τα κάλαντα της Μεγ. Παρασκευής, στην κάμερα του laografika.gr, όπως τα έψαλλε τότε που ήταν παιδί.
Κάλαντα Μεγάλης Παρασκευής ή Επιτάφιος θρήνος
Σήμερα μαύρος ουρανός
σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται
σήμερα έλαβαν βουλή
οι άνομοι Οβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά
κι οι τρισ΄καταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό
των πάντων Βασιλέα
κι ο Κύριος ηθέλησε
να μπεί σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό
να τον συλλάβουν όλοι
κι η Παναγιά η Δέσποινα
καθόταν στο θρονί της
τας προσευχάς της έκανε
για το μονογενή της
φωνή ακούστη εξ ουρανού
κι απ΄ αρχαγγέλου στόμα
φθάνουν κυρά μ΄ οι προσευχές
φθάνουν και οι μετάνοιες
το γιό σου τον επιάσανε
και στον χαλκιά τον πάνε
χαλκιά – χαλκιά φκειάξε καρφιά
φκειάξε τρία περόνια
και κείνος ο παράνομος
βαρεί και φκειάχνει πέντε
συ Φαραέ που τάφκειαξες
εσύ να μας διατάξεις
βάλτε τα δυό στα πόδια του
τ΄ άλλα τα δυό στα χέρια
το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε το στην καρδιά του
να τρέξει αίμα και νερό
σαν λιγωθεί η καρδιά του
Η Παναγιά σαν τάκουσε
επεσε απ΄το θρονί της
τρία σταμνιά της ρίξανε
πέντε κανάτια μόσχο
για να της έρθει ο λογισμός
για να της έρθει ο νούς της
και σαν της ήρθε ο λογισμός
και σαν της ήρθε ο νούς της
ζητεί μαχαίρι να σφαχτεί
ζητεί γκρεμό να πέσει
παίρνει το δρόμο το στρατί
στρατί, το μονοπάτι
το μονοπάτι έβγαζε
μες΄ του ληστού την πόρτα
βλέπεις εκείνον τον γυμνό
τον παραπονεμένο
όπού φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτηγμένο
εκείνος είναι ο γιόκας σου
κι εμέ ο δάσκαλός μου.